Οι αμαρτωλοί όταν πεθαίνουν, γίνονται Βρυκόλακες. Μεταμορφώνομαι σιγά-σιγά, ως εξής. Ο ετοιμοθάνατος μουγγρίζει. Ύστερα τετραποδίγει (γίνεται γάτα, ποντικός)ορμά έξω από το σπίτι και επι σαράντα νύκτες γυρίζει από σπίτι σε σπίτι ζητώντας να το ανοίξουν. Ύστερα ‘’παίρνει τα βουνά σα θηρίο’’. Ο Βρυκόλακας είναι ένα τέρας που πίνει ανθρώπινο αίμα, που καταστρέφει τα σκεύη του σπιτιού. Μοιάζει, με κουνούπι γεμάτο αίμα. Έχει δυο πελώρια μάτια που λάμπουν στο σκοτάδι, σαν αναμμένα κάρβουνα. Τα περισσότερα βρυκολακιάσματα γίνονται όταν ξεθάβεται το πτώμα, χωρίς νάχη αποσυντεθή. Για να προλάβουν σε τέτοιες περιπτώσεις το βρυκολάκιασμα οι συγγενείς, ζεματίζουν το σώμα με λάδι βραστό και τρυπούν τον αφαλό με βελόνα. Ραντίζουν τον τάφο ύστερα με κεχρί, ώστε, αν ξαναβγή ο βρυκόλακας να βρή το κεχρί, που του αρέσει και να περάση έτσι τη νύχτα του, ώσπου να ξημερώση (να λαλήση ο πετεινός), οπότε ξαναμπαίνει στον τάφο. Άλλη περίπτωση βρυκολακιάσματος των πεθαμένων είναι, αν πηδήση γάτα επάνω στο πτώμα του προ της κηδείας, εκεί που είναι εκτεθειμένος. Γι αυτό πολύ προσέχουν τις γάτες όταν συντροφεύουν τους νεκρούς. Μα αν, παρ’άλ’αυτά, πηδήση η γάτα, τότε προλαβαίνουν το βρυκολάκιασμα διαπερνπώντα τη γάτα με δυο σακκοράφες. (τα έθιμα αυτά τάχουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών