Ένας μια φορά έκανε ταξίδ’ σ’ένα χωριό και ήταν καλοκαίρ’, που ο κόσμος είχι τα στάρια του, τα’αλώνια στη σειρά. Είχι πιθάνει ένας χοντρός, Αθανάσιος Μητρόπουλος, εδώ και 40 χρόνια κι λέγανι πως έβγαινε βρυκόλακας. Τ’ αλώνια ήτανε στη γραμμή, περίπου 2 χιλιόμετρα αριστερά- δεξιά. Και τη νύχτα άκουγις απου κάτου : ‘’βγήκε βρουκόλακας..’’ Απαράτησαν ο κόσμος όλα τα’αλώνια κι έρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια. Λοιπόν ερώτησα ‘γώ τι τρέχει; -Βγήκ’ ο τάδε βρουκόλακας. Δίπλα μ’ήταν ένα ζαγάρ’. Τότες ήρθ’ ένας αέρας δυνατός κι αμολύθ’κε το ζαγάρ’ και έτρουγε. Αλαμανούσε κεί πέρα (=έκανε ελεύθερα ότι ήθελε.)Το πρωί, μόλις χάραξι, πήγα κι είδα κεί ένα τουμάρ’ έξ πιθαμές μακρύ και κάτ’στο χώμα, αίμα χυμένο. Είχε 4 ποδάρια. Μαζεύτηκαν γυναίκες και το ‘κοβαν με τσικούρ’, μα δεν κόβουνταν. Κατάλαβαν οι γυναίκες πως ήταν βρουκόλακας, πήγαν κι το σκέπασαν σ’ένα μέρος. Κατεβαίνω ‘γώ έπειτα στη Θεσσαλία, το είπα σ’ένα γέρο. Λέει να πάρουμε μια κούρσα να πάμ’ να μι το δείξ’ς. Φθάσαμι κεί, αλλά η γούρνα (που το ‘χαν παραχωμένο χάθ’κε και δε φαίνονταν τίποτε. Ύστερα από λίγες μέρες ξανάγινε πάλι αυτός ο βρουκόλακας. Πήγαννε στα σπίτια κι απολούσε τα ζώα μακριά. Μαζεύτηκε το χωριό, κάναν συμβούλιο παπάδες, πρόεδρος, γερόντοι, να κάψ΄νε το μνήμα. Εμαζεψάνε καμμιά πενηνταριά φορτώματα ξύλα, πήγανε κι ανοίξανε το μνήμα και κοπανίσανε απάνω τα ξύλα και τους έδωσαν φωτιά. Κεί που κείγονταν, μαζεύτηκε μια μπάλα μ’ένα σχήμα σαν κεφαλή ανθρώπου και γελούσε. Το χτυπούσανε με ξύλα και δεν έσβηνε. Στο τέλος αρχίσανε καρνοφυλλίες με γκράδια, καραμπίνες, ότ’είχανε, τρόμαξαν να το διαλύσουν. (βρουκόλακας). Από τότες χάθηκε και δεν ξαναβγήκε βρουκόλακας. (απολούσε=έδιωχνε)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών