Ξέρουνε τα ζωντόβολα θαμάσια πράματα. Μούγκριζε το βόδι ενού κι έκλαιγε :σκοτώθηκε το παιδί του στον πόλεμο. Τα βόιδια έναι τα πιο καλά. Αφρουγκάσου να ιδής. Σ’ένα χωριό σπέρνανε σήμερα, την ταχονή ήτανε κιόλας ρφυτρωμένα. Του παπά μονάχα δε φύτρωνε. Πέρνασε η ναι αυγή, πέρνασε η γι-άλλη, τίποτα. Περνάγανε οι γι-άλλο ζευγολάτες, τηράγανε, το γέννημα αφύτρογο. –Ρε τι κάνεις, λένε στον ψυχογιά του παπά, το γέννημα που πάς στο χωράφι; -Το σπέρνω, τους λέει εκείνος. –Άμ που δεν έναι φυτρωμένο; -Άμ πότε κιόλα να φυτρώση; Εγώ χτές το ‘σπειρα. –Άμ πόσο κάνει στο χωριό σου; -Σαράντα ημέρες. –Σαράντα ημέρες; Τους πατέρες τι τους κάνουτε ρέ; Του λένε. –Ποιους πατέρες; -Τα βόιδα. Τι τους κάνουτε άμα γερνάνε; -Τα σφάζουνε και τα τρώμε. Γυρίζει τότε ο παπάς: -Πόσο κάνει ο κόπος σου τούτες τις ημέρες που είσαι στη δούλεψή μου; -Τόσο. Τον λογάριασε, τον πλήρωσε και τον έδιωξε. ‘’Ακούς, τους πατέρες που μας ανασταίνουνε, κάνουνε το ζευγάρι και παίρνεις εσύ οκάδες το σιτάρι και τρώς και ζής εσύ και τα παιδιά σου και σύ να τους τρώς; Στον τόπο εκείνον, άμα γερνάγανε τα βόιδα και πεθαίνανε, τα θάφτανε…
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών