Τα σταυροδρόμια είναι στοιχειωμένοι τόποι, κι απ’αυτούς βγαίνουν τη νύχτα χορτλάγοι. Οι Χορτλάγοι είναι βρυκόλακες, ιδίως Τούρκος, γιάτ’ είναι αβάφτιστοι. Γυρνάνε σαράντα μέρες ύστερ’ από το θάνατό τους μεταμορφωμένοι πότε σε βουβάλια, πότε σε κατσίκια. Μια φορά ένας, περνώντας από ένα σταυροδρόμι που ήταν και κοντά σε νεκροταφείο, βρήκε ένα σκυλάκι. Το πήρε στο σπίτι του. Μα την άλλη μέρα το πρωί, στη θέση του σκυλιού βρήκε έναν πεθαμένο. Κατάλαβε πως ήταν χορτλάγς και πήγε και τον έθαψε. Ένας άλλος είχ’ένα βουβάλι. Αυτό ένα βράδυ δεν γύρισε σπίτι. Το γύρεψε, μα δεν το βρήκε. Περνώντας ένα σταυροδρόμι, το είδε μπροστά του. Το πήρε και τόκλιεσε στο μαντρί του. Μα το πρωί που πήγε να του δώση άχυρο, δεν το βρήκε. Είδε μονάχα έναν παντικό πούφευγε από την τρύπα. Το βουβάλι ήταν χτλάγος κι επειδή ξημερωσε έφυγε για το μνήμα του. Οι Χοτλάγοι μόλις ξημερώση πρέπει να ξαναμπούνε στα μνήματα. Ένας ταξιδιώτης περνούσε με τα’άλογο του από σταυροδρόμι. Εκεί βλέπει έξαφνα μια κατσίκα να πηδάη μπροστά στο άλογο και να μην τα’αφηνει να προχωρήση. Ο άνθρωπος κατάλαβε πως είναι Χοτλάς και θυμήθηκε πως ένας Τούρκος που του χρωστούσε ένα γρόστ, πέθανε εδώ και λίγον καιρό. Δίνει λοιπόν στην κατσίκα το γρόσι κι εκείνη χάθηκε. Έτσι το άλογο προχώρησε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών