Παλιά που ήταν αθώος ο κόσμος κι ο ουρανός πιο κοντά στη γής, όσα παραμύθια λένε ήτανε σωστά. Και τώρα γώ θα σου μολοήσω ένα για της Τετάρτης το βίος : Δυο-τρείς γυναίκες καθόντανε τα βράδια και γνέθανε παίρνει κ’ η Τετάρτη τη ρόκα της, πάει και γνέθει κι αυτή μαζί. Εκείνες δεν τη γνωρίσανε, γιατί έμοιαζε με κάποια γειτίνισσα και την πήρανε για κείνη. Κάθησε λίγια ώρα, την κοιτάνε, σηκώνεται, βγάνει τα παπούτσια και τη ρόκα της και κατούρησε χάμου στο σπίτι. Από τις γυναίκες που νυχτερεύανε μια είχε αντίληψη για τις Τετάρτες και καταλαβε πως θα γενή κακό το είπε και στις άλλες και το καταλάβανε και τα πετάξανε όλα όξω από το σπίτι, σκάψανε και χώσανε και το κάτουρο. Εκείνη, η Τετάρτη πήγε στο νεκροταφείο κι έβγαλε ένα φρεσκοπεθαμένο κι αυτόν τον έβγαλε, για να φέρη να τις ταιση που γνέθανε την Τετάρτη. Λοιπόμ οι γυναίκες τα είχανε πετάξει τα πράματά της κ’ήρθε αυτή και μιλάει :- Τόκα, ρόκα, άνοιξε μου- Είμαι όξω πεταμένη –παπούτσια, ανοίχτε μου-είμαστ’ όξω πεταμένα- Κάτουρο, άνοιξε μου-είμαι μέσ’στη γής χωμένο. Άει, καημένες μου, είπε τότες η Τετάρτη, μου τη φτιάσατε και τους άφηκε στη πόρτα τον πεθαμένο στηλωμένονε και μαρμακωμένο. Γι αυτό δε γνέθανε άλλοτες τις Τετάρτες τις φυλάγανε, γιατί παθαίναμε κακοί αλλά τράβηξε κι ο θεός χέι, είδε κι απόειδε και δουλεύουμε.

Παλιά που ήταν αθώος ο κόσμος κι ο ουρανός πιο κοντά στη γής, όσα παραμύθια λένε ήτανε σωστά. Και τώρα γώ θα σου μολοήσω ένα για της Τετάρτης το βίος : Δυο-τρείς γυναίκες καθόντανε τα βράδια και γνέθανε παίρνει κ’ η Τετάρτη τη ρόκα της, πάει και γνέθει κι αυτή μαζί. Εκείνες δεν τη γνωρίσανε, γιατί έμοιαζε με κάποια γειτίνισσα και την πήρανε για κείνη. Κάθησε λίγια ώρα, την κοιτάνε, σηκώνεται, βγάνει τα παπούτσια και τη ρόκα της και κατούρησε χάμου στο σπίτι. Από τις γυναίκες που νυχτερεύανε μια είχε αντίληψη για τις Τετάρτες και καταλαβε πως θα γενή κακό το είπε και στις άλλες και το καταλάβανε και τα πετάξανε όλα όξω από το σπίτι, σκάψανε και χώσανε και το κάτουρο. Εκείνη, η Τετάρτη πήγε στο νεκροταφείο κι έβγαλε ένα φρεσκοπεθαμένο κι αυτόν τον έβγαλε, για να φέρη να τις ταιση που γνέθανε την Τετάρτη. Λοιπόμ οι γυναίκες τα είχανε πετάξει τα πράματά της κ’ήρθε αυτή και μιλάει :- Τόκα, ρόκα, άνοιξε μου- Είμαι όξω πεταμένη –παπούτσια, ανοίχτε μου-είμαστ’ όξω πεταμένα- Κάτουρο, άνοιξε μου-είμαι μέσ’στη γής χωμένο. Άει, καημένες μου, είπε τότες η Τετάρτη, μου τη φτιάσατε και τους άφηκε στη πόρτα τον πεθαμένο στηλωμένονε και μαρμακωμένο. Γι αυτό δε γνέθανε άλλοτες τις Τετάρτες τις φυλάγανε, γιατί παθαίναμε κακοί αλλά τράβηξε κι ο θεός χέι, είδε κι απόειδε και δουλεύουμε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Παλιά που ήταν αθώος ο κόσμος κι ο ουρανός πιο κοντά στη γής, όσα παραμύθια λένε ήτανε σωστά. Και τώρα γώ θα σου μολοήσω ένα για της Τετάρτης το βίος : Δυο-τρείς γυναίκες καθόντανε τα βράδια και γνέθανε παίρνει κ’ η Τετάρτη τη ρόκα της, πάει και γνέθει κι αυτή μαζί. Εκείνες δεν τη γνωρίσανε, γιατί έμοιαζε με κάποια γειτίνισσα και την πήρανε για κείνη. Κάθησε λίγια ώρα, την κοιτάνε, σηκώνεται, βγάνει τα παπούτσια και τη ρόκα της και κατούρησε χάμου στο σπίτι. Από τις γυναίκες που νυχτερεύανε μια είχε αντίληψη για τις Τετάρτες και καταλαβε πως θα γενή κακό το είπε και στις άλλες και το καταλάβανε και τα πετάξανε όλα όξω από το σπίτι, σκάψανε και χώσανε και το κάτουρο. Εκείνη, η Τετάρτη πήγε στο νεκροταφείο κι έβγαλε ένα φρεσκοπεθαμένο κι αυτόν τον έβγαλε, για να φέρη να τις ταιση που γνέθανε την Τετάρτη. Λοιπόμ οι γυναίκες τα είχανε πετάξει τα πράματά της κ’ήρθε αυτή και μιλάει :- Τόκα, ρόκα, άνοιξε μου- Είμαι όξω πεταμένη –παπούτσια, ανοίχτε μου-είμαστ’ όξω πεταμένα- Κάτουρο, άνοιξε μου-είμαι μέσ’στη γής χωμένο. Άει, καημένες μου, είπε τότες η Τετάρτη, μου τη φτιάσατε και τους άφηκε στη πόρτα τον πεθαμένο στηλωμένονε και μαρμακωμένο. Γι αυτό δε γνέθανε άλλοτες τις Τετάρτες τις φυλάγανε, γιατί παθαίναμε κακοί αλλά τράβηξε κι ο θεός χέι, είδε κι απόειδε και δουλεύουμε.

Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Μανιάκι


1938




Αρ. 1478, σελ. 61, Μ. Τσάκωνα, Μανιάκι Μεσσηνίας, 1941

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/297654



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.