Μια φορά ο Χριστός επήγε σα φτωχός κ’ επαρουσιάστηκε σ’ ένα γεωργό που ώργωνε και δεν ήξερε ο γεωργός να οργώνη. Πάντα από τη μια μεριά ώργωνε και μετά τα ξέζευφνε και τα έφερε στην άλλη άκρη για να κάμη την αυλακιά. Ο Χριστός του έδειξε πώς να γυρίζη τα βόδια. Μετά επήγε στη γυναίκα του που ύφαινε και δεν ήξερε να γυρίζη τη σαΐτα παρά έκοβε την κλωστή. Της έδειξε πώς να γυρίζη την σαΐτα και να υφαίνη. Μετά περνά από τον τσοπάνο και τον παρακάλεσε να πάη να γεμίση νερό το κιούπι. Ο τσοπάνος θα πάω, αλλά θα’ρθη ο λύκος να μου πάρη την καλύτερη προβατίνα. Ο Χριστός του είπε: Εγώ θα κοιτάξω τα πρόβατα. Όταν γύρισε ο τσοπάνος με το νερό επήρε ο Χριστός δυό πέτρες, τις ευλόγησε και η μια έγινε σκύλλα θηλυκιά και η άλλη αρσενικός σκύλος. Από τότες βγήκαν τα σκυλιά. Μετά ένα χρόνο ο Χριστός ξαναπέρασε με άλλη μορφή από τον γεωργό και τον ρώτηξε ποιος σ’ έμαθε να οργώνης και του είπε ότι επέρασε ένας γέρος και μ’ έμαθε. Λέει ο Χριστός εγώ είμαι που σ’ έμαθα. Μια μέρα να οργώνης και ένα χρόνο να ‘χης να τρως». Πάει και στη γυναίκα του και την ερωτά ποιος σ’ έμαθε να φαίνης; Η γυναίκα λέει: «Εγώ έμαθα μόνη μου». Λέει της τότε ο Χριστός. «Αφού έμαθες μόνη σου ένα χρόνο να υφαίνης και κάτω από την αμασχάλη σου να φοράς «δηλαδή» να μην έχης να φοράς. Υπάρχει και παροιμία: «Ένα χρόνο δουλειά και κάτω από την αμασκάλη σου να τα φοράς», δηλαδή να μην έχης μεγάλο κέρδος.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών