Η σταυράγκαθους ήdαν άλλουτι δέdρου κι είχι άλλου όνουμα, αμ’ γένικι άγκαθους γιατί dου gαταράσκι η Παναγιά. Όdας ήdα να σταυρώσ’ dου Χστό μαζουχτήκαν απουβραδύς ούλα τα δέdρα κι δώκαν λόγου να μην αφήσ’ τσι Βροί να κοψ’ ξύλο για να κάν’ dου σταυρό. Του πουρνό σκουθήκαν ταχειά- ταχειά οι Βροί να κόψ’ ξύλου για dου σταυρό. Πήραν τα δέdρα τόνα μι τα’άλλου αμ’ όπγοιου δέdρου χτυπούσαν μι του τσικούρ’ παρτσαγιαdίζdαν κι γίνdαν ψούχλα. Μόν’ η σταυράγκαθους στάθκι κι κόψαν ξύλου κι σταυρώσαν dου Χστό. Κεί θα dου σταυρώναν, ούλος η κόσμους έκλιγι κι κειός έσκαζι απ’τα γέλια. Τότι dου gαταρίσκι η Παναγιά κι dούν σταυρώναν, ούλους ή κόσμους έκλιι κι κειός έσκαζι απ’τα γέλια. Τότι dου gαταρίσκι η Παναγιά κι dούν είπι : ΄΄D’κατάρα μ’νάχς απ’τα είκουσι τα νύχια. Δένdρου είσ’κι αγκάθους να γίν’ς, να σε πατή κι να σι καταριέτι η κόσμους.’’ Κι απού τότι γίνηκι αγκάθους κι του αίμα τη Χστού ρίζουσι μες στου κουρμί τ’. (Σταυράγκαθους =Είδος ακάνθας με ερυθρόν χυμόν. Κόπτων τις τοιαύτας άκανθαν βλέπει εις το μέρος της τομής μικρότατα στο γονίδια ερυθρού χυμού. Το σπάνιον τούτο φαινόμενον ώθησε τον λαόν να προβή εις εξήγησιν του δια του άνωτρω μύθου. Ήdα= όταν επρόκειτο, ταχειά-ταχειά= πολύ ενωρίς, τα’άλλου= το ένα μετά το άλλο, παρτσαγιαdίζdαν= εθρυμματίζετο)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών