Ο απώτερος σκοπός του άρθρου είναι η διατύπωση ενός πιθανού ορισμού της έννοιας του αγαθού ως μεταφυσικής αξίας στην Ηθική Θεωρία της Διαισθησιαρχίας και η διευκρίνιση της υποκειμενικής ή αντικειμενικής ερμηνείας της. Πρώτα απ΄ όλα η ερευνά για την έννοια του αγαθού ως μεταφυσικής αξίας επικεντρώνεται στην ερμηνεία που δίνει ξεχωριστά ο καθένας από τους εξέχοντες ερμηνευτές, όπως ο Πλάτων, και-κυρίως οι σύγχρονοι ηθικολόγοι Moore, Ross, Prichard και Ewing. Η ερμηνεία που δίνουν οι οπαδοί της Διαισθησιαρχίας στην έννοια του αγαθού ως μεταφυσικής αξίας αναθεωρείται από τους νεώτερους θεωρητικούς φιλοσόφους Urmson, Hare, Nowell-Smith και άλλους, οι οποίοι προβαίνουν στην αναθεώρηση της έννοιας του αγαθού. Η αναθεώρηση αυτή, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί εποικοδομητική κριτική, εφ΄ όσον για τη σωστή ερμηνεία της έννοιας του αγαθού ως ηθικό κριτήριο χρησιμοποιεί το λόγο. Αλλά η προσωπική μου κρίση είναι ότι η μεταφυσική αξία του αγαθού είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα του φυσικού αντικειμένου, διότι αυτό ως συγκεκριμένο υλικό πράγμα έχει φυσική συνοχή και φαινομενικό ή εμπειρικό περιεχόμενο. Ο πρωτοπόρος ερμηνευτής της έννοιας του αγαθού ως μεταφυσικής αξίας στην Ηθική Θεωρία της Διαισθησιαρχίας είναι ο Πλάτων, καθ΄ όσον η ηθική του προσανατολίζεται προς την επίτευξη του «ύψιστου αγαθού» ως διακριτικής αξίας από την ηδονή, την τιμή, τη σοφία, την αρετή και το λόγο, που είναι μόνον μέσα για την κρίση της ευτυχίας του ανθρώπου. Ο Πλάτων προκειμένου να συλλάβει την έννοια του αγαθού ως μεταφυσικής αξίας καταφεύγει στη διαίσθηση ή στην εσωτερική θέαση της αντικειμενικής αγαθότητας και ορίζει το αγαθό ως την αντικειμενική ιδιότητα του πνεύματος. Ο αρχαίος φιλόσοφος είναι ο πρώτος από τους θεμελιωτές της Διαισθησιαρχίας, που συλλαμβάνει την έννοια του αγαθού ως την ιδέα του νοητού, η οποία αντανακλά νοερώς στην ψυχή του ανθρώπου, και γίνεται αντικείμενο έρευνας, εφ΄ όσον αυτή είναι η υψίστη αξία του ανθρώπου. Στα νεώτερα χρόνια ο κατ΄ εξοχήν πρωτοπόρος της Ηθικής Θεωρίας της Διαισθησιαρχίας για την ερμηνεία της έννοιας του αγαθού ως μεταφυσικής αξίας είναι ο Moore, που κληρονόμησε τη θεωρία από τον Sidgwick, και στήριξε αυτή στη βασική αρχή του διδασκάλου του. Κατά την αρχή του Sidgwick ο Moore προσπαθεί να ορίσει τι είναι αγαθό μάλλον παρά ποιά είναι και πως λειτουργεί η φύση του. Έτσι, ο ορισμός της έννοιας του αγαθού συνάγεται από την ταυτότητα του πράγματος με το όνομά του, εφ΄ όσον το πράγμα αυτό καθαυτό είναι αγαθό, και επομένως το αγαθό είναι το όνομα μίας απλής και μη-αναλυτής ιδιότητας των πραγμάτων, δηλαδή η μη δυνάμενη να αναλυθεί μεταφυσική ιδέα η οποία ανήκει σε όλα τα πράγματα. Το αγαθό αυτό καθαυτό έχει μεταφυσική οντότητα, που σημαίνει την απλή και μη-αναλυτή ιδιότητα των πραγμάτων. Ο ορισμός αυτός της έννοιας του αγαθού αξιώνει τον Moore να ανακαλύψει τη Νατουραλιστική Πλάνη, που διαπράττουν οι οπαδοί του Ηθικού Νατουραλισμού και του Ηδονιστικού Ωφελιμισμού. Συνδυάζοντας τις διαισθητικές εκδοχές του Moore και του Sidgwick ο Ross συλλαμβάνει την έννοια του αγαθού ως τη διαίσθηση ή προαισθηματική εμπειρία της αξίας, δηλαδή μεταφυσικό αγαθό. Το αγαθό, κατά τον Ross είναι η πνευματική ιδιότητα που έχει αληθινή έννοια, γιατί είναι αυθύπαρκτο, και επομένως είναι γνωστό μόνον ως διαισθητική έννοια. Η ιδιότητα αυτή σημαίνει ότι το αγαθό υπάρχει ως σκοπός μάλλον παρά ως μέσον, επειδή αυτό κατέχει την αξία εκείνη που ίσταται ως μεταφυσική αρχή και αντανακλά την αγαθότητα. Επομένως, ο Ross συμπεραίνει ότι η έννοια του αγαθού ως μεταφυσική αξία έχει αληθινή έννοια. Αντίθετα από τον Moore και τον Sidgwick, ο Prichard ισχυρίζεται ότι η Διαισθησιαρχία ως Ηθική Θεωρία έχει υποκειμενική μορφή, μιά και το αγαθό έχει ακαριαία υποκειμενική έννοια μάλλον παρά λογική ή αντικειμενική. Η Ηθική Θεωρία της Διαισθησιαρχίας είναι υποκειμενική, κατά τον Prichard, διότι η ηθική υποχρέωση είναι χαρακτηριστικό της ηθικότητας του ανθρώπου και όχι οι πράξεις του. Συνεπώς, κατά τον Prichard, η έννοια του αγαθού ως υποκειμενικής ιδιότητας είναι αντικείμενο της διαισθήσεως, γιατί έχει υποκειμενικό κύρος, και υπάρχει ως μεταφυσική αξία, η οποία έχει αληθινή έννοια. Ενώ, ο Ewing ακολουθώντας τη θεωρία του Sidgwick, αναπτύσσει τη Δεοντολογική Θεωρία της Διαισθησιαρχίας, εφ΄ όσον αυτός αναγνωρίζει ότι ο όρος «πρέπει» ή «έπρεπε» συνεπάγεται την αγαθότητα ως μη-φυσική ή πνευματική ιδιότητα. Οι ηθικές κρίσεις, κατά τον Ewing, μπορούν να δικαιωθούν μόνον από τη λογική, γιατί αυτές επιβάλλονται σε αντικειμενικές περιπτώσεις, και συλλαμβάνονται ως μη-φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες. Τέλος, οι οπαδοί της Ηθικής Θεωρίας της Διαισθησιαρχίας ανεξάρτητα από την προσωπική τους εκδοχή συμφωνουν με την άποψη του Moore ότι το αγαθό σημαίνει μία απλή και μη-αναλυτή ιδιότητα, η οποία ως αντικείμενο της διαισθήσεως, είναι αυταπόδεικτη αλήθεια. Η έννοια του αγαθού είναι πνευματική ιδιότητα, κατά τούς οπαδούς της Διαισθησιαρχίας, διότι η έννοια αυτή δεν αποτελεί την περιγραφή ενός συγκεκριμένου πράγματος που θα απαιτούσε να είναι η φυσική ιδιότητά του. Αλλ΄ όμως ο αντικειμενικός επικριτής της συγχρόνου ηθικής μπορεί να αμφιβάλει για την εγκυρότητα της Ηθικής Θεωρίας της Διαισθησιαρχίας για την ερμηνεία της έννοιας του αγαθού. Ο σύγχρονος επικριτής μπορεί να αναιρέσει την άποψη ότι η έννοια του αγαθού είναι μία απλή και μη-αναλυτή ιδιότητα, η οποία ως μεταφυσική αξία έχει αληθινή έννοια, διότι η έννοια αυτή δεν μπορεί να ταυτισθεί με μία μη-φυσική ή πνευματική ιδιότητα. Πρώτος μεταξύ των αντικειμενικών επικριτών της Ηθικής Θεωρίας της Διαισθησιαρχίας είναι ο Urmson ο οποίος παρατηρεί ότι η ηθική κρίση για την έννοια του αγαθού εξαρτάται από τη βαθμολογική κλίμακα μάλλον παρά από την περιγραφή, αφού το σωστό κριτήριο είναι προϊόν κάποιου επιθυμητού σκοπού. ΄Έτσι, ο Urmson συμπεραίνει ότι το αγαθό έχει αξιολογική έννοια, γιατί η αξία της αγαθότητας των πραγμάτων είναι σχετική και όχι απόλυτη. Επίσης, ο Hare αξιοποιώντας το πλεονέκτημα του Urmson υποστηρίζει ότι η έννοια του αγαθού δεν είναι μόνον αξιολογική αλλά και περιγραφική. Και αυτός όμως δίνει προτεραιότητα στην αξιολογική έννοια του αγαθού, καθ΄ ότι αυτή είναι το αρχικό χαρακτηριστικό της αξίας των ηθικών κανόνων. Ο Hare συμπεραίνει ότι το αγαθό έχει αξιολογική έννοια, και κατ΄ ακολουθία η έννοια του αγαθού έχει σχετική αξία μάλλον παρά μεταφυσική Τέλος ο Νowell-Smith παραδέχεται την αξιολογική έννοια του αγαθού, αφού οι ηθικές λέξεις κρίνονται από το αξιολογικό περιεχόμενό τους, διότι οι λέξεις αυτές δεν εκφράζουν ούτε περιγραφικές έννοιες ούτε διαθέσεις συναισθημάτων και στάσεων. Κατά τον Νowell-Smith η έννοια τού αγαθού συλλαμβάνεται ως η ηθική προαίρεση μιας αγαθής πράξεως, και επομένως το αγαθό έχει σχετική έννοια, εφ΄ όσον δεν υπάρχει απόδειξη για την ύπαρξη μίας αντικειμενικής ηθικής ιδιότητας της αγαθότητας, δηλαδή μεταφυσικής αξίας. Συνοψίζοντας, οι σύγχρονοι θεωρητικοί φιλόσοφοι αναθεωρώντας την ερμηνεία της έννοιας του αγαθού, επιχειρούν να ορίσουν την έννοιά του, και να αποφύγουν τον φαινομενικό και παραπλανητικό προσανατολισμό των σύγχρονων ηθικών θεωριών. Οι θεωρητικοί αυτοί φιλόσοφοι στην προσπάθειά τους να διασαφηνίσουν την έννοια του αγαθού προσφέρουν αρκετά νέα στοιχεία για την αντικειμενική ερμηνεία της. Τέλος, χωρίς να θέλω να κάνω ατομική κριτική, η διαισθητική έννοια αυτή δεν έχει φυσική συνοχή και φαινομενική ή εμπειρική υπόσταση. Η έννοια του αγαθού ως αγαθό αυτό καθαυτό είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα των φυσικών αντικειμένων, διότι αυτά έχουν φαινομενικό ή εμπειρικό περιεχόμενο. Η ιδέα ενός φυσικού αντικειμένου που συλλαμβάνουμε ως συγκεκριμένο εμπειρικό πράγμα είναι μία αληθινή έννοια, η οποία δηλώνει την υπόστασή του. Κατά τη ροή του κόσμου συλλαμβάνουμε διάφορες καταστάσεις, στάσεις, πράξεις, όρους, μεθόδους, γεγονότα, δηλαδή ιδέες συγκεκριμένων υλικών σωμάτων, αλλά δεν μπορούμε ποτέ να συλλάβουμε καμιά ιδέα αγαθότητας, την οποία οι οπαδοί της Ηθικής Θεωρίας της Διαισθησιαρχίας επιμένουν ότι συλλαμβάνουν δια μέσου της διαισθητικής εμπειρίας ή της γνώσεως.