Εν Μεγάροις θέλοντες να παραστήσωσιν, ότι το επάγγελμα του αιπόλου είναι άχαρι, εις πολλούς κόπους υποβάλλον το ποιμένα, λέγουσι την φράσιν: <τα γίδια είναι του όρνιου η κοτσιλία.>. Γραία δε τις μοί εξήγησε τι εννοεί η φράσις αύτη δια της εξής διηγήσεως. <Ο Χρίστος μία βολά εγκεζάραε στη γή τα’αι πήγαινε ένα δρόμο. Κατάστρατα απάντητσ’ε ένα στρατουλάτη τα’αι κοντά ‘ς αυτόνε ένα νάλλονε. <Να ρθώ τα’εγώ κοντά; -Έλα, >λέει τους ο Χριστός. Ήτουνε φτωχοί αθρώποι τα’αι οι δύο τα’αι πηγαίνανε ζητώντας λιγάζα ψωμάκι, λιγάζα τυράκι, πόντες δώ πόντες τα’ει. Έ! Καθήκανε σε μια άκρη να ξαποστάσουνε. Ντός βλέπουνε ένα κοπάδι κουρούνες που καθώτουσαν στα βράχια. <Ά!λέει του του Χριστού ο ένας, να είχαμε τούτες τοις κουρούνες, πρόβατα, γίδια, να ντ’αρμέγαμε, να δύναμαι όλου του κόσμου. –Έ! Δεν το καμες έτσι, λέει του ο Χριστός.-Εγώ!άμα το είχα γίδια, θα διδα σε μικρούς και μεγάλους. ‘Ε!Καλά!λέει του ο Χριστός, να γίδια και πάρ’τα.>Τα’αι ταμάμ εγινήκανε γίδια. Αυτός από τη χαρά του ούτε φκαριστώ δεν είπενε αλλά έτρεξε ‘ς ετσ’είναι. Μα έλα που δε μπόραγε να τα πιάση και να ντ’αρμέξη. <Χριστέ μου, λέει, έκαμες ένα θάμα, μα δε στέκονται να ντ’αρμέξω. Κάν’τα να σταθούν.> Τα’αι ο Χριστός τα καψε τα γόνατα, τα’αι λέπεις που είναι καιμένα;ποστότες είναι καιμένα!Τσ’αι ύστερα γονατήκανε τα’αι τα’άρμεγε. Φεύγει τα’είθε ο Χριστός τα’αι πάει το δρόμο του. Πο κοντά ο άλλος στατουλάτης. Πάει περα πέρα τα’απαντήκανε μια βρύση, που έτρεχε πόταμος το νερό και σαν κρούσταλλο. Έ!τσ’αι να τρεχε τούτ’ η βρύση κρασί να δίδαμε σε όλους τους στρατουλάτες. –Ναι άς λέεις, λέει ο Χριστός, δε θα ντο δινες.-Πώς! Άς την είχα γώ τα’αι θα των έδιδα> Τα’αι ώ του θάμα σου!Αμέσως αρχίνητσ’ε ο κάλανος να τρέχη κρασί. Άς είναι, χερέτητσε τονε τα’αι σηκώνεται τα’αι φεύγει. Παίρνει μια στράτι, παίρνει άλλη, πάει πόθε, πάει τα’είθε. Πέρατσ’ε τα’αιρός. Περνάει από τα’είνονε που του χε δομένα τα γίδια. Αυτός είχε κάμει τα’αι στάνη τα’αι ολημερίς με τα γίδια παιδευότανε. <Δώσε μου τα’αι μένα λιγάζα γαλάτσι, λιγάζα τυράτσι. –Δε δίνουμε δωπέρα γαλάτσι τα’αι τυράτσι. Άε φύγε,>λέει του Χριστού. Κάμει τα’είνος πέρα τα’αι πάει. Κρά! Κρά! Κρά!Τα γίδια γινήκανε πάλι κουρούνες πάνω στα βράχια τα’αι αμέσως πετάξανε τα’αι πάν και αφήκανε μόνο τοις κοτσιλιές του στον τσοπάνη. Πήρε τα’είνος χαμπάρι πως ήτανε τα’είνος ο στρατουλάτης ο Χριστός τα’αι τρέχει να τον προφτάκη, μα πού!Τσ’έτσι για όφελος του τσοπάνη τα’αφήκανε τοις κοτσιλίες του τα’αι την αγκλίτσα και το παθε σαν τα’ετσ’είνο που λέει κουμπάρα κουμπάρα, πάψε ντρουβάλα, μήτε τυρί, μήτε γάλα. Άς αφήσωμε τα’είνονε τον αχάριστο, που δεν έδωτσ’ε στο Χριστό,προσκυνούμε τόνε, γαλάτσι, να δούμε ντα παθε τα’είνος με τη βρύση. Ο Χριστός, παιδάτσ’ι μου, δε γκάθεται, περνάει, περνάει στον ένα, πάει στον άλλο, λέπει, κάνει το θέλημά του, τα’αλί οπού θυμώσει. Πάει που λέεις τα’αι βρίσκει τα’είνον με το κρασί. <Δε μου δίδεις λίγο κρασάκι, που μια αποσταμένος; -Έχεις παράδες; -όχι κάψο, δώσ’μου λιγάζα, που μ’αποσταμένος, διψομένος, πεθύμηκά το. –Άει κείθε που ρθες>Σηκώνεται ο Χριστός φεύγει. Πάει παρακάτω. Βρρρρ!!!η βρύση νεράκι. Τρέχει ο δόλιος να τονε προφτάκη. Πού!!! Να χε τα’άλλα η κατσία μας να τρωγε.

Εν Μεγάροις θέλοντες να παραστήσωσιν, ότι το επάγγελμα του αιπόλου είναι άχαρι, εις πολλούς κόπους υποβάλλον το ποιμένα, λέγουσι την φράσιν: <τα γίδια είναι του όρνιου η κοτσιλία.>. Γραία δε τις μοί εξήγησε τι εννοεί η φράσις αύτη δια της εξής διηγήσεως. <Ο Χρίστος μία βολά εγκεζάραε στη γή τα’αι πήγαινε ένα δρόμο. Κατάστρατα απάντητσ’ε ένα στρατουλάτη τα’αι κοντά ‘ς αυτόνε ένα νάλλονε. <Να ρθώ τα’εγώ κοντά; -Έλα, >λέει τους ο Χριστός. Ήτουνε φτωχοί αθρώποι τα’αι οι δύο τα’αι πηγαίνανε ζητώντας λιγάζα ψωμάκι, λιγάζα τυράκι, πόντες δώ πόντες τα’ει. Έ! Καθήκανε σε μια άκρη να ξαποστάσουνε. Ντός βλέπουνε ένα κοπάδι κουρούνες που καθώτουσαν στα βράχια. <Ά!λέει του του Χριστού ο ένας, να είχαμε τούτες τοις κουρούνες, πρόβατα, γίδια, να ντ’αρμέγαμε, να δύναμαι όλου του κόσμου. –Έ! Δεν το καμες έτσι, λέει του ο Χριστός.-Εγώ!άμα το είχα γίδια, θα διδα σε μικρούς και μεγάλους. ‘Ε!Καλά!λέει του ο Χριστός, να γίδια και πάρ’τα.>Τα’αι ταμάμ εγινήκανε γίδια. Αυτός από τη χαρά του ούτε φκαριστώ δεν είπενε αλλά έτρεξε ‘ς ετσ’είναι. Μα έλα που δε μπόραγε να τα πιάση και να ντ’αρμέξη. <Χριστέ μου, λέει, έκαμες ένα θάμα, μα δε στέκονται να ντ’αρμέξω. Κάν’τα να σταθούν.> Τα’αι ο Χριστός τα καψε τα γόνατα, τα’αι λέπεις που είναι καιμένα;ποστότες είναι καιμένα!Τσ’αι ύστερα γονατήκανε τα’αι τα’άρμεγε. Φεύγει τα’είθε ο Χριστός τα’αι πάει το δρόμο του. Πο κοντά ο άλλος στατουλάτης. Πάει περα πέρα τα’απαντήκανε μια βρύση, που έτρεχε πόταμος το νερό και σαν κρούσταλλο. Έ!τσ’αι να τρεχε τούτ’ η βρύση κρασί να δίδαμε σε όλους τους στρατουλάτες. –Ναι άς λέεις, λέει ο Χριστός, δε θα ντο δινες.-Πώς! Άς την είχα γώ τα’αι θα των έδιδα> Τα’αι ώ του θάμα σου!Αμέσως αρχίνητσ’ε ο κάλανος να τρέχη κρασί. Άς είναι, χερέτητσε τονε τα’αι σηκώνεται τα’αι φεύγει. Παίρνει μια στράτι, παίρνει άλλη, πάει πόθε, πάει τα’είθε. Πέρατσ’ε τα’αιρός. Περνάει από τα’είνονε που του χε δομένα τα γίδια. Αυτός είχε κάμει τα’αι στάνη τα’αι ολημερίς με τα γίδια παιδευότανε. <Δώσε μου τα’αι μένα λιγάζα γαλάτσι, λιγάζα τυράτσι. –Δε δίνουμε δωπέρα γαλάτσι τα’αι τυράτσι. Άε φύγε,>λέει του Χριστού. Κάμει τα’είνος πέρα τα’αι πάει. Κρά! Κρά! Κρά!Τα γίδια γινήκανε πάλι κουρούνες πάνω στα βράχια τα’αι αμέσως πετάξανε τα’αι πάν και αφήκανε μόνο τοις κοτσιλιές του στον τσοπάνη. Πήρε τα’είνος χαμπάρι πως ήτανε τα’είνος ο στρατουλάτης ο Χριστός τα’αι τρέχει να τον προφτάκη, μα πού!Τσ’έτσι για όφελος του τσοπάνη τα’αφήκανε τοις κοτσιλίες του τα’αι την αγκλίτσα και το παθε σαν τα’ετσ’είνο που λέει κουμπάρα κουμπάρα, πάψε ντρουβάλα, μήτε τυρί, μήτε γάλα. Άς αφήσωμε τα’είνονε τον αχάριστο, που δεν έδωτσ’ε στο Χριστό,προσκυνούμε τόνε, γαλάτσι, να δούμε ντα παθε τα’είνος με τη βρύση. Ο Χριστός, παιδάτσ’ι μου, δε γκάθεται, περνάει, περνάει στον ένα, πάει στον άλλο, λέπει, κάνει το θέλημά του, τα’αλί οπού θυμώσει. Πάει που λέεις τα’αι βρίσκει τα’είνον με το κρασί. <Δε μου δίδεις λίγο κρασάκι, που μια αποσταμένος; -Έχεις παράδες; -όχι κάψο, δώσ’μου λιγάζα, που μ’αποσταμένος, διψομένος, πεθύμηκά το. –Άει κείθε που ρθες>Σηκώνεται ο Χριστός φεύγει. Πάει παρακάτω. Βρρρρ!!!η βρύση νεράκι. Τρέχει ο δόλιος να τονε προφτάκη. Πού!!! Να χε τα’άλλα η κατσία μας να τρωγε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Εν Μεγάροις θέλοντες να παραστήσωσιν, ότι το επάγγελμα του αιπόλου είναι άχαρι, εις πολλούς κόπους υποβάλλον το ποιμένα, λέγουσι την φράσιν: <τα γίδια είναι του όρνιου η κοτσιλία.>. Γραία δε τις μοί εξήγησε τι εννοεί η φράσις αύτη δια της εξής διηγήσεως. <Ο Χρίστος μία βολά εγκεζάραε στη γή τα’αι πήγαινε ένα δρόμο. Κατάστρατα απάντητσ’ε ένα στρατουλάτη τα’αι κοντά ‘ς αυτόνε ένα νάλλονε. <Να ρθώ τα’εγώ κοντά; -Έλα, >λέει τους ο Χριστός. Ήτουνε φτωχοί αθρώποι τα’αι οι δύο τα’αι πηγαίνανε ζητώντας λιγάζα ψωμάκι, λιγάζα τυράκι, πόντες δώ πόντες τα’ει. Έ! Καθήκανε σε μια άκρη να ξαποστάσουνε. Ντός βλέπουνε ένα κοπάδι κουρούνες που καθώτουσαν στα βράχια. <Ά!λέει του του Χριστού ο ένας, να είχαμε τούτες τοις κουρούνες, πρόβατα, γίδια, να ντ’αρμέγαμε, να δύναμαι όλου του κόσμου. –Έ! Δεν το καμες έτσι, λέει του ο Χριστός.-Εγώ!άμα το είχα γίδια, θα διδα σε μικρούς και μεγάλους. ‘Ε!Καλά!λέει του ο Χριστός, να γίδια και πάρ’τα.>Τα’αι ταμάμ εγινήκανε γίδια. Αυτός από τη χαρά του ούτε φκαριστώ δεν είπενε αλλά έτρεξε ‘ς ετσ’είναι. Μα έλα που δε μπόραγε να τα πιάση και να ντ’αρμέξη. <Χριστέ μου, λέει, έκαμες ένα θάμα, μα δε στέκονται να ντ’αρμέξω. Κάν’τα να σταθούν.> Τα’αι ο Χριστός τα καψε τα γόνατα, τα’αι λέπεις που είναι καιμένα;ποστότες είναι καιμένα!Τσ’αι ύστερα γονατήκανε τα’αι τα’άρμεγε. Φεύγει τα’είθε ο Χριστός τα’αι πάει το δρόμο του. Πο κοντά ο άλλος στατουλάτης. Πάει περα πέρα τα’απαντήκανε μια βρύση, που έτρεχε πόταμος το νερό και σαν κρούσταλλο. Έ!τσ’αι να τρεχε τούτ’ η βρύση κρασί να δίδαμε σε όλους τους στρατουλάτες. –Ναι άς λέεις, λέει ο Χριστός, δε θα ντο δινες.-Πώς! Άς την είχα γώ τα’αι θα των έδιδα> Τα’αι ώ του θάμα σου!Αμέσως αρχίνητσ’ε ο κάλανος να τρέχη κρασί. Άς είναι, χερέτητσε τονε τα’αι σηκώνεται τα’αι φεύγει. Παίρνει μια στράτι, παίρνει άλλη, πάει πόθε, πάει τα’είθε. Πέρατσ’ε τα’αιρός. Περνάει από τα’είνονε που του χε δομένα τα γίδια. Αυτός είχε κάμει τα’αι στάνη τα’αι ολημερίς με τα γίδια παιδευότανε. <Δώσε μου τα’αι μένα λιγάζα γαλάτσι, λιγάζα τυράτσι. –Δε δίνουμε δωπέρα γαλάτσι τα’αι τυράτσι. Άε φύγε,>λέει του Χριστού. Κάμει τα’είνος πέρα τα’αι πάει. Κρά! Κρά! Κρά!Τα γίδια γινήκανε πάλι κουρούνες πάνω στα βράχια τα’αι αμέσως πετάξανε τα’αι πάν και αφήκανε μόνο τοις κοτσιλιές του στον τσοπάνη. Πήρε τα’είνος χαμπάρι πως ήτανε τα’είνος ο στρατουλάτης ο Χριστός τα’αι τρέχει να τον προφτάκη, μα πού!Τσ’έτσι για όφελος του τσοπάνη τα’αφήκανε τοις κοτσιλίες του τα’αι την αγκλίτσα και το παθε σαν τα’ετσ’είνο που λέει κουμπάρα κουμπάρα, πάψε ντρουβάλα, μήτε τυρί, μήτε γάλα. Άς αφήσωμε τα’είνονε τον αχάριστο, που δεν έδωτσ’ε στο Χριστό,προσκυνούμε τόνε, γαλάτσι, να δούμε ντα παθε τα’είνος με τη βρύση. Ο Χριστός, παιδάτσ’ι μου, δε γκάθεται, περνάει, περνάει στον ένα, πάει στον άλλο, λέπει, κάνει το θέλημά του, τα’αλί οπού θυμώσει. Πάει που λέεις τα’αι βρίσκει τα’είνον με το κρασί. <Δε μου δίδεις λίγο κρασάκι, που μια αποσταμένος; -Έχεις παράδες; -όχι κάψο, δώσ’μου λιγάζα, που μ’αποσταμένος, διψομένος, πεθύμηκά το. –Άει κείθε που ρθες>Σηκώνεται ο Χριστός φεύγει. Πάει παρακάτω. Βρρρρ!!!η βρύση νεράκι. Τρέχει ο δόλιος να τονε προφτάκη. Πού!!! Να χε τα’άλλα η κατσία μας να τρωγε.

Αθανασόπουλος, Θ. Ι.
Αθανασόπουλος, Θ. Ι. (EL)

Παραδόσεις

Αχαΐα, Καλάβρυτα, Σοποτό


1916




Λαογραφία Ε, 210, αρ. 1, Σοποτό Καλαβρύτων, 1915- 1916

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/297711



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.