Σ του Μουλά (μια ώρα μακρυά από τον Απόλλωνα) Αντρόνικος (ς την ίδια τοποθεσία)Αντρειόνος (κοντά ‘ς τις προηγούμενες τοποθεσίες). Είχανε να πούνε εκίνε τα χρόνια ότι αυτοί ήτο τρία αδέρφια κ’είχαν αποθάνει κ’είχανε λέει βρικολακιάσει και δεν επέρνα άθρωπος ‘ς το μέρος αυτό. Καμμιά φορά πλησίον της Κωμιακής είχανε μια μάντρα ‘ς τη Πλατοβόλα (ή σώματα)ζά (αιγοπρπόβατα)και λέει ένας : όποιος θέλει να μου βάλη στοίχημα να πάρω ‘γώ τα ζά να τα κατεβάσω κάτω. Ήβαλενε στοίχημα πήρε τα ζά κ’έφυγε. Τα ζά κατεβήκανε κ’επιάσνα τσι βραχές αυτός του Μουλά, τα’ Αντρόνικου και τ’Αντρειόου. Το βράδυ επήε αυτός να κοιμηθή σ’ένα μητάτο ‘ς το ιερό τση Κολόκυθος. Τη νύχτα ακούει αυτός μια φωνή κ’εφώναζενε ο Μουλάς τ’ Αντρειόου να πάη ‘ς τη σκαμνιά των Αελώ να πάρη τη τσιπίδα που ‘ναι μέσ’ς τη Κουφαλιά τσή σκαμνιάς (μουριάς)και να πάη ‘ς το ιερό τση Κολόκυθος να κουρέψουν τα πρόβατα. Αυτός σηκώθηκε και εφοβήθηκε τα σκυλιά πολεμούσανε να μπούνε από τα’ αμποδιώνοι τω βρακώ ντου μέσα. Απότι ξημέρωσε πήρε αυτός τα ζά κ επήγε ‘ς τη μάντρα και λέει ‘ς τσι βοσκοί, συχωρέστε μου κι ο Θεός συχωρέσ’σας διότι εμένα μ’εχάλασανε ο Μουλάς, Αντρόνικος κι Αντρειόος και θα πεθάνω. Εσυχωρέθηκεν εκεί πια κ’επέθανενε. Μετά καιτό επήρε από την Αγιά την εκκλησία τα άγια μυστήρια ο παπάς κ’επήγε ‘ς τον παλιόπυργο (είναι ΄ς την Αγιά πιο εδώ λιγάκι)και ήτανε μέσα σ’ένα αλώνι τα τρία θερία αυτά κ’εχορεύανε. Λέει ο παπάς μηστή Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου κ’επέσανε ‘ς τη θάλασσα. Εστράφηνε η θάλασσα μέσα περίπου από τρακόσα μέτρα μόλις πέσανε ‘ς το φούντος. Σ’ένα χρόνο μέσα ήρθανε κάτι πειραταί ‘ς το είτονα (σ’ένα αυλάκι κεί) Αυτοί βγαίνουνε έξω και πάνε και συναντούνε την εκκλησία (την Αγιά)και παίρνουν την εικόνα και την πάνε ‘ς το καίκι κι αφού την επήγανε εκεί αρχίσανε κ’εκαθαρίζανε τα’ασήμια από πάνω. Ο μάγερας του καικιού την έβαλε χάμαι κέβαλε το κρέας και το ‘κανε μερίδες πάνω. Αφού φάγανε έβαλε μπρός το καίκι για να φύγη. Αλλά το καίκι ούτε μπρός πήγαινε ούτ’απίσω. Λέει ένα απ’αυτόν. Μήπως έγινε γι αυτό το παλιοσσάνιδο που βάλαμενε μέσα;τ’ακούνε οι άλλοι το πετούνε ‘ς τη θάλασσα. Μόλις το πετάξανε ‘ς τη θάλασσα έκανε δυό τρείς στροφές και εβυθίστηνε. Η εικόνα η Παρθένα βγήκε ‘ς της Κεράς το λιμνάρι (εκεί κοντά). Ενύχτωσε ο Θεός και άναψανε τρείς λαμπάδες μπροστά ‘ς την εικόνα. Οι τσοπαναρέοι είδανε τρία φώτα αντίκρυ ντωνε, λέει δε μπάμε να δούμε τι συμβαίνει; Φεύγουνε οι δυό και πάν’και βρίσκουν την Παρθένα. Αμέσως ειδοποιήσανε τον ιδιοχτήτη και την πήγανε ‘ς την εκκλησία. Όποιος θέλει να πιστέψη πάει και βλέπει τσι μαναριές από πίσω.

Σ του Μουλά (μια ώρα μακρυά από τον Απόλλωνα) Αντρόνικος (ς την ίδια τοποθεσία)Αντρειόνος (κοντά ‘ς τις προηγούμενες τοποθεσίες). Είχανε να πούνε εκίνε τα χρόνια ότι αυτοί ήτο τρία αδέρφια κ’είχαν αποθάνει κ’είχανε λέει βρικολακιάσει και δεν επέρνα άθρωπος ‘ς το μέρος αυτό. Καμμιά φορά πλησίον της Κωμιακής είχανε μια μάντρα ‘ς τη Πλατοβόλα (ή σώματα)ζά (αιγοπρπόβατα)και λέει ένας : όποιος θέλει να μου βάλη στοίχημα να πάρω ‘γώ τα ζά να τα κατεβάσω κάτω. Ήβαλενε στοίχημα πήρε τα ζά κ’έφυγε. Τα ζά κατεβήκανε κ’επιάσνα τσι βραχές αυτός του Μουλά, τα’ Αντρόνικου και τ’Αντρειόου. Το βράδυ επήε αυτός να κοιμηθή σ’ένα μητάτο ‘ς το ιερό τση Κολόκυθος. Τη νύχτα ακούει αυτός μια φωνή κ’εφώναζενε ο Μουλάς τ’ Αντρειόου να πάη ‘ς τη σκαμνιά των Αελώ να πάρη τη τσιπίδα που ‘ναι μέσ’ς τη Κουφαλιά τσή σκαμνιάς (μουριάς)και να πάη ‘ς το ιερό τση Κολόκυθος να κουρέψουν τα πρόβατα. Αυτός σηκώθηκε και εφοβήθηκε τα σκυλιά πολεμούσανε να μπούνε από τα’ αμποδιώνοι τω βρακώ ντου μέσα. Απότι ξημέρωσε πήρε αυτός τα ζά κ επήγε ‘ς τη μάντρα και λέει ‘ς τσι βοσκοί, συχωρέστε μου κι ο Θεός συχωρέσ’σας διότι εμένα μ’εχάλασανε ο Μουλάς, Αντρόνικος κι Αντρειόος και θα πεθάνω. Εσυχωρέθηκεν εκεί πια κ’επέθανενε. Μετά καιτό επήρε από την Αγιά την εκκλησία τα άγια μυστήρια ο παπάς κ’επήγε ‘ς τον παλιόπυργο (είναι ΄ς την Αγιά πιο εδώ λιγάκι)και ήτανε μέσα σ’ένα αλώνι τα τρία θερία αυτά κ’εχορεύανε. Λέει ο παπάς μηστή Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου κ’επέσανε ‘ς τη θάλασσα. Εστράφηνε η θάλασσα μέσα περίπου από τρακόσα μέτρα μόλις πέσανε ‘ς το φούντος. Σ’ένα χρόνο μέσα ήρθανε κάτι πειραταί ‘ς το είτονα (σ’ένα αυλάκι κεί) Αυτοί βγαίνουνε έξω και πάνε και συναντούνε την εκκλησία (την Αγιά)και παίρνουν την εικόνα και την πάνε ‘ς το καίκι κι αφού την επήγανε εκεί αρχίσανε κ’εκαθαρίζανε τα’ασήμια από πάνω. Ο μάγερας του καικιού την έβαλε χάμαι κέβαλε το κρέας και το ‘κανε μερίδες πάνω. Αφού φάγανε έβαλε μπρός το καίκι για να φύγη. Αλλά το καίκι ούτε μπρός πήγαινε ούτ’απίσω. Λέει ένα απ’αυτόν. Μήπως έγινε γι αυτό το παλιοσσάνιδο που βάλαμενε μέσα;τ’ακούνε οι άλλοι το πετούνε ‘ς τη θάλασσα. Μόλις το πετάξανε ‘ς τη θάλασσα έκανε δυό τρείς στροφές και εβυθίστηνε. Η εικόνα η Παρθένα βγήκε ‘ς της Κεράς το λιμνάρι (εκεί κοντά). Ενύχτωσε ο Θεός και άναψανε τρείς λαμπάδες μπροστά ‘ς την εικόνα. Οι τσοπαναρέοι είδανε τρία φώτα αντίκρυ ντωνε, λέει δε μπάμε να δούμε τι συμβαίνει; Φεύγουνε οι δυό και πάν’και βρίσκουν την Παρθένα. Αμέσως ειδοποιήσανε τον ιδιοχτήτη και την πήγανε ‘ς την εκκλησία. Όποιος θέλει να πιστέψη πάει και βλέπει τσι μαναριές από πίσω.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Σ του Μουλά (μια ώρα μακρυά από τον Απόλλωνα) Αντρόνικος (ς την ίδια τοποθεσία)Αντρειόνος (κοντά ‘ς τις προηγούμενες τοποθεσίες). Είχανε να πούνε εκίνε τα χρόνια ότι αυτοί ήτο τρία αδέρφια κ’είχαν αποθάνει κ’είχανε λέει βρικολακιάσει και δεν επέρνα άθρωπος ‘ς το μέρος αυτό. Καμμιά φορά πλησίον της Κωμιακής είχανε μια μάντρα ‘ς τη Πλατοβόλα (ή σώματα)ζά (αιγοπρπόβατα)και λέει ένας : όποιος θέλει να μου βάλη στοίχημα να πάρω ‘γώ τα ζά να τα κατεβάσω κάτω. Ήβαλενε στοίχημα πήρε τα ζά κ’έφυγε. Τα ζά κατεβήκανε κ’επιάσνα τσι βραχές αυτός του Μουλά, τα’ Αντρόνικου και τ’Αντρειόου. Το βράδυ επήε αυτός να κοιμηθή σ’ένα μητάτο ‘ς το ιερό τση Κολόκυθος. Τη νύχτα ακούει αυτός μια φωνή κ’εφώναζενε ο Μουλάς τ’ Αντρειόου να πάη ‘ς τη σκαμνιά των Αελώ να πάρη τη τσιπίδα που ‘ναι μέσ’ς τη Κουφαλιά τσή σκαμνιάς (μουριάς)και να πάη ‘ς το ιερό τση Κολόκυθος να κουρέψουν τα πρόβατα. Αυτός σηκώθηκε και εφοβήθηκε τα σκυλιά πολεμούσανε να μπούνε από τα’ αμποδιώνοι τω βρακώ ντου μέσα. Απότι ξημέρωσε πήρε αυτός τα ζά κ επήγε ‘ς τη μάντρα και λέει ‘ς τσι βοσκοί, συχωρέστε μου κι ο Θεός συχωρέσ’σας διότι εμένα μ’εχάλασανε ο Μουλάς, Αντρόνικος κι Αντρειόος και θα πεθάνω. Εσυχωρέθηκεν εκεί πια κ’επέθανενε. Μετά καιτό επήρε από την Αγιά την εκκλησία τα άγια μυστήρια ο παπάς κ’επήγε ‘ς τον παλιόπυργο (είναι ΄ς την Αγιά πιο εδώ λιγάκι)και ήτανε μέσα σ’ένα αλώνι τα τρία θερία αυτά κ’εχορεύανε. Λέει ο παπάς μηστή Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου κ’επέσανε ‘ς τη θάλασσα. Εστράφηνε η θάλασσα μέσα περίπου από τρακόσα μέτρα μόλις πέσανε ‘ς το φούντος. Σ’ένα χρόνο μέσα ήρθανε κάτι πειραταί ‘ς το είτονα (σ’ένα αυλάκι κεί) Αυτοί βγαίνουνε έξω και πάνε και συναντούνε την εκκλησία (την Αγιά)και παίρνουν την εικόνα και την πάνε ‘ς το καίκι κι αφού την επήγανε εκεί αρχίσανε κ’εκαθαρίζανε τα’ασήμια από πάνω. Ο μάγερας του καικιού την έβαλε χάμαι κέβαλε το κρέας και το ‘κανε μερίδες πάνω. Αφού φάγανε έβαλε μπρός το καίκι για να φύγη. Αλλά το καίκι ούτε μπρός πήγαινε ούτ’απίσω. Λέει ένα απ’αυτόν. Μήπως έγινε γι αυτό το παλιοσσάνιδο που βάλαμενε μέσα;τ’ακούνε οι άλλοι το πετούνε ‘ς τη θάλασσα. Μόλις το πετάξανε ‘ς τη θάλασσα έκανε δυό τρείς στροφές και εβυθίστηνε. Η εικόνα η Παρθένα βγήκε ‘ς της Κεράς το λιμνάρι (εκεί κοντά). Ενύχτωσε ο Θεός και άναψανε τρείς λαμπάδες μπροστά ‘ς την εικόνα. Οι τσοπαναρέοι είδανε τρία φώτα αντίκρυ ντωνε, λέει δε μπάμε να δούμε τι συμβαίνει; Φεύγουνε οι δυό και πάν’και βρίσκουν την Παρθένα. Αμέσως ειδοποιήσανε τον ιδιοχτήτη και την πήγανε ‘ς την εκκλησία. Όποιος θέλει να πιστέψη πάει και βλέπει τσι μαναριές από πίσω.

Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (EL)

Παραδόσεις

Νάξος, Απόλλων


1960




Λ. Α. αρ. 2342, σελ. 128 – 130, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Απόλλων), 1960

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.