Η καραγκούνικη φορεσιά συναντάται σε σκορπισμένα Καραγκουνοχώρια γενικά στο Θεσσαλικό κάμπο, στην Καρδίτσα και στα δυτικά της, βορειοδυτικά έξω από τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα, αλλά και βορειότερα ως τον Τύρναβο, τη Λάρισα. Ανατολικά συναντάται έως τα Φάρσαλα και νότια ως το Δομοκό. Παρά την εκτεταμένη έκταση που καταλαμβάνουν οι Καραγκούνηδες που ζούσαν στα βουνά δεν είχαν καμία σχέση με τους Καραγκούνηδες του κάμπου. Είναι ακόμη άγνωστο από πού προέρχεται η λέξη Καραγκούνης, για να διασαφηνίσουμε και την ακριβή καταγωγή της φορεσιάς.
Η καραγκούνικη φορεσιά έχεις τρεις διαφορετικές παραλλαγές
. Τη φορεσιά της Καραγκούνας από τους
Σοφάδες- Παλαμάς
και των γύρω χωριών, τη φορεσιά της
Καρδίτσας- Τρικάλων
και των γύρω χωριών τους και τη φορεσιά των Καραγκούνων στα χωριά
Αγία Κυριακή και Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων
. Τις παραλλαγές αυτές θα τις δούμε σε κάθε κομμάτι της φορεσιάς χωριστά και όχι συνολικά, γιατί μερικά κομμάτια της φορεσιάς είναι ίδια σε δύο ή και στις τρεις περιοχές.
Οι κοπέλες
πρωτοβάζουν τα καραγκούνικα, τους σαγιάδες , τη μέρα του γάμου τους, δηλαδή περίπου 20 χρονών. Μέχρι τότε φορούν
στην περιοχή της Καρδίτσας τα ασπροφούστανα
. Τα ασπροφούστανα είναι υφασμένα άσπρα φουστάνια από χασέ. Η μόνη διαφορά της κοριτσίστικης φορεσιάς από τη γυναικεία, το σαγιά, είναι ότι τα ασπροφούστανα έχουν κορμί και φούστα με είκοσι ως σαράντα λαγκιόλια (κομμάτι ύφασμα τριγωνικό που δεν χρειάζεται για την ύφανση του ρούχου, αλλά τοποθετείται για να έχει όγκο το ρούχο και να κάνει πιέτες) ολόγυρα. Στον ποδόγυρο έχουν για στολισμό καρέλια βαρεμένα, απλά γαζιά με σκούρες μεταξωτές κλωστές σε ποικίλα σχέδια. Το χειμώνα, μέσα από τα ασπροφούστανα, τα κορίτσια φορούσαν ποκάμισο άσπρο, μάλλινο, στολισμένο μόνο λίγο στα μανίκια με φούντες και καθόλου κέντημα. Πάνω από το φουστάνι τους φορούσαν γιλέκι όμοιο με της γυναικείας φορεσιάς. Στο κεφάλι έριχναν ελεύθερα το μπαρμπούλι, άσπρα μαντήλια, τα οποία στερέωναν στο κεφάλι με καρφίτσες. Στην περιοχή
Σοφάδων- Παλαμά οι νέες φορούσαν καρελίσια φουστάνια
, όμοια με τ’ ασπροφούστανα σε πράσινο ή καφέ χρώμα, με πολύχρωμα γαζιά σε σκούρα χρώματα. Τις επίσημες ημέρες και γιορτές μπορούσαν να φορούν ένα κόσμημα στο στήθος, όχι όμως και στο κεφάλι.
Το εξωτερικό κομμάτι της φορεσιάς, ο σαγιάς,
χαρακτηρίζει τη φορεσιά της γυναίκας Καραγκούνας. Οι σαγιάδες είχαν όλοι το ίδιο σχήμα, κατακόρυφα ανοιχτοί μπροστά και ήταν πάντοτε χωρίς μανίκια. Από τις διαφορές στον κεντητικό διάκοσμο και στο χρώμα τους διαχωρίζουν τα Καραγκουνοχώρια σε τρεις περιοχές. Η πρώτη παραλλαγή συνηθιζόταν στα κεφαλοχώρια Σοφάδες- Παλαμάς και στα γύρω τους χωριά και διαφέρει από το σαγιά της Καρδίτσας στο διάκοσμο. Ο σαγιάς της Καρδίτσας είναι η δεύτερη παραλλαγή, η οποία φοριόταν και απ’ όλα τα χωριά του νομού Τρικάλων, εκτός από την Αγία Κυριακή και τα Μεγάλα Καλύβια, όπου συναντούσαμε την τρίτη παραλλαγή. Εδώ ο σαγιάς διέφερε στο ράψιμο και στο χρώμα από τις δύο προηγούμενες παραλλαγές.
Ο διάκοσμος των ποκαμίσων, ο εσωτερικός σαγιάς ή κοντοσαγιάς (Καρδίτσα) και ο χαμπλουσαγιάς (Τρίκαλα) επίσης ακολουθούσαν τις παραπάνω παραλλαγές με διαφορές στη ραφή, στο χρώμα και στον κεντητικό διάκοσμο. Στην περιοχή Σοφάδων- Παλαμά τη θέση του εσωτερικού σαγιά είχε το καβάδι, ενώ το γκιουρντί (Καρδίτσα και Τρίκαλα), το σιγκούνι (Σοφάδες- Παλαμάς), η φλοκάτα (Καρδίτσα και Τρίκαλα) και το φλοκάτο (Σοφάδες- Παλαμάς) είναι τα κομμάτια που φορούσαν πάνω από το σαγιά το χειμώνα.
Η γυναικεία Καραγκούνικη φορεσιά αποτελούταν από
τη φανέλλα με τα χερότια, το ποκάμισο, την τραχηλιά, τον κοντοσαγιά (Καρδίτσα) ή χαμπλουσαγιά (Τρίκαλα) ή το καβάδι (Σοφάδες- Παλαμάς), τα καβαδομάνικα (Καρδίτσα+ Τρίκαλα), το σαγιά, τις ποδιές, το ζουνάρι ή τη χρυσοκέντητη ζώνη, το γκιουρντί (Καρδίτσα+ Τρίκαλα) ή το σιγκούνι (Σοφάδες- Παλαμάς), τη φλοκάτα (Καρδίτσα+ Τρίκαλα) ή το φλοκάτο (Σοφάδες- Παλαμάς), τα τσιρέπια και τα κορδέλια.
Ο κεφαλόδεσμος
σχηματιζόταν από τη σκούφια με το μανάκι και τον άσπρο τσαλμά. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες που φορέθηκε η φορεσιά, μέχρι το τέλος ίσως της δεκαετίας του ’60, ο κεφαλόδεσμος σχηματιζόταν με τον κόθρο και το μαύρο μαντήλι με τα παρδαλούδια, το οποίο στερέωναν στο κεφάλι με τις κεφαλόκομπτσες. Ο στολισμός του κεφαλόδεσμου ήταν η αράδα με τα φλουριά (Καρδίτσα+ Τρίκαλα) ή το άλυσο με τα φλουριά (Σοφάδες- Παλαμάς). Ο νυφικός κεφαλόδεσμος συμπληρωνόταν με το καμάρι, ένα δεύτερο όμοιο κόκκινο αραχνοΰφαντο μαντήλι και την πατσαούρα, ένα μικρό κόσμημα.
Περίπου τη δεκαετία του ’30 με τη φορεσιά τους φορούσαν δύο κιουστέκια, το ασημοζούναρο και τον ασημοσουγιά. Τα κοσμήματα που έβαζαν μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’60, οπότε και σταμάτησαν να φορούν τις παραδοσιακές τους φορεσιές, ήταν η αράδα του στήθους, η κόμπτσα του στήθους, η μεγάλη ριχτή καδένα με τα φλουριά, η μικρή ριχτή καδένα, τα σκαρλμάτια, τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια τους.
Η φανέλλα με τα χερότια,
η υφαντική λεπτή φανέλα που φορούσαν κατάσαρκα σε όλα τα Καραγκουνοχώρια, ήταν συνήθως ραμμένη από τις ίδιες τις γυναίκες. Ήταν όμοια στο σχήμα με το ποκάμισο και τα μανίκια της έφταναν μέχρι τον αγκώνα. Από τον αγκώνα μέχρι τον καρπό οι γυναίκες έπλεκαν τα μανικούλια ή χερότια. Σε όλες τις παραλλαγές το βρίσκουμε ίδιο.
Το ποκάμισο
έχει το ίδιο σχήμα και ράψιμο σε όλες τις παραλλαγές της καραγκούνικης φορεσιάς. Διαφορές συναντάμε στα νυφικά ή γιορτινά ποκάμισα, σε σχέση με τα καθημερινά, στην ποιότητα του υφάσματος και στον κεντητικό διάκοσμο. Διαφορετικό κέντημα είχαν τα νυφικά ποκάμισα των Σοφάδων- Παλαμά. Τα λινά υφάσματα για τα νυφικά ποκάμισα και τα βαμβακερά για τα καθημερινά ποκάμισα υφαίνονταν αποκλειστικά από τις Καραγκούνες. Το ποκάμισο φοριόταν πάνω από τη φανέλλα και έφτανε ως τους αστραγάλους, ενώ είχε κεντημένο σχέδιο στο γύρο του λαιμού, στην τραχηλιά και στα μανίκια. Τα μανίκια του πολλές φορές ήταν ξεχωριστά ραμμένα, για να μπορούν οι Καραγκούνες να τ’ αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις.
Η τραχηλιά
(κομμάτι ρούχου που καλύπτει μέρος του λαιμού και το στήθος)μπήκε στη φορεσιά τους σχετικά πρόσφατα, σε σχέση με το πόσα χρόνια φορέθηκε. Παλιότερα στη θέση της ήταν κεντημένο το ίδιο το ποκάμισο. Η τραχηλιά φοριόταν πάνω από το ποκάμισο και κάλυπτε όλο το στήθος ως τη μέση. Οι ηλικιωμένες και όσες είχαν πένθος φορούσαν τραχηλιές βαμμένες μαραγκές (μαύρες).
Οι σαγιάδες
στην καραγκούνικη φορεσιά ήταν δύο, ο εσωτερικός και ο εξωτερικός, όμοιοι μεταξύ τους. Διαφέρουν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε κάθε περιοχή, ενώ διαφέρουν και τα ονόματα που έδιναν στον εσωτερικό σαγιά. Στην Καρδίτσα ο εσωτερικός σαγιάς ονομαζόταν κοντοσαγιάς και στα Τρίκαλα χαμπλουσαγιάς, αλλά και στις δύο περιοχές ο εξωτερικός σαγιάς λεγόταν χαρτζωτός, από τα χάρτζια ή ζέχια που τον στόλιζαν. Στους Σοφάδες- Παλαμάς τη θέση του εσωτερικού σαγιά έπαιρνε το καβάδι. Εκεί ο εξωτερικός σαγιάς ήταν όμοια ραμμένος με αυτόν της Καρδίτσας, αλλά με διαφορετικό στολισμό.
·Ο κοντοσαγιάς ήταν το χωρίς μανίκια φόρεμα που έμπαινε πάνω από το ποκάμισο και κάτω από τον καλό σαγιά, στην περιοχή της Καρδίτσας. Ήταν ραμμένος με άσπρο βαμβακερό ύφασμα, βουρνωτό, ήταν κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά και είχε ραμμένα σχέδια με χρωματιστά γαζιά από το λαιμό ως τη μέση, στην πλάτη, στον κορμό και στον ποδόγυρο.
·Ο χαμπλουσαγιάς της περιοχής των Τρικάλων ήταν όμοια ραμμένος με τον χαρτζωτό σαγιά (εξωτερικό). Ήταν ελάχιστα κοντύτερος από τον εξωτερικό σαγιά.
·Το καβάδι της περιοχής Σοφάδων- Παλαμά ήταν ραμμένο με κόκκινο μπουχασί και εσωτερικά φοδραρισμένο με άσπρο αργαλείσιο ύφασμα. Ανάμεσα στα δύο υφάσματα ήταν ραμμένο ένα λεπτό στρώμα βαμβάκι για να παραμένει ζεστό. (Η τεχνική αυτή περιγράφεται από την Αγγελική Χατζημιχάλη ως «matelassé»)
Τα καβαδομάνικα,
τα μανίκια του καβαδιού, ήταν ραμμένα κάθετα στον κορμό και έφταναν ως τον αγκώνα (στην περιοχή Σοφάδων- Παλαμά). Οι κοπέλες έπρεπε να κρατούν σκεπασμένα τα καβαδομάνικα, με τα πολυτελή και ποικίλα σχέδια τους, μέχρι την ημέρα που παντρεύονταν. Τα καβαδομάνικα ήταν πολλές φορές ντυμένα με κόκκινο βελούδο και χρυσές κλωστές. Το άσπρο ύφασμα, που τα κάλυπτε, ανατοποθετούταν μετά από εφτά χρόνια γάμου, ενώ όλα τα κεντήματα έβγαιναν από το καβάδι μετά από δώδεκα χρόνια γάμου και βαφόταν μαύρο, σκουντρανί, ολόκληρο. Στα δέκα χρόνια γάμου δεν φορούσαν πια το χειμώνα το καβάδι και τη θέση του είχε το σιγκούνι. Παρόλο που στην περιοχή Καρδίτσας- Τρικάλων δεν υπήρχε το καβάδι, υπήρχαν τα καβαδομάνικα, ως πρόσθετα μανίκια, τα οποία φορέθηκαν πάνω από τα μανίκια του ποκάμισου –πρόχειρα ραμμένα ή ραμμένα πάνω σε μικρό μπούστο.
Ο εξωτερικός σαγιάς
ήταν ραμμένος με άσπρο, βαμβακερό, βουρνωτό ύφασμα, κεντημένος από τους τερζήδες της εποχής (ειδικοί ράφτες) για την περιοχή Καρδίτσας- Τρικάλων και Σοφάδων- Παλαμά. Ο χαρτζωτός σαγιάς, παρότι όμοιος για τις περιοχές Καρδίτσας και Τρικάλων διέφερε στα σχέδια που είχε και στα χρώματα. Ο σαγιάς στα Μεγάλα Καλύβια και στην Αγία Κυριακή διέφερε πολύ στο σχήμα με τους παραπάνω. Είχε μικρό κορμί και σαράντα ως πενήντα λαγκιόλια, για να σχηματίζουν πιέτες, τις μπλέτες.
Το γιλέκι
το φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το σαγιά στις περιοχές Καρδίτσας- Τρικάλων για να σφίγγει και να συγκρατεί το στήθος. Ήταν κοντό, πάνω από τη μέση, με μεγάλο άνοιγμα στην τραχηλιά (εδώ εννοείται το σημείο του σώματος) και τις μασχάλες και είχε πάνω του ραμμένα περίτεχνα κεντήματα. Μερικά από αυτά ονομάζονταν φεγγάρια, κλειδωτά, κλάρες κτλ. Το γιλέκι κάθε περιοχής είχε τα χρώματα της κεντημένης λουρίδας του σαγιά που το συνόδευε.
Οι Καραγκούνες φορούσαν δύο
ποδιές
, τη μία πάνω στην άλλη. Σε μερικά χωριά της περιοχής Σοφάδων- Παλαμά φορούσαν και μια τρίτη, μικρή, τετράγωνη ποδιά. Πάνω από αυτήν, φορούσαν μια μεταξωτή ή βελούδινη ποδιά. Για τη
γιορτινή και για τη νυφική φορεσιά
τους, οι Καραγκούνες είχαν μια τρίτη εξωτερική ποδιά, τη ρούχινη χρυσοκέντητη, ενώ οι νέες κοπέλες και οι χρόνια παντρεμένες φορούσαν αντί αυτής την σκουντράγκικη ποδιά, ποδιά κεντημένη ζέχια. Η μικρή τετράγωνη ποδιά των Σοφάδων- Παλαμά ήταν ραμμένη με χοντρό, βαμβακερό, αργαλείσιο ύφασμα (τεχνική «matelassé») έτσι ώστε να γίνει σαν μαξιλαράκι εσωτερικό. Έτσι «έστεκαν» καλύτερα οι ποδιές. Η χρυσοκέντητη, ρούχινη ποδιά είναι ένα από τα πιο περίτεχνα και διαλεκτά δείγματα της ελληνικής χρυσοκεντητικής και φυσικά από τα μοναδικότερα κομμάτια της καραγκούνικης φορεσιάς. Αυτή τοποθετούταν πάνω από τη μεταξωτή ή βελούδινη σε γιορτές, αλλά και στη νυφική φορεσιά τους. Η χρυσοκέντητη ρούχινη ποδιά ήταν όμοια για όλες τις περιοχές και άλλαζε μόνο το σχέδιο τους κεντήματος.
Το ζουνάρι
που φορούσαν οι ανύπαντρες ήταν μάλλινο, πράσινο, υφαντικό. Στην περιοχή Καρδίτσας- Τρικάλων έραβαν το ζουνάρι πάνω στο γιλέκι, στο πίσω μέρος του, για να το σφίγγει καλύτερα πάνω από το σαγιά. Την ημέρα που παντρεύονταν, έβαζαν για πρώτη φορά την χρυσοκέντητη ζώνη και την έβγαζαν δέκα περίπου χρόνια μετά. Η χρυσοκέντητη ζώνη έκλεινε μπροστά με μια μεγάλη πόρπη.
Τα μανικούλια ή χούφτες
έμπαιναν πάνω από τα καβαδομάνικα, από την κλείδωση του αγκώνα και προς τα πάνω, στις γιορτές. Ήταν ραμμένα από μαύρο σκουτί και είχαν στο τελείωμα τους ίσια ρέλια από βελούδο ή ρούχο σε σκούρο κόκκινους , πράσινους ή γαλάζιους χρωματισμούς. Τα κοριτσίστικα μανικούλια ήταν κεντημένα με ζέχια πορτοκαλί, με λίγο κόκκινο και πράσινο, ενώ των νιόπαντρων και της νύφης ήταν χρυσοκέντητα. Στην ίδια λογική με τα παραπάνω κομμάτια, όταν οι γυναίκες Καραγκούνες ήταν χρόνια παντρεμένες σκούραιναν τα μανικούλια και έβγαζαν τα χρυσοκέντητα κομμάτια τους.
Το χειμώνα στις περιοχές Καρδίτσας και Τρικάλων, τη θέση του σαγιά έπαιρνε το
γκιουρντί
. Πάνω από αυτό, στο πολύ κρύο έβαζαν τη φλοκάτα ή φλοκάτο για τις περιοχές με το καβάδι (Σοφάδες- Παλαμάς). Το γκιουρντί ήταν ραμμένο με μαύρο, χοντρό, μάλλινο σκουτί από τη νεροτριβή και φοριόταν πάνω από τον κοντοσαγιά. Είχε περίτεχνα κεντήματα στην τραχηλιά, στο κορμί και στον ποδόγυρο από πολύχρωμα μεταξωτά ζέχια, στα ίδια χρώματα με του σαγιά. Το γκιουρντί επίσης φορούσαν οι κοπέλες πάνω από τ’ ασπροφούστανα .
Στην περιοχή Σοφάδων- Παλαμά το χειμώνα, μετά από δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια γάμου, οι γυναίκες έβαζαν για πρώτη φορά το
σιγκούνι
τους στη θέση του καβαδιού. Ήταν ραμμένο με το ίδιο ύφασμα που έραβαν το γκιουρντί, από ειδικούς ράφτες-κεντητές. Είχε το σχήμα σημερινού φορέματος, με κατακόρυφο άνοιγμα στην τραχηλιά ως τη μέση και μανίκια ως τον αγκώνα. Για να καλύψουν το βραχίονα έβαζαν μανικούλια ραμμένα από το ίδιο ύφασμα.
Η φλοκάτα
της Καρδίτσας- Τρικάλων φοριόταν από όλες τις ηλικίες, το χειμώνα, πάνω από το γκιουρντί και ήταν χοντρή, μάλλινη και αυτή από σκουτί, και χωρίς μανίκια. Στο μπροστινό κάθετο άνοιγμα της ήταν φοδραρισμένη με κόκκινο ρούχο. Είχε στολισμένα ζέχια όμοια με του σαγιά, στην τραχηλιά, στο κορμί, ολόγυρα στην τσέπη και στον ποδόγυρο. Το φλοκάτο των Σοφάδων- Παλαμά είχε μικρές διαφορές στην κεντητική του και στο ύφασμα –εδώ χρησιμοποιούσαν ύφασμα της νεροτριβής. Διαφορές συναντούσαμε και στο πότε και πώς το φορούσαν ο Καραγκούνες της περιοχής (ανάλογα με το αν ήταν ανύπαντρες- παντρεμένες και με το κομμάτια που φορούσαν ανάλογα με τον καιρό).
Η πατσαούρα
συμπλήρωνε τη νυφική φορεσιά και ήταν δώρο του γαμπρού. Ήταν ένα τετράγωνο κομμάτι πετσί, ντυμένο με ύφασμα και στολισμένο με χάντρες «παρδαλές» σε σχήμα σταυρού. Στο κάτω μέρος κρέμονταν οι παράδες, αλυσίδες με νομίσματα.
Τα τσερέπια
ήταν πλεγμένες στο χέρι, άσπρες, μάλλινες κάλτσες που έφταναν ως το γόνατο και ήταν κεντημένες στις μύτες και στις φτέρνες με σκέτο, κόκκινο μαλλί και τα παρδαλούδια.
Τα κορδέλια
ήταν ένα είδος παντόφλας που φορούσαν σε όλες τις περιοχές. Ήταν μαύρα, βιδελίσια, με χαμηλό, χοντρό τακούνι και πατημένο το πίσω μέρος τους, ενώ μπροστά είχαν δέσιμο σαν αντρικό παπούτσι με πολύχρωμες κορδέλες.
(EL)