Στα παλιά χρόνια που συνακουγόμαστε, κουβεντιάζαμε μαθές με το Θεό, ο Θεός τότενες ήτανε χαμηλά κι όλα ήτανε καλά, έπειτα ωργίστηκε με τα έργατά μας και ανέβηκε ψηλά και δεν μας ακούει πια. Στα μικρά μας χρόνια όμως ήτανε αλήθεια τόσο χαμηλά, που τον έφτασε το βόιδι και τον έγλειψε και το ευκήθηκε ο θεός το βόιδι, μια ώρα να τρώη κι έπειτα να πυρώνεται, ενώ τα’άλογο τρώει τρώει και δεν τλώνεται. Τότενες λοιπόν ήτανε συνακοή και ζούσανε και οι Νεράιδες και χορεύανε και λέγανε:Νάηξεραν οι μαννούλες τους να βάναν των παιδιών τους λίβανο και πήγανο κι έν’άλλο πραματάκι. Αυτό το άλλο πραματάκι οι άντρωποι δεν μπορούσανε να το βρούνε, ποιο νοούσανε οι Νεράιδες. Δοκιμάζανε τόνα, δοκιμάζανε τ’άλλο, ως που το βρήκανε, γιάνανε από μια αρρώστια. Αυτό ήτανε η Τραγουλιά. Η Τραγουλιά αυτή είναι ξυλάκι κομμένο από ένα χαμόκλαρο, αυτό δεν το πίνουνε, για φυλαχτό τόχουνε, μαζί με λίβανο και πήγανο, όπως μολογάγανε οι Νεράιδες.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών