Ήτανε ένας Μανώλ'ς. Ήτανε κλέφτης, αλλά έκανε καλωσύνες πολλές. Πάdρευε τις φτωχές. Γινόdαν τιπτίλ' κι δεν dον έπιανι μολύβ. Είχ' ένα bερbέρη που τον bιστεύγουdαν κι πήγαινι στα λιμέρια τ' κι τον bαρbερ'ζι. Οι Τούρκοι συννενοηθούκαν μαζί τ' οτι κείν' dην ώρα π' εγώ θα dον αλείψου σαπ'νάδα για να ξυρ'στή, κείν' dην ώρα ο Μανώλ'ς θα βγάλη το τίμιου ξύλου, για να dον πιάσ' το ξυράφ'. Μι το bαλdά του δώκαν μια στα μούτρα κι τον σκότ'σαν. Δε φοραγε μαθέ, το τίμιο ξύλο. Άμα τελειώσι αυτό, πέφτ'νε του bαρbέρ' τα σανίδια κι σκότωσι αυτόνι π' τον bρόδωσι. Ο Θιός είδι την αμαρτία.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών