Στην Πετρούσα στη θέσι Τραόμαντρα, λένε πως έβγαινε μία φώτσα (=φώκια) από τη θάλασσα. Εκεί ‘ναι μια σπηλιά και μπαίνει η θάλασσα μέσα στη σπηλιά. Εκεί έβγαινε η φώτσα. Αυτή η σπηλιά, μου λέγε ο πατέρας μου, πως είναι το σπίτι του Κύκλωπα. Αυτός έβανε εκεί μέσα τα προβατά του. Πήγε ένα παιδί να του ζητήση φωτιά, ο Κύκλωπας είχε ένα μάτι, ρωτά το παιδί «πώς σε λένε»; Λέει του του παιδιού: μη λένε «Κανένα». Κάτσε εδώ μαζί μου. Αυτός με μια βολάδα (=μεγάλη πέτρα) έφραξε την πόρτα. Ύστερα τον εγύρευε να τόνε φάη. Δεν τον εύρισκε. Το πρωΐ αμολάει τα πρόβατά του να βγουν έξω. Το παιδί έπιασε αποκάτω από το ζυγούρι (= κριόν) κ’ εβγήκε έξω. Γι’ αυτό ο τόπος αυτός ωνομάστηκε Τραόμαντρα γιατ’ ήντανε του Κύκλωπα η μάντρα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών