Ναι γυναίκα αγιασμένη έγλεπε τα’αερικά, τα στοιχειά κι ούλα που δε γλέπεις εσύ. Πήγε σ’έναν πλούσιο που πέθαινε, γλέπει τα σκυλιά απόξω στην πόρτα του, ήταν οι δαιμόνοι να καρτεράνε την ψυχή του, άρχισε τα κλάηματα <Ρέ, λέει η πεθερά της, ‘’αγαπητικό τον είχε’’. Πέθανε κι ένας φτωχός είδε απόξω στην πόρτα του αρνάκια, απιδάκια αγγέλοι ήτανε να καρτεράνε για την ψυχή του –άρχισε και γέλαγε. ‘’Ρε’’, λέει πάλε η πεθερά της, ‘’δεν τον λυπάται που είχε παιδάκια’’ πάει και τα μαρτυράει στον άντρα της. ‘’Θα μας πής της λέει εκείνος. ‘’αν σας ειπώ, θα πεθάνω’’κείνος δεν την πίστευε <Φτειάσε πρώτα την κάσα’’ του λέει : <έτσι κι έτσι, δεν τον αγάπαγα, τον λυπήθηκα> Ω; που ναν τα ειπή, ναν τα καλοειπή, άνοιξε το στόμα, βγήκε η ψυχούλα της. Βάργε το κεφάλι του στερνά ο άντρας της, αλλά πάει, το πουλί πέταξε.

Ναι γυναίκα αγιασμένη έγλεπε τα’αερικά, τα στοιχειά κι ούλα που δε γλέπεις εσύ. Πήγε σ’έναν πλούσιο που πέθαινε, γλέπει τα σκυλιά απόξω στην πόρτα του, ήταν οι δαιμόνοι να καρτεράνε την ψυχή του, άρχισε τα κλάηματα <Ρέ, λέει η πεθερά της, ‘’αγαπητικό τον είχε’’. Πέθανε κι ένας φτωχός είδε απόξω στην πόρτα του αρνάκια, απιδάκια αγγέλοι ήτανε να καρτεράνε για την ψυχή του –άρχισε και γέλαγε. ‘’Ρε’’, λέει πάλε η πεθερά της, ‘’δεν τον λυπάται που είχε παιδάκια’’ πάει και τα μαρτυράει στον άντρα της. ‘’Θα μας πής της λέει εκείνος. ‘’αν σας ειπώ, θα πεθάνω’’κείνος δεν την πίστευε <Φτειάσε πρώτα την κάσα’’ του λέει : <έτσι κι έτσι, δεν τον αγάπαγα, τον λυπήθηκα> Ω; που ναν τα ειπή, ναν τα καλοειπή, άνοιξε το στόμα, βγήκε η ψυχούλα της. Βάργε το κεφάλι του στερνά ο άντρας της, αλλά πάει, το πουλί πέταξε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ναι γυναίκα αγιασμένη έγλεπε τα’αερικά, τα στοιχειά κι ούλα που δε γλέπεις εσύ. Πήγε σ’έναν πλούσιο που πέθαινε, γλέπει τα σκυλιά απόξω στην πόρτα του, ήταν οι δαιμόνοι να καρτεράνε την ψυχή του, άρχισε τα κλάηματα <Ρέ, λέει η πεθερά της, ‘’αγαπητικό τον είχε’’. Πέθανε κι ένας φτωχός είδε απόξω στην πόρτα του αρνάκια, απιδάκια αγγέλοι ήτανε να καρτεράνε για την ψυχή του –άρχισε και γέλαγε. ‘’Ρε’’, λέει πάλε η πεθερά της, ‘’δεν τον λυπάται που είχε παιδάκια’’ πάει και τα μαρτυράει στον άντρα της. ‘’Θα μας πής της λέει εκείνος. ‘’αν σας ειπώ, θα πεθάνω’’κείνος δεν την πίστευε <Φτειάσε πρώτα την κάσα’’ του λέει : <έτσι κι έτσι, δεν τον αγάπαγα, τον λυπήθηκα> Ω; που ναν τα ειπή, ναν τα καλοειπή, άνοιξε το στόμα, βγήκε η ψυχούλα της. Βάργε το κεφάλι του στερνά ο άντρας της, αλλά πάει, το πουλί πέταξε.

Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Μανιάκι


1944




Αρ. 1508, σελ. 78, Μ. Τσάκωνα, Μανιάκι, 1944

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.