Υπάρχει πολύ συχνά, μια κάποια παρεξήγηση, ένταση ή σύγχυση ανάμεσα στη θεωρία και την εφαρμογή της τέχνης. Ο ρόλος ενός θεωρητικού δέχεται πολλές φορές προκλήσεις από τον καλλιτέχνη, με τη δικαιολογία ότι η θεωρία δεν μπορεί να κατανοήσει πραγματικά τη φύση της πρακτικής, απλώς και μόνο επειδή ακριβώς η θεωρία η ίδια, δεν είναι ούτε πρακτική ούτε τέχνη. Αντιστρόφως, και ο καλλιτέχνης μπορεί να αισθανθεί ότι χειραγωγείται από θεωρητικούς, που επιβάλλουν τρόπους προσδιορισμού, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη διάσταση ενός έργου τέχνης. Αυτό το ατυχές φαινόμενο παρουσιάζει ανησυχητικά αυξητική τάση, κυρίως με το ρεύμα του μετα-μοντερνισμού και τις πολιτισμικές του διαφοροποιήσεις. Υπάρχει μια πληθώρα θεωριών που ποικίλουν από την προσπάθεια χρησιμοποίησης προοπτικών τόσο διαφορετικών όσο και τα είδη, οι φόρμες, η δομή, η πολιτική, το ασυνείδητο, η ιστορικότητα, μέχρι και τη σύλληψη προκαθορισμένων μεθόδων όπως ο λογικός θετικισμός, η διαλεκτική ή ο εμπειρισμός. Παραδόξως, αυτό περιλαμβάνει, όταν η πρακτική καθίσταται θύμα του αποδομητικά αποδομημένου υποκειμένου, μια αποφατική μορφή αντικειμενισμού από τον οποίο βασικά εξαρτάται η αιτία της ύπαρξής του. Το άρθρο αυτό επιχειρηματολογεί υπέρ της ηθικής ερμηνευτικής, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια κατανόησης του τι συμβαίνει όταν η ουσία της τέχνης καθίσταται ένα απόμακρο αντικείμενο της επιστήμης ή της θεωρίας, ένα αντικείμενο υπό αναζήτησιν, υπό καθορισμό, υπό κατασκευήν ή αποδόμησιν. Σκοπεύει να καταδείξει, αποκαλύπτοντας το σκοπό τους, τις προσδοκίες τους και την επιθυμία τους να ανακτήσουν κάτι, τι μπορούν ή τι δεν μπορούν να συλλάβουν οι προσεγγίσεις αυτές, κατά την επαφή μας με την τέχνη. Δεν είναι βέβαια σε καμιά περίπτωση μια ειδική ιδεολογία ή ένα ερμηνευτικό μονοπάτι που πρέπει κανείς να ακολουθήσει. Σχετίζεται περισσότερο με μια προσέγγιση, η οποία θα αποκαλύψει κρυμμένες όψεις της σχέσης μας με την τέχνη που έρχεται στο φως, με σκοπό να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής μας.