Toggle navigation
Home page
Search items
Browse
Persons
Types
Subjects
Historical periods
Places
Map
Institutions
Collections
Thematic exhibitions
Portraits
Interoperability
About
The project
Publications
News Bulletin
Help
For institutions
Join
Publication requirements
Expression of Interest
Data delivery to Europeana
Contact
ΕΛ
•
ΕΝ
Home page
Places
Europe ▶ Bulgaria
Sozopol
Discover
208 items
related to this place
Search
More search options
Filters
Filters
Clear
Subject
Countries and country groupings
(6)
Asia and the Pacific
(6)
Asia
(6)
Turkey
(6)
Culture
(206)
Art
(8)
Arts
(7)
Works of art
(7)
Antiquities
(4)
Portrait
(3)
National art
(1)
Byzantine art
(1)
Cultural policy and planning
(195)
Intangible cultural heritage
(195)
Customs and traditions
(1)
Fashion
(1)
Folklore
(194)
Oral tradition
(194)
Culture
(4)
Cultural conditions
(4)
Cultural life
(4)
Everyday life
(4)
History
(6)
Archaeology
(4)
Archaeological objects
(4)
Historical periods
(4)
Ancient history
(4)
Antiquity
(4)
History (discipline)
(1)
National history
(1)
Greek History
(1)
Byzantine Empire
(1)
Byzantine civilization
(1)
Numismatics
(4)
Monasteries
(1)
Visual arts
(8)
Architecture
(2)
Buildings
(1)
Public structures
(1)
Monasteries
(1)
Monuments
(1)
Historic monuments
(1)
Photography
(3)
Plastic arts
(4)
Art metalwork
(4)
Europe
(4)
Bulgaria
(4)
Politics, law and economics
(7)
Equipment and facilities
(1)
Transport infrastructure
(1)
Harbours
(1)
Finance and trade
(4)
International relations
(1)
International relations
(1)
Foreign relations
(1)
Diplomacy
(1)
State security
(1)
Armed forces
(1)
Labour
(2)
Politics and government
(1)
Political science
(1)
Politics
(1)
Social and human sciences
(3)
Human settlements and land use
(1)
Human settlements
(1)
Population
(2)
Migrants
(2)
Type
2D Graphics
(8)
Images and ornament for layout features
(2)
Illustration (layout features)
(2)
Photo
(6)
3D Αrtefacts and Realia
(4)
Archaeological object
(4)
Coin
(4)
Intangible cultural heritage
(194)
Folk Legend
(6)
Proverb
(188)
Place
Europe
(208)
Ευρώπη
Balkan Peninsula
(208)
Βαλκανική χερσόνησος | Βαλκάνια
Europe
Bulgaria
(208)
Βουλγαρία | Republic of Bulgaria
Europe ▶ Bulgaria
Sozopol
(208)
Σωζόπολη | Απολλωνία Ποντική | Απολλωνία Μάγκνα | Σωζώπολη
Europe
Greece
(1)
Ελλάδα | Ελλάς | Hellenic Republic
Europe ▶ Greece
District of Central Macedonia
(1)
Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας | Central Macedonia
Europe ▶ Greece ▶ District of Central Macedonia
Thessaloniki
(1)
Νομός Θεσσαλονίκης
Europe ▶ Greece ▶ District of Central Macedonia ▶ Thessaloniki
Thessaloniki
(1)
Θεσσαλονίκη
Europe ▶ Greece ▶ District of Central Macedonia ▶ Thessaloniki ▶ Thessaloniki
Archaeological Museum of Thessaloniki
(1)
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης | Archaeological Museum of Thessaloniki, Thessaloniki | Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Νομός Θεσσαλονίκης | Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκης
Makedonía
(1)
Μακεδονία | Macedonia
Mediterranean Sea
(1)
Μεσόγειος
Chronology
1950 - 1999
(1)
1900 - 1949
(146)
1800 - 1849
(2)
100 - 51 B.C.
(1)
150 - 101 B.C.
(1)
200 - 151 B.C.
(1)
250 - 201 B.C.
(1)
350 - 301 B.C.
(2)
400 - 351 B.C.
(2)
450 - 401 B.C.
(2)
Historical period
Classical Period
(3)
Middle Classical Period
(2)
Late Classical Period
(2)
Hellenistic Period
(2)
Early Hellenistic Period
(2)
Middle Hellenistic Period
(1)
Late Hellenistic Period
(1)
Modern Greece
(149)
Reign of King Otto
(2)
Reign of King George I
(2)
World War I and Asia Minor Campaign
(3)
Interwar period
(141)
Regime change
(1)
Institution / collection
Academy of Athens
(194)
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens
(194)
Aikaterini Laskaridis Foundation
(2)
Travelogues
(2)
Historical Archives of Greek Refugees, Municipality of Kalamaria
(6)
Repository of Historical Archives of Greek Refugees
|
repositories
EKT
(6)
Ministry of Culture - Directorate for the Administration of the National Archive of Monuments
(4)
National Archive of Monuments - Moveable Monuments Collections
(4)
University of Crete
(2)
Anemi - The Digital Library of Modern Greek Studies
(2)
Europeana type
Image
(12)
Text
(196)
Thumbnail or file license
CC BY-NC 4.0
(6)
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(200)
In Copyright (InC)
(2)
Language
Bulgarian
(1)
Greek
(196)
No linguistic content
(6)
1 - 30 from 208 items
Map
Grid
Sort by
Relevance
Ascending date
Descending date
Coin of Apollonia
Date
450 - 350 BC
ekt:Proxy.dcterms:temporal.en
Late Classical Period, Middle Classical Period
Item type
Coin, Archaeological object
Place
Sozopol
Institution
Ministry of Culture and Sports - Directorate for the Administration of the National Archive of Monuments
Drachm Apollonia
Date
229 - 100 BC
ekt:Proxy.dcterms:temporal.en
Hellenistic Period
Item type
Coin, Archaeological object
Place
Sozopol
Institution
Ministry of Culture and Sports - Directorate for the Administration of the National Archive of Monuments
Tetradrachm Apollonia (Pontos)
Date
450 - 400 BC
ekt:Proxy.dcterms:temporal.en
Middle Classical Period
Item type
Coin, Archaeological object
Place
Sozopol
Institution
Ministry of Culture and Sports - Directorate for the Administration of the National Archive of Monuments
Κανονισμός της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος Σωζοπόλεως : Εγκριθείς εν τη γενική συνελεύσει της 24 Οκτωβρίου 1904 διά πρακτικού υπ'αριθμόν 4.
Date
1904
Creator
Ορθόδοξος Ελληνική Κοινότης Σωζοπόλεως.
Place
Sozopol
Institution
University of Crete
Κανονισμός του Γεωπονικού-Φιλανθρωπικού Αδελφάτου "Δήμητρα" εν Σωζοπόλει... = Ustav' na Ovoshtarsko-Filantropichesko druzhestvo "Dimitra" v' Sozopol'...
Date
1904
Creator
Γεωπονικόν-Φιλανθρωπικόν Αδελφάτον "Δήμητρα" (Sozopol, Bulgaria)
Place
Sozopol
Institution
University of Crete
Για αλλιώς, για ξαλλιώς, για ξεπαλουκώματα
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Έφτασ' η δουλειά στο μόσκο
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Τ' έχουμε τα έρμα και ψοφούνε; Μεσημέρι τα βάνουμε, μεσημέρι τα βγάζουμε
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Πό μέσα μπαίνει το τσέβι
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Ξέρει ίσα πε του καλή τ΄ άλογο
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Ακούσετε, γειτόνισσες, πάλε σκουλι ροκκιάζω
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Σέρνει μύτη σαμ πανί
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Τα κόφτει με dο μπαλτά
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Η σκύλα πε dη νέγκασή dης κάνει τα κουτάβια dης στραβά
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Έκαν' ο Μάρκος μαραφέτι
Item type
Proverb
Creator
Άγνωστος συλλογέας
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Όφις εντός οικίας δεν επιτρέπεται να φονευθή, διότι είναι το καλό του σπιτιού.
Date
1929
Item type
Folk Legend
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Ότι την νύκτα της μεγάλης Πέμπτης προς την Παρασκευή εμφανίζεται ο κεκρυμμένος θησαυρός εν είδε φλογός
Date
1929
Item type
Folk Legend
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Ένα χρόνο ανήμερα της άγι Ανάληψις, ημέρα πε το πουρνό ήdανε καλοκαιρινή, ο ήλιος λαμποκοπούσε κ’ έκαιγε αγέρας δε φυσούσε διόλου, φύλλο δε σάλευε. Στο μαχαλά της Αγι Ανάληψης, λόγερα ς το παρακλήσι στήθηκε το παναγύρι. Οι άdrοι τραβουδούσαν πολλά τραβούδια, οι γεναίκες και τα κορίτσια χόρευαν. Άξαφνα μαύρισ’ ο ουρανός, συννέφιασε, σκοτείνιασε, φύσηξ’ αγέρας δυνατός γεν’κε μια σίφωνη που ο Θεός φυλάξη. Σκόνες πε τοις δρόμους, κεραμίδια πε τοις σκεπούς, αστραπές φοβερές και χαλάζι γερό, χάση κόσμου, έκανε dόγ κόσμο να φεύγη πατείς με πατώ σε. Το βράδυ ήdασι ούλοι ‘ς τα σπίτια dους μον’ ένα κορίτσι έλειπε τομορφότερο, μοναχοκόρη ‘ς τη μάννα dου. Κανείς δε dο είδε, κανείς δε d’ άκουσε. Χάθηκε! Πέρασε κάμποσος καιρός τίποτε γι αυτό δεν ακούστηκε. Το ‘κλέψαν, έφυγε ή σίφωνη το πήρε; Ποιος ξέρει; Η μάννα dου του κάκου παρακαλούσε κι άναφτε κεριά 'ς τοι‘ χάραις κ’ έκανε τάματα για dην υγειά της κόρης της. Ούλα του κακού. Πούποτε δε φάνηκε το κορίτσι, πούποτε δεν ακούστηκε. Η κακομοίρα η μάννα πε dημ πολλή dημ πίκρα πέθανε. Πέρασε κανείς χρόνος πάνου κάτου. Μια νύχτα πριμή λαλήσουν τ’ αρνίθια, η μαμμή του χωριού ακούει άξαφνα ‘ς τη μπόρτα του σπιτιού dης και βροdούν, "Ποιος είναι;" Πιλογιέται. – "Εγώ είμαι’’, ακούγεται μια φωνή. Έλα ‘ς το σπίτι μου να ξεγεννήσης dη γεναίκα μου. Η φωνή έμοιασε σα γνωστή ‘ς τη μαμμή κι άνοιξε dημ πόρτα. Τ’ αγιοκέρι που βαστούσε ‘ς το χέρι dης η γριά έσβησε, δε πρόφτασε να διή ποιος ήdανε "Κλούθα με, κερά μαμμή dήν είπε, κι αυτή έτσι ‘ς τα σκοτεινά πήγε μαζί του. Έτσι περπατώντας ‘ς τα σκοτεινά, μπροστά κείνος και καταπόδι η γριά, έφτασαν κά’ ‘ς το γιαλό, ‘ς τη Μαύρη πέτρα. Η γριά τα χρειάσθηκε. Που θα πάνε τώρα "Μη φοβάσαι, κερά μαμμή" dήνε λέγει, "κάτσε πάνω μου". Η γριά άθελα κρεμάστηκε ‘ς το λαιμό dου και τρέμοντας έκατσε πά ‘ς τη ράχη dου. Τώρα πια καταλάβαινε με ποιόνα έμπλεξε σφάλισε τα μάτια dης και ‘ς το έλεος του Θεού. Καταλάβαινε που περνούσαν θάλασσα, μα δε βρέχουνταν. Πέρασαν το διαπόρι, έφτασαν μέσ’ ‘ς το μικρό νησί. Περπάτησαν κομμάτι ‘ς τα σκοτεινά άξαφνα ανοίγει μια μεγάλη πλάκα και φαίνεται μια μαρμαρένια σκάλα. Κατεβαίνουν σαράντα σκαλοπατήματα τι να διής; Τρίβει καλά η γριά τα μάτια dης, γλέπει ξαναγλέπει ένα παλάτι που φεγγοβολούσε κι άστραφτε πε το πολύ το φώς. Οι πόρτες αρτάνοιχτες πηγαίνει μέσα. Σ τημ πρώτη κάμαρα που πήγε, γλέπ’ ένα ολόχρυσο κρεβάτι και πάνου ‘ς αυτό πλαγιασμένο ένα κορίτσι. Ξαντρίβει πάλ’ η γριά τα μάτια dης, γλέπει, ξαναγλέπει, μπορεί να μη πιστέψη στα μάτια dης; Ολόσωστο το κορίτσι που χάθηκε. Το γνωρίζει μα δε λαλεί γλέπει τα πλάγια dης, ακούει και μια φωνή. "Κερά μαμμή, κερά μαμμή, το παιδί θέλω να είν’ αγώρι, γιατί ύστερα άσκημα τα χης." Η γριά όσομ πάει τα χρειάζεται. Γλέπει λόγερα, κανείς άλλος δεν φαίνεται. Ανάμεσα ΄ς τα στρωσίδια της καμάρα γνώρισε μια κιλιμότσεργα της γριάς της Αντωνάκαινας, της γειτόνισσας της. Πισταβώθηκε ειγυρεύει δώ η κιλιμότσεργα της Αντωνάκαινας. Ούλ' αυτό που σας λέγω γένηκαν σε μια στιγμή, dην εφάνηκαν σαν όνειρο. Σαν όνειρο dην εφάνηκε και η γέννα του παιδιού μα όνειρο πιο άσκημο. Το παιδί γεννήθκε εύκολα, μα ήdανε κορίτσι! Τι να κάνη τώρρα η αμμή; Ο πατέρας το ήθελε αγώρι. Θυμήθκε τότε που φεύγοντας πε το σπίτι, έβαλε τ’ αγικέρι ‘ς τη τζέπη dης. Δε χάνει καιρό, κόφτ’ ένα κομμάτι, κάν’ έν αγιοκέρινο παππί και το κολλά ‘ς το μέρος του. Τα λερωμένα χέρια dης τα σκούπισε μάξους σε μια άκρα της κιλιμότσερας. Καλόθεσε τη λεχούσα ‘ς το κρεβάτι, έκανε ότι ήξερε, για να μη πάθουνε το παιδί κ η μάννα από νυκτοπάτημα κι αρμενιάτικα κ’ έκατσε ‘ς το μενdέρι. Να κι ο δράκος έρχεται. "Αγώρι το παιδί, τσελεμπή μου" λέγ’ η γριά. - "Τέτοιο κι εγώ το ήθελα" λέγει ο δράκος "Άϊdε να σε πάγω σπίτι σου τώρα". Και λέγοντας αυτά έβαλε μέσ’ ς το γκόρφο της μαμής μια φούχτα κάρβουνα σβηστά. Η γριά ταράχτηκε, μα τι να κάνη; Τέλος να μη τα πολυλογούμε η γριά όπως και πρώτα βρέθηκε ‘ς το σπίτι dης πριμή λαλήσου ταρνίθια. Έρρηξε τα κάρβουνα όξω από τη πόρτα, έκανε τρείς φορές το σταυρό της κ’ έβαλε το μπεράτη. Πλάγιασε που dηνε πιάνει ο ύπνος! Λάλησαν και ταρνίθια. Όσα να ξημερώση μάτι δε σφάλισε. Το πουρνό σηκώνεται, τι να διή; Ένα φλουρί μέσ’ ‘ς το κόρφο της γένκε πε τα κάρβουνα που την έδωκ’ ο δράκος. Σταυροκοπιέται και τραβά για της Αντωνάκαινας το σπίτι τήνε λέγει "το και το είδα κι έπαθε εψές. Να διώ dηγ καινούργια σου dηγ κιλιμότσεργα". Βγάζ’ η Αντωνάκαινα dηγ κιλιμότσεργα τι να διούνε! Σε μια άκρα οι δαχτυλιές της μαμμής που σκούπισε τα χέρια της. Hdαν ή ίδια η κιλιμότσεργα που είδε πο βραδύς ‘ς του δράκου το σπίτι! Τότε μονάχη της πάλι η Αντωνάκαινα θυμήθηκε που τ’ Άη Γιάννου δεν έβγαλε τα ρουχικά του σπιτιού να τ’ αγερίση και είπε ‘ς τη μαμμή, που είχ’ ακουστό πε τη μάννα της, που πρέπει κάθα χρόνο τ’ Άη Γιαννού ν’ αγερίζουdαι τα ρουχικά, γιατί άμα πομένουσι κείν’ το βράδυ διπλωμένα τα παίρνουν οι διαβόλοι και τα στρώνουν σπίτια dους. Και γιαυατό ζήτε φρονείτε, παιδιά μου, τα ρουχικά σας κάθα χρόνο τ’ Άη Γιάννου να αγερίζετε. Τώρα άς έρτουμε και ‘ς το δράκο. Άμα dην άλλ’ dην ημέρα είδε που το παππί του παιδιού ήdαν αγιοκερένιο, το βράδυ πριμή λαλήσουν τ’ αρνίθια πήγε ‘ς το σπίτι της μαμμής χτυπά ‘ς τημ πόρτα και φωνάζει "Κερά μαμμή, κερά μαμμή, αγιοκερένιο ‘ν’ το παππί". Μα η γριά όσο τάκουγε τόσο κουκκουλώνουdαν. Φώναξε, φώναξ’ ο δράκος, λάλησαν ταρνίθια, έφυγε. Το πουρνό η γριά έκανε πε dηγ κουπριά ένα σταυρό, όξω πε dημ πόρτα του σπιτιού dης και πια δράκος ούτ’ ακούστηκε ούτε φάνηκε. [Η παράδοσις είναι αιτιολογική, αναφερόμενη εις το εν Σωζοπόλει επιχωριάζον έθιμον του να εκθέτωσιν εις τον αέρα και εν σκιά κατ’ έτος την 24 Ιουνίου την εορτήν του αγίου Ιωάννου, τα υφάσματα, ών σπανίως γίνεται χρήσις και άτινα συνήθως φυλάττονται όλον το έτος εις κιβώτια ή αρμάρια. Παραλλαγαί της παραδόσεως ταύτης, κοιναί πολλαχού της Ελλάδος, ανφέρονται εις άλλα ξωτικά, Καλλικατζάρους και Νεράιδες (Πολίτου Παραδόσεις αρ. 638-612, 794-797) μια δε της Ιμβρου, εις Δράκου (Αυτ. αρ. 402) ως η τηςΣωζοπόλεως)]
Date
1914
Item type
Folk Legend
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Ότι το ρίπτειν εντός της σκάφης την περισσεύουσαν ζύμην κατά το πλάσιμον των άρτων, προκαλεί έλλειψιν ή σπάνιν του άρτου εν τη οικία εκείνη. Εις την πρόληψιν ταύτην υπόκειται η εξής λαϊκή παράδοσις: Ο καπετάν Πανάγος είντανε το αξιώτερο κι ωμορφώτερο παλλικάρι του χωριού μας. Η θάλασσα γι’ αυτόνα είντανε παιγνίδι. Είχε ντη βάρκα ντου με μια γοργόνα στη πλώρη κι αρμένιζε και πε ντη γαλήνη και πε ντη μεγαλύτερη φορτούνα. Σαν κοντόφτανανε τα Χριστούγεννα, τραβούσε ντη βάρκα ντου αψηλά – αψηλά στην αμμουδιά και περνούσε τα Δωδεκάμερα στο σπίτι ντου. Η πρώτη ντου δουλειά πουρνό, πουρνό, άμα σηκώνουντανε, είντανε να πάγει να συργιανίσει ντη βαρκούλα ντου που ντην είχε τραβημένη κει στο γιαλό της γειτονιάς του. Μια μέρα, είντανε Σάββατο, βρίσκει ντη βάρκα να μην είναι τραβηγμένη στο μέρος της, το άλλο Σάββατο πάλε το ίδιο, το τρίτο βάνει σουμάδια και βεβαιώνεται πως η βαρκούλα πλέγεται. Από πιόνα; Αυτό ήθελε να μάθει ο Πανάγος. Δε χάνει καιρό, το βράδυ άμα σπέρωσε, πηγαίνει και κρύβεται μέσα στην πλώρη της βάρκας, Κει μέσα ξαπλωμένος πε το τσιγάρο στο χέρι, καταλαβαίνει που η βάρκα σέρνεται πάνου στα φαλάγγια και σε λιγάκι πως πλέει στο νερό. Τώρα φοβήθηκε πεια ο καπετάν Πανάγος. Κανήνανα δε γλέπει, τίποτε δεν ακούει, μα η βάρκα ντου χλι – χλι ταξιδεύει στη θάλασσα. Κάνει ντο σταυρό ντου και πάγει να βγη πε ντη πλώρη, μα πρώτα βάνει το μάτι ντου σε μια τρυπίτσα που είχε το ταμπούκιο. Κει στην αστροφεγγιά γλέπει άσπρα φουστάνια και συργιανίζουνε μέσα στη βαρκούλα και σε κομμάτι ακούει ένα γλυκό, γλυκό τραβούδι, που ντον έκανε να καταλάβει πως τάμπλεξε με νεράγδες. Πόση ώρα πόμεινε σ’ αυτή ντη στάση κι ως που πήγε η βαρκούλα και πόδισε δε γκατάλαβε. Θυμούντανε μόνε που ντην ώρα που αμμούδωσε η βάρκα, λάλησε ο πετεινός και η ναυτοπούλες αρχίσανε να πηδούνε μια – μια στο γιαλό. Κάνει πάλε ντο σταυρό ντου ο Πανάγος, τάζει στη χάρη του σπιτιού του ένα κερί και πετιέται όξω πε ντη πλώρη. Ντι στιγμή κείνη και η τελευταία νεράγδα έπεφτε στο γιαλό. Έπιασε ντη βρουλίδα ντης και πήρε ντη νεράγδα μέσα στη βαρκούλα. Έβγαλε το μαχαίρι ντου ο καπετάν Πανάγος που είντανε μαυρομάνικο για να κόψει ντη βρουλίδα, γιατί είχε πακουστό που η νεράγδες σκλαβώνουνται σα χάσουνε τα μαλλιά ντους. Η νεράγδα τότε παρεκάλεσε να μη κόψει τα μαλλιά ντης και ωρκίσθηκε στη μάννα ντης ντη Κερά ντη Θάλασσα, στο κύρη της ντο Κύρ Βορριό και στα τρία κύματα τ΄αδρέφια ντης που θα γένει σκλάβα ντου και θα κάνει ό,τι και να ντήνε προστάξει. Ο Πανάγος τίποτε άλλο δεν ήθελε είχε στον κόσμο μόνε μια γριά μάννα και ήθελε νια νοικοκθρά μέσ’ το σπίτι ντου. Η νεράγδα παραδέχτηκε να πάγει μαζί ντου. Ρουμετζάτου, στάθηκε η νεράγδα κι ωρμήνεψε ντο Πανάγο κάθε Σάββατο πρωί να κόφτει τα νύχια ντης, γιατί αλλοιώς θα ντήνε χάσει, και η κατοικία ντης θα είναι μέσα στο πηγάδι. Έτσι έκανε ο Πανάγος και έζησε μαζί πε ντη νεράγδα τρία χρόνια. Στο χρόνο πάνου έκανανε ένα κορίτσι ώμορφο σα ντη μάννα ντου. Μα ένα Σάββατο που έλειπε ο καπετάν Πανάγος και πήγε αργά στο σπίτι ντου, βρίσκει ντη σκάφη ντη ζυμώτρια που ζύμωνε η νεράγδα, ξεχειλισμένη πε νεβατό ψωμί και το παιδί ντου να φωνάζει ντη μάννα ντου. Φωνάζει κι αυτός, τίποτε. Θυμήθηκε που δεν έκοψε τα νύχια ντης και τρέχει στο πηγάδι. Φωνάζει ντη νεράγδα να πλάσει τα ψωμιά, γιατί ξεχείλισε η σκάφη, πάλε τίποτα. Γύρισε τότε στο σπίτι ντου ο κακομοίρης και έβαλε ντη μάννα ντου να πλάσει τα ψωμιά. Έπλανε η γριά, έπλανε και τελειωμό δεν είχε το ζουμάρι, γιατί όλο και ξεχείλιζε η σκάφη. Τότε παραπονεμένος ο Πανάγος πήγε πάλε στο πηγάδι και παρακαλούσε ντη νεράγδα να βγη να βυζάξει το παιδί και να πλάσει τα ψωμιά. Κείνη πιλογήθηκε και είπε: «Και το παιδί θα βυζαχτή και το παιδί θα λείψει». Και τον ωρμήνεψε να ρίχνει το χυμένο ζουμάρι μέσα στα σκάφη και έτσι θα τελειώσει. Έτσι τώκανε. Και πε τότε είναι μεγάλη αμαρτία πλάνοντας ψωμιά να ρίχνουν το ζουμάρι που περισσεύει μέσα στη σκάφη, γιατί τότε κείνο το σπίτι δε μποτάζει ψωμί. [Η Νεράγδα= Υπάρχει εις Ζωζόπολιν πηγάδι της Νεράγδας λεγόμενον, μαυρομάνικο= Υπάρχει η πρόληψις, ότι ο κατέχων μαχαίριον με μαύρην λαβήν και χαράζων επί του εδάφους κύκλον, αφού στήσει αυτό εν τω κέντρω και καθίσει ο ίδιος εντός του κύκλου, δεν έχει φόβον όταν δήθεν περικυκλωθή από «ξωτικά»]
Date
1929
Item type
Folk Legend
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Σε νύπνιασε να πάης ‘ς ένα μέρος έχει γρόσια, να πά να τα βγάλης. Θα πάης ποβραδύς σε κείνο το μέρος να κοσκινίσης στάχτη, ίσαμε το τραπέζ’ένα μέρος, θα βάλης ένα κόσκινο ποπάνου,θα το σκεπάσης μ’ένα τσουβάλι για να μη bάη και πατήσ’ καμνιά γάτα ή άλλο τίποτες. Το πρωί θα πάης να το ξεσκεπάσης, να δγής τι σουμάδια θα ν’έχ’ ποπάνου πε dή στάχτη. Χέρι θα ν’ έχ’, πόδι θα ν’ έχ, κανείνα άλλο αθρώπινι σουμάδι θα ν’ έχ’, άθρωπος συdροφιά,κείνος να χτυπήσ’ πρώτα να κάν’σταυρό κ’ ύστερα να χιρήσ’ να σκάφτη ο ήσκιος dου να ναι κεί. Αυτός ύστερα,μόνε τύχ’ και βγάλουνε τα γρόσια, ίσαμε τις σαράdα δε bάει. Άμα πάλε δγής dη στάχτη κ’ έχ’ πατημασιά κανενού ζώγου, όρνιθα είναι, πετεινός είναι, σκύλος είναι, ότ’είναι, αυτό θα πάρης να σφάξης κειπέρα. Κι άμα πάλε τύχ’ και δγής χαράκια και κουκκίδες, θέλ’να πάρης κεργιά και θυμνιάμα, ν’ανάψης τα κεργιά και να θυμνιάσης το μέρος άμα δγής σταυρό, σταυρό θα πάρης να βάλης κειπέρα. Dο gαιρό πά (που θα) παγαίνης να βγάλης γρόσια, πρέπει να μη χωρατέψης κανείναννα κι’ άθρωπο άμα έχης συdροφιά, ούλο γνευτάτα, ούλο με τα γνεψίματα θα σκάφτετε. Άμα χωρατέψης, χάνεται ο θησαυρός, ότ τίποτες έχ’, αρχαίγα, χρήματα, χάνουdαι κι’ ακούεις μ’ένα βρόdος και πάνε κάτου σκάφτεις, και κεί που σκάφτεις βρίσκεις κάρβουνα. Άμα βγάλης τα γρόσια, όσο που να πάης ‘ς το σπίτι, δε gάνει να γυρίσης πίσου να δγής. Μόνε γυρίσης και δγής, θα κακοπάθης, και κεί που βαστάς χρήματα, γλέπεις κάρβουνα. Άμα τα πάης ‘ς το σπίτι, σαράda μέρες ς’ την αράδα θα τα θυμνιάζης,για να ξορκιστή το κακό,γιατί τα γρόσια ή τα αρχαίγα, ό,τι πράματα είναι, είναι δρακοdεμένα. Κείνος, όποιος έβαλε αυτό το πράμα κεί, σκάφτοdας βάν’ και μνιά bέτρα, ένα ξύλο, ένα ζουνάρι και νοματίζ’, <’όποιος τα βγάλη, να παρουσιαστή δράκος bροστά dου>. Η πέτρα κείνη, το ξύλο… γένεται τότες αυτό πα ονοματίσ’ αυτός,φίδ’, αρκούδα, κι’άμα πάη κανείς να τα βγάλη,παρουσιάζεται και κάνει να dόνε ξεσκίση, κι’ αυτός φοβάται και παίρνει dο δρόμο και διαβαίνει.Και ‘ ς αυτόνα που τα παράχωσε, άμα πάη για να τα βγάλη, και ‘ς αυτόνα φαίνεται το στοιχειό μ’αυτός το ξέρει και λέει <πέτρα ήσανε και πέτρα να γένης> κι’αυτό τότες γένεται πέτρα και βγάν’αυτός τα γρόσια. Αυτός, που τα παραχώνει, bορεί να το πή και σε άθρωπο του σπιτιού dου, ότι ‘ς το dάδε τόπο παράχωσε γρόσια και πέτρα έβαλε για σουμάδι. Κι’ άμα πάη αυτός να τα βγάλη και πή έτσι, τα βγάζει. Πολλές φορές σε νυπνιάζει και σε γυρεύει γαίμα σε γυρεύει να πάρης το παιδί, dον αξάδρεφο σου αθρωπινό γαίμα θέλει. Τι να κάνης!δε bήγαιναν για να τα βγάλουνε και πολλοί ηύραν το μέσο παραδείματος χάρη, να χύσης γαίμα πήγαινες ένα παιδάκι λίγο γαίμα, η μύτη dου να ματώση μα κείνο το παιδί θα πεθάνη. Λίγοι το κάνουνε αυτό, όσοι δε φοβούdαι dο Θεγό. Dη Μεγάλη Πέφτη dη νύχτα, όπου έχουνε υποψία πως έχ’ γρόσια πηγαίννε και φυλάγουνε και τότες γλέπουνε να νεβαίννε και να κατεβαίννε φωτιές φτάνει τότες να προκάμης να ρήξης πάνου ένα ρούχο, πουκάμισο, σεdόν, ό,τι να ναι και να τραυήξης να φύγης σαράda αdήμνια μακριά γυρίζεις ύστερα και γλέπεις πάνου θάλασσα, ότ’ νομίσματα είναι, βγαίννε ποπάνου πε το ρούχο και τα παίρνεις, γιατί κείνα δε είναι φωτιές, μόνε είναι τα γρόσια, που τα λιχνίζει το στοιχειό. α) ‘Σ τον Αηγιάννη κάddανε μέσ’ ς’ το κελλί μνιά φαμίλια. Είχε πολλά παιδιά, είχε κ’ένα κορίτσι δώδεκα χρονώ. Αυτό το κορίτσι το νύπνιασε μέσ’ ΄ς το bαξέ που είχε σε μνιά gόχη γρόσια και να πα να τα βγάλη. Είχε και μνιάν όρνιθα μαύρη και πήγαινε απόξω πε το κελλί και φώναζε κάθε πρωί.Σκώνταν το κορίτσι το πρωί και άκουγε dήν όρνιθα που φώναζε και θαρρούσε που θελε να γεννήση. Dην έδιωχνε να πάη ‘ς τη φωλεά dης και κείνη πήγαινε ‘ς το bαξέ, ποπάνου πεκεί που dήνε νύπνιασε τότες έπιανε το κορίτσι και σκάλιζε κ’εύρικσε ένα,δυό φλουριά σε κείνο το μέρος. Λοιπόν ξεμυστηρεύτηκε το κορίτσι, το είπε dη μάννα dου, μας το είπαν και μας. Εμείς συνεννοήθκαμε, πήγαμε ποβραδύς κεί που dηνέ νύπνιασε και κοσκίνισάμε στάχτη, εβαλάμε το κόσκινο ποπάνου κι’απλωσάμε κ’ένα τσουβάλι. Ύστερα πε δυο τρείς ώρες πήγαμε και το ξεσκεπάσαμε και είδαμε κάτι σουμάδια πάνου ‘ς τη στάχτη. Ήdαν ένας σταυρός και κάτι χαράκια και κουκκίδες θαρρούσαμε κ’εμείς που ήθελε σταυρό, κεργιά και θυμνάμα.Εκανάμε έμα σταυρό πο ξύλο, πήραμε και κεργιά και θυμνιάμα και χίρσαμε να σκάφτουμε. Κείνο όμως τα χαράκια ήdανε όρνιθας ποδάρι κ’ εμείς δε dο καταλάβαμε κ’ εσκάφταμεδυό τρείς ώρες και τίποτα δε bαρουσιάζουdανε, όσο πια που ξημέρωσε και τάφκαμε για να πάμε dην άλλη νύχτα. Μα dη μέρα πήρανε χαbάρ’ η γειτονιά και το προδωσάνε ‘ς την bολίτσια και πήγανε αυτοί και φυλαγάνε κ’ έτσι δε bορέσαμε να πάμε πια κ’έμεινε το πράμα έτσι. Όμως άμα επερνάμε όρνιθα, κείνηννα που πήγαινε κάθε μέρα ποπάνου και φώναζε, θα να τα βγάλουμε. Β) Μνιά γεναίκα dήνε νύπνιασε να πάη ‘ς ένα μέρος να βγάλη γρόσια. Αυτή όμως το είπε κ’ άμα πήγε κ’έσκαψε, ηύρε ένα κουρούπι κάρβουνα και τα πήρε μαζί πε το κουρούπι και τα πήγ’ς το σπίτι dους. Ύστερα dήνε μαλωνάνε, γιατί να d οπή και γιατί το είπε dήνε νύπνιασε, γέν’κανε τα γρόσια κάρβουνα. (αdήμνια=βήματα, κόχη(κόγχη)=γωνία, Polizia it=αστυνομία, Η διήγησις αύτη (β) κατ’ανακοίνωσιν του Σωζοπολίτου πρόσφυγος Στράτη Ζουρμαλίδου).
Date
1914
Item type
Folk Legend
Creator
Μέγας, Γ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Άμα δε βγαίνουνε τα γρόσια, που ένας νυπνιάστηκε, παίρνουνε ένα ψαλτήρι, το δένουνε μ’ένα μαντήλι ή με σπάγγο καταμεσής και μέσ’ σε κείνο dο σπάγγο που κρέμεται ή ‘σ το μαντήλι περνούνε ένα κλειδί ύστερα βαστούνε το κλειδί και αφήνουνε το ψαλτήρι να κρέμεται όπου γυρίση το ψαλτήρι, κεί είναι ο δρόμος του θησαυρού.
Date
1914
Item type
Folk Legend
Creator
Μέγας, Γ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Διψά η αυλή σου για νερό; Παρέξω μη το χύνης
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Ντόν άφησε τής ελιάς τό μέσα καί τ' αβγού τό όξω
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Βράζ' ο μύλος, δεν ακούει
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Άλλος αγαπά ντο παπά κι' άλλος την παπαδιά
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Έφαγαν ψωμί κι άλας μαζί
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Θρέψε σκύλο ντο χειμό, να σε βαβίξει το καλοκαίρι
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Η ζούλια βγήκε πε τ' αδέρφια
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Το δέντρο όντας είναι μικρό σιάζει
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
Που δε θέλει να ζυμώση, πέντε μέρες κοσκινίζει
Date
1929
Item type
Proverb
Creator
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Place
Sozopol
Institution
Academy of Athens
×
×