Όταν το Σεπτέμβριο του 1956 είχε κλείσει η διώρυγα του Σουέζ (με επακόλουθο την πετρελαϊκή κρίση), η αντίδραση από την -μετέπειτα- British Motor Corporation, ήταν η ανάθεση στον Άλεκ Ισσιγόνη της άμεσης εξέλιξης του πειραματικού μοντέλου XC9001, που επεξεργαζόταν εκείνο τον καιρό. Ο μετέπειτα Sir Alec, είχε ήδη στο ενεργητικό του μια σημαντική επιτυχία με το Morris Minor, που όμως όντας σχεδιασμένο 10 χρόνια πριν, ήταν αρκετά παλιό για να δεχθεί κάποια ανανέωση και να εκπληρώσει τους στόχους ενός οικονομικού αυτοκινήτου. Μπορούσε όμως να δανείσει τον ήδη δοκιμασμένο και αξιόπιστο κινητήρα του, όπως επίσης και το σασμάν. Ο Ισσιγόνης, ήθελε να κατασκευάσει το μικρότερο, κατά το δυνατόν, αυτοκίνητο για 4 άτομα, που εξωτερικά θα έδειχνε μικρό και από μέσα θα ήταν άνετο, με πλήρη εκμετάλλευση των χώρων. Ξεκινώντας τον Μάρτιο του 1957 με μια ομάδα οκτώ ατόμων, που είχε επιλέξει ο ίδιος, κατάφερε μέχρι τον Ιούλιο να κατασκευάσει ένα ξύλινο ομοίωμα και τον Οκτώβριο ήταν έτοιμα για δοκιμές δυο πρωτότυπα, που κάλυψαν 30.000 μίλια σε 500 ώρες. Η τοποθέτηση του κινητήρα και του ψυγείου νερού σε εγκάρσια θέση, έδωσαν τη λύση στο να είναι περιορισμένων διαστάσεων το εμπρός τμήμα του αυτοκινήτου, ενώ οι ιδιαίτερα μικροί τροχοί, ήταν αποτελεσματικοί τόσο για την ιδιαιτερότητα της ανάρτησης, όσο και για την ευρυχωρία του εσωτερικού χώρου. Τον Ιούλιο του 1958 δόθηκε το πράσινο φως για να μπει το αυτοκίνητο σε παραγωγή και από τον Απρίλιο του 1959 τα πρώτα αυτοκίνητα κυλούσαν στους δρόμους, σαν Austin Seven και Morris Mini-Minor, μέχρι το 1969 που καθιερώθηκε η κοινή ονομασία MINI. Σε παραλλαγές σαν Riley και Wolseley, γνωρίζοντας νίκες και διακρίσεις σαν Cooper, εμπνέοντας κατασκευές σαν τα Moke στην Αυστραλία και τα Innocenti στην Ιταλία, απετέλεσε ένα από τα σημαντικότερα δείγματα - και έσοδα - της Βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, έως τον Οκτώβριο του 2000, όταν ολοκληρώθηκε ο κύκλος του. Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είναι το μοντέλο 1000 κατασκευής 1970, με κινητήρα 998 κ.ε., ιπποδύναμη 38 PS και τελική ταχύτητα 126 χλμ/ώρα.