Μιαν φορά κι έναν καιρό ήταν μια μπάμπω κ’είχ’ ένα παιδί που το λεγαν Αλέξη. Όταν εμεγάλωσε το παιδί το στειλεν γ μπάμπω ‘ς τα ξένα, ‘ς την Ανατολή. Πέθανε το παιδί εκεί και βγήκε βρουκόλακας κι έκαμνιν πολλά νζαράλια κει ‘ς την Ανατολή. Έτρωγιν τ’αλεύρι, το ξρνούσι ουδ’ εκεί που το τρωγεν. Έτρωγε την λίγδα και το ξερνούσι μέσ’ς την στάμνα. Από τα πολλά ζαράλια που κάμνεν εκεί, οι μαγίστρες με τα μαγικά των το στειλαν ‘ς την μπάμπω, σπίτι του. Σαν ήρθε ‘ς το σπίτι τα’ο βρυκόλακας δεν άφηνε την μπάμπω. Τα δυο αντάμα. Έφκειακιν πιτα η μπάμπω και πάη ο βρικόλακας και την έφαγε και την ξέρασι ούδε μέσα ‘ς το τεψί. Μια μέρα έβρασεν η μπάμπω καλαμπούκι. Έφαγε η μπάμπω, τι έφαγεν, τ’άλλο το βαλεν ‘ς του νεροχύτ’. ‘Ε!, πάει ο βρικόλκας και το φάγι το καλαμπούκι. Τον είδ’η μπάμπω και τον κυνήγησι με το δαυλί, και τον πουλέμησι με το δαυλί. Έ, έφυγεν ολίγον και πάλι πάει ο βρουκόλακας ς’ τον ίδιο τον τόπο και το ξέρασι το καλαμπούκι όλο. Τι να κάμη η μπάμπω! Ύστερα ήφερε κ’έναν παπά να ξενουμίση τον βρουκόλακα. Έκαμι, τι έκαμι κι ο παπάς με τις ευχές, δεν μπόρησι να τον ξενομίση. Λέει, κόμα ένα, ο παπάς την μπάμπω να κάμουμε. Είπ’η μπάμπω κ τι θα κάμουμε; Αν μπουρήσουμε καλά να τον ξενουμίσουμε, καλά. Δεν μπορέσαμε; Ύστερα όπως θα κάμωμεν, θα κάμωμεν. Είπε η μπάμπω ‘’τι θα κάμουμε, παπά; -Θα πάς να μάσης σαράντα στουρνάρια που το ποτάμι. Όσο να σώσ’ ο παπάς τα λόγια ο βρουκόλακας πάει και τα μασεν τα στουρνάρια και τον κτύπησι τον παπά ‘ς τς μύτες με τα στουρνάρια απου πάν απ’να γρεντία. Ύστερα ο παπάς είπε την μπάμπω’’τώρα τι να κάμουμε, μπάμπω, δεν μπουρούμε να τον ξενουμείσουμε. Ύστερα πα΄λι με ιλιάτοια η μπάμπω τον ξενόμισε πίσω ‘ς την Ανατολή και ‘ς του δρόμον που πήγαινε τον έφαγιν ο λύκος του βρουκόλακα. (ζαράλια=ζημίας, γρέντια=δοκός, ιλιάτοια=φάρμακα)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών