Για τον τσοπάνη Τ. διηγούνται ότι ξεκίνησε για τη στάνη του κάπως αργοπορημένος. Αποβραδύς τα έπινε στην ταβέρνα κι όταν θυμήθηκε τη στάνη, είχαν έρθη τα μεσάνυχτα. Στο δρόμο καθώς περνούσε μια ρεμετιά παρουσιάστηκαν δυό μαυροφόρες γυναίκες που τον παρακολουθούσαν κατά πόδι. Στεκόταν, στεκόντουσαν. Προχωρούσε, προχωρούσαν. Δεν τον πείραξαν όμως γιατί είχε πάνω του πιστόλι και στο μπαρούτι δεν πλησιάζουν. Κοντά να φτάση στη στάνη του τον παράτησαν. Τότε αυτός ξεθερεμμένος που έφτασε στο κονάκι του κοντά στα δυό του ρωμαλέα μαντρόσκυλα άρχισε ν’αδειάζη το πιστόλι του στη διεύθυνσι που τον είχαν παρατήσει οι δυό μαυροφόρες. Όταν όμως έρριξε την τελευταία σφαίρα και επομένως σώθηκε το μπαρούτι, οι δυο μαυροφόρες σαν ανεμοστρόφυλλο επέσεσαν εναντίον του. Τα δυο γενναία σκυλιά κουλουριάστηκαν σε μιαν άκρη τρέμοντας και ουρλιάζοντας σιγανά, καταθλιπτικά. Όλη νύχτα τον παίδευαν, κάνοντάς του φριχτά βασανιστήρια. Κάθε τόσο του έλεγαν ‘’Εμείς δεν σε πειράξαμε εσύ γιατί μας πυροβόλησες;’’ Σαν ξημέρωσε η μέρα του θεού τον παράτησαν. Το αριστερό του πόδι όμως ήταν παράλυτο και στο σώμα του άρχισαν να γίνωνται παράξενες πληγές. Ύστερα από λίγες μέρες σάπισε όλο του το κορμί και πέθανε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών