To Μπλοκ 15 ως χώρος αυστηρής απομόνωσης εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 1943. Η αρχιτεκτονική του μορφή, με τους μεγάλους θαλάμους και τα λιγοστά παράθυρα, υποδεικνύει ότι χτίστηκε προκειμένου να στεγάσει κάποια στρατιωτική φυλακή. Βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του στρατοπέδου, κοντά στα Μπλοκ 3 και 4. Ο θέμος Κορνάρος περιγράφει: «To μόνο χτίριο που μένει ασουβάντιστο, εξωτερικά για να φαίνεται παλιό, μουχλιασμένο, αραχνιασμένο, για την πρώτη ψυχολογική επίδραση. Δύο πατώματα. Στο πρώτο ένα μεγάλο δωμάτιο 4X7, δεξιά, κι άλλο ένα αριστερά Αυτά προορίζονταν για πενήντα κι απάνω κρατούμενους το καθένα. Και λέγονται θάλαμοι. Γύρω-γύρω, στον υπόλοιπο χώρο, είναι κάποιες τρύπες, σαν καταφύγια σκυλιών, με μια σιδερένια πόρτα, χωρίς κανενός είδους αερισμό, με τοίχους και πατώμα ολόγυρα. Αυτά είναι τα κελλιά της αυστηρής απομόνωσης. »Η ίδια διαρρύθμιση ακριβώς και στο δεύτερο πάτωμα. Τα παραθυράκια των θαλάμων είναι ψηλά Για να μη μπορεί ο κατάδικος να κυττάζει όξω». Οι συνθήκες στους θαλάμους και στα απομονωτήρια ηταν άθλιες, καθώς δεν υπήρχε θέρμανση, επαρκές νερό και εξαερισμός. To φαγητό ήταν ελάχιστο, ενώ ο χώρος ήταν περιορισμένος και οι κρατούμενοι ηταν υποχρεωμένοι να στέκονται όρθιοι επί δώδεκα συνεχείς ώρες. Ο Αλέξανδρος Ζήσης, που έμεινε σε απομονωτήριο του Μπλοκ 15 επί πέντε ολόκληρους μήνες, περιγράφει μία μέρα σε θάλαμο απομόνωσης: «To πρόγραμμα της ημέρας για τ' απομονωτήρια είναι το ακόλουθο χειμώνα ή καλοκαίρι. Στις πέντε παρά τέταρτο έγερση κ' αμέσως άνοιγμα του παράθυρου με οποιονδήποτε καιρό και σκούπισμα του κελιού. Ύστερα έξοδος τρεις-τρεις στο "λουτρό" για την υδροληψία και την καθαριότητα όπου κάθε ανάγκη έπρεπε να τελειώσει το πολύ σε πέντε λεπτάϋί Στις έξι διανομή ψωμιού και στις δώδεκα το μοναδικό για τα κελλιά συσσίτιο της ημέρας. To ψωμί και το πιάτο τάπερνε ο κρατούμενος απ' την πόρτα που μισάνοιγε χωρίς να βλέπει ανθρώπινο πρόσωπο. Η ημερησία μερίδα του ψωμιού και τι ψωμίϋ! ήταν το πολύ 30 δράμια και το μοναδικό συσσίτιο πέντε κουταλιές ρεβύθια ή μαύρα χοντρά μακαρόνια νερόβραστα, πάντοτε όμως ζεστό και φροντισμένο απ' τους Ακροναυπλιώτες μαγείρους. Οι θάλαμοι είχαν και τ' απόγευμα συσσίτιο που γενικά εκείδινότανε και σε μεγαλύτερη ποσότητα. Στις τεσσερισίμιση το απόγευμα πεντάλεπτη έξοδο για "λουτρό", πάλιν τρεις-τρεις και στις πέντε ακριβώς κατάκλιση. Όλη μέρα ο φυλακισμένος είναι υποχρεωμένος νά 'χει ανοικτό το παράθυρο, είτε βρέχει είτε χιονίζει και να μένει σε συνεχή ορθοστασία ολόκληρο το δωδεκάωρο. Και το φαΐ του ακόμα όρθιος το κατεβάζει βιαστικά, γιατί εκτός από τη διαταγή δεν υπάρχει και τρόπος να καθίσει κανείς αφού το κελλίείναι τελείως και απόλυτα γυμνό από κάθε τι αντικείμενο. Κάθε παράβασις τιμωρείται με άγριο μαστίγωμα μέχρις αίματος, μέχρι λιποθυμίας». Τις ώρες του ύπνου οι κρατούμενοι βασανίζονταν από το διαπεραστικό κρύο, καθώς ήταν υποχρεωμένοι να ξαπλώνουν στο τσιμέντο ή σε μία άβολη σανιδένια βάση με μία τρίχινη κουβέρτα για σκέπασμα. Η νυχτερινή ταλαιπωρία τούς ανάγκαζε να ξυπνούν κατάκοποι. Τις παραπάνω κακουχίες συμπλήρωναν οι ψείρες και οι κοριοί, καθώς και η αγριότητα των φρουρών, οι οποίοι με τις φωνές και τα μαστίγιά τους κρατούσαν τους κρατουμένους στο Μπλοκ 15 σε κατάσταση διαρκούς αναστάτωσης και αγωνίας. Επιπλέον, η αυστηρή απομόνωση δρούσε καταστροφικά στην ψυχολογία των εγκλείστων. Ο δημοσιογράφος Αντώνης Σαουσόπουλος, ο οποίος παρέμεινε στην απομόνωση του Χαϊδαρίου πάνω από έξι μήνες, αναφέρει: «Η απομόνωση στα κελιά αποτελούσε ένα από τα φοβερότερα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονταν ο εγκάθειρκτος του Μπλοκ 15. Μαρτύριο όχι τόσο άμεσα σωματικής βίας, αλλά κυρίως ψυχικό. Η συνεχής απομόνωση, η ενατένιση των ίδιων γυμνών τοίχων, η στέρηση της δυνατότητας να ανταλλάξεις μία κουβέντα με συνάνθρωπό σου, η άγνοια του τι γίνεται έξω, του τι σε περιμένει, του τι σημαίνει ένας συγκεχυμένος θόρυβος που φθάνει ως τ' αυτίσου, πιέζει αφόρητα το νευρικό σου σύστημα, παραλύει την ψυχική σου αντοχή, σε καταβάλλει, σε μεταβάλλει βαθμηδόν ψυχικά σε ράκος, σε φθάνει στα όρια της παρακρούσεως, στον αντιθάλαμο της τρελας...». Οι κρατούμενοι στο Μπλοκ 15 έβγαιναν στο προαύλιο μόνον την ώρα του περιπάτου, αυτοί στους θαλάμους κάθε μέρα, ενώ αυτοί στα απομονωτήρια κάθε 2-3 η και 4-5 ημέρες. Ο περίπατος δεν κρατούσε πάνω από είκοσι λεπτά της ώρας. Οι κρατούμενοι στην απομόνωση έβγαιναν σε μικρές ομάδες- σχημάτιζαν έναν κύκλο και προχωρούσαν απέχοντας ο ένας από τον άλλο τουλάχιστον 1 μέτρο, ώστε να μην μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους.Ήταν αναγκασμένοι να βαδίζουν με γρήγορο βήμα ή τροχάδην κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση των πάνοπλων φρουρών. Στόχος του περιπάτου ήταν να κινηθούν οι κρατούμενοι, να ξεμουδιάσουν και να εκτεθούν για λίγη ώρα στην ευεργετική ακτινοβολία του ήλιου. Σταδιακά οι περίπατοι μειώθηκαν και τελικά καταργήθηκαν οριστικά. Κάθε Τρίτη, μετά το μεσημεριανό συσσίτιο στο Μπλοκ 15, γίνονταν και ανακρίσεις. Αυτές πραγματοποιούνταν στο φυλάκιο από ανακριτή, που επισκεπτόταν το στρατόπεδο ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό.
(EL)