Πάντα άνθρωπον όταν αποθάνη οι συγγενείς του τον φυλάττουσι και πράττουσι, τούτο, δια να μη διέλθη άνωθέν του, εν τη απουσία των , γαλή, κύων, όρνις ή άνθρωπος εχθρός του Διότι άμα διέλθη, μετά την ταφήν του αποθανών θα βουρκολακιάση. Γίνεται άνωθεν του μνήματός του μια οπή. Από την οπήν ταύτην εξέρχεται ο Βουρκόλακας, δηλ. ο αποθανών, ως ήτο όταν έζη. Περιπατεί εδώ και εκεί και πολλάκις πηγαίνει εις το σπίτι του και τρώγει το αλεύρι, κατά τα άλλα ών αβλαβής. Προς αποφυγήν διόδου άνωθεν του πτώματος γαλών, τας συλλαμβάνουσι και τας θέτουσιν εντός σάκκων, ούς καλώς κλείουσι μέχρι της ώρας της ταφής, ότε τας απολύουσι. Παραθέτω κατωτέρω διηγήσεις περί βρικολάκων, τας οποίας ήκουσα εν Βουρβούροις από την Ευγενικήν Παπαγιάννη και από την μάμμην μου Κυριακούλαν Παπαζούρα ετών 90 αγράμματον, εκ Χίου καταγομένην. Η Πανογιαννού που πήε αδικοφονεμένη, γιατί εκάηκε με το σπίτι της μαζί, εβουρκολάκιασε και πάαινε τη νύχτα πίσω στο σπίτι του παιδιού της και έτρωε τα’αλεύρι. Τα γλέπανε κι άλλοι, γιατί πάαινε και ‘ς άλλα σπίτια. Ναι βραδειά τα μεσάνυχτα αποβραδύς βγήκε ο Κυριάκος του Δημήτρη του Ζούρα όξω να κατουρήση. Κεί την είδε και ερχότανε αλλασμένη και με την μπόλια της στο κεφάλι. Πηλάληξε το παιδί, έκλεισε την πόρτα και πήε και χώθη στην αγκαλιά των αδερφιώνε του κεί που κοιμώντουσαν. Ήρθε κείνη στην πόρτα, βρόντηξε και τους εμίλησε. <Ανοίχτε γιέ μου>. Γνώρισαν τη φωνή της αλλά δεν της άνοιξαν και έγινε άφαντη. Άλλη βραδειά την είδε η Παππαδογιαννού. Πήε να πάρη ξύλα όξω στην αυλή της και την είδε και στεκότανε στυλιωμένη στον τοίχο. Την είδανε κι άλλοι πολλοί. Το παιδί της δεν μπόραε να ντην υποφέρη που του έτρωε τα’αλεύρι. Φύλαξε και τη ντουφέκησε ναι βραδειά. Από τότε δε ντήν είδε πλιά κανείς εχάθηκε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών