Μια φορά τονε μια κωπέλλα καλανεθρεμμένη. Της λέγανε να παντρευτή δεν τσ’ άρεσε κανένας να πάρη. Στο τέλος ευρέθηκε ένας καλοντυμένος και την εζήτηξε. Λέει αυτή. Αυτό θα πάρω. Τέλος πάντων την επήρε κ’ επήγανε ταξίδι. Είπε πως δε θέλει προίκα. Ήρθε η μέρα που θα ‘ρχότανε το δικό του καΐκι να τον πάρη. Επεριμένανε να ‘ρθή το καΐκι, πουθενά δεν φαινόταν το καΐκι. Καμμία φορά τώνε λέει ο γαμπρός. Πηγαίνετε να μην περιμένετε. Κι άμα θα ‘ρθη το καΐκι θα φύγωμε. Τον αποχαιρετούνε και φεύγουνε. Μόλις εφύγανε παρουσιάζονται δυό βούδια, ένα άσπρο κ’ ένα μαύρο. Λέει της, Να το πλοίο που περιμέναμε. Κάτσε εσύ στο μαύρο βούδι κ’ εγώ στ’ άσπρο. Τι να κάμη; Καβαλλικεύει το βούδι. Τα βούδια τσι βγάνουν στην Ερημόμηλο (Αντίμηλον). Η κωπέλλα φόβος και τρόμος. Φτάνουνε σε μια σπηλιά που ‘σανε σατανάδες. Αυτή τι να κάμη εκειά; Να κλαίη και να δέρνεται. Μέρα νύχτα την προσευκή της στην Παναγιά να τη σώση. Ήρθε ο καιρός και η κωπέλλα ήμεινε γκαστρωμένη. Αυτή τονε απαρηγόρητη, κ’ επαρακάλεσε την Παναγία να την σώση. Μια μέρα όπως καθούτανε είδε μακριά ένα φώς. Έκαμε το σταυρό της κ’ επήε να ‘δή είdά ‘ναι αυτό το φώς. Επήγαινε όπου ήτανε το φώς και βλέπει ένα μικρό εκκλησιδάκι και μέσα εκειά μια εικόνα τση Παναγίας. Πέφτει γονατιστή και με δάκρυα, όπου τα γόνατά της εκάμανε λάκκο από την αγωνία της εκεί που κουμπούσανε. Και τα δάκρυά της εβάφανε τη γή. Επί τέλους η εικόνα εμίλησε και της λέει : Κόρη μου σ’ ακούω και σε βλέπω, μα την τύχη σου δεν την απόφυγες. Λέει η κωπέλλα : - Παναγιά μου, πώς θα γεννήσω μ’ αυτό το σατανά; Λέει θα ‘ρθώ κοdά σου και θα σε βοηθήσω. Όdα την έπιασαν οι πόνοι φρικτοί. Ο σατανάς εγελούσε και της έλεγε : Θα μου κάμης το διάδοχο. Αυτή έκλαιγε και έλεγε πό μέσα της : Παναγία μου. Η Παναγία της λέει : - Κοντά σου βρίσκομαι. Επί τέλους ο σατανάς γεννήθηκε. Τότες η Παναγία ευρέθηκε κοdά της κ’ εχτύπησε το πόδι της κάτω κ’ είπε : Σκίσου γής και βάλε τσι μέσα, τον τρισκατάρατο με το σατανά. Κ’ εσκίστηκε η γής και τσι χώνεψε. Αυτή η κωπέλλα έφυγε από κεί και γύρισε στσι γονείς τση.

Μια φορά τονε μια κωπέλλα καλανεθρεμμένη. Της λέγανε να παντρευτή δεν τσ’ άρεσε κανένας να πάρη. Στο τέλος ευρέθηκε ένας καλοντυμένος και την εζήτηξε. Λέει αυτή. Αυτό θα πάρω. Τέλος πάντων την επήρε κ’ επήγανε ταξίδι. Είπε πως δε θέλει προίκα. Ήρθε η μέρα που θα ‘ρχότανε το δικό του καΐκι να τον πάρη. Επεριμένανε να ‘ρθή το καΐκι, πουθενά δεν φαινόταν το καΐκι. Καμμία φορά τώνε λέει ο γαμπρός. Πηγαίνετε να μην περιμένετε. Κι άμα θα ‘ρθη το καΐκι θα φύγωμε. Τον αποχαιρετούνε και φεύγουνε. Μόλις εφύγανε παρουσιάζονται δυό βούδια, ένα άσπρο κ’ ένα μαύρο. Λέει της, Να το πλοίο που περιμέναμε. Κάτσε εσύ στο μαύρο βούδι κ’ εγώ στ’ άσπρο. Τι να κάμη; Καβαλλικεύει το βούδι. Τα βούδια τσι βγάνουν στην Ερημόμηλο (Αντίμηλον). Η κωπέλλα φόβος και τρόμος. Φτάνουνε σε μια σπηλιά που ‘σανε σατανάδες. Αυτή τι να κάμη εκειά; Να κλαίη και να δέρνεται. Μέρα νύχτα την προσευκή της στην Παναγιά να τη σώση. Ήρθε ο καιρός και η κωπέλλα ήμεινε γκαστρωμένη. Αυτή τονε απαρηγόρητη, κ’ επαρακάλεσε την Παναγία να την σώση. Μια μέρα όπως καθούτανε είδε μακριά ένα φώς. Έκαμε το σταυρό της κ’ επήε να ‘δή είdά ‘ναι αυτό το φώς. Επήγαινε όπου ήτανε το φώς και βλέπει ένα μικρό εκκλησιδάκι και μέσα εκειά μια εικόνα τση Παναγίας. Πέφτει γονατιστή και με δάκρυα, όπου τα γόνατά της εκάμανε λάκκο από την αγωνία της εκεί που κουμπούσανε. Και τα δάκρυά της εβάφανε τη γή. Επί τέλους η εικόνα εμίλησε και της λέει : Κόρη μου σ’ ακούω και σε βλέπω, μα την τύχη σου δεν την απόφυγες. Λέει η κωπέλλα : - Παναγιά μου, πώς θα γεννήσω μ’ αυτό το σατανά; Λέει θα ‘ρθώ κοdά σου και θα σε βοηθήσω. Όdα την έπιασαν οι πόνοι φρικτοί. Ο σατανάς εγελούσε και της έλεγε : Θα μου κάμης το διάδοχο. Αυτή έκλαιγε και έλεγε πό μέσα της : Παναγία μου. Η Παναγία της λέει : - Κοντά σου βρίσκομαι. Επί τέλους ο σατανάς γεννήθηκε. Τότες η Παναγία ευρέθηκε κοdά της κ’ εχτύπησε το πόδι της κάτω κ’ είπε : Σκίσου γής και βάλε τσι μέσα, τον τρισκατάρατο με το σατανά. Κ’ εσκίστηκε η γής και τσι χώνεψε. Αυτή η κωπέλλα έφυγε από κεί και γύρισε στσι γονείς τση.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια φορά τονε μια κωπέλλα καλανεθρεμμένη. Της λέγανε να παντρευτή δεν τσ’ άρεσε κανένας να πάρη. Στο τέλος ευρέθηκε ένας καλοντυμένος και την εζήτηξε. Λέει αυτή. Αυτό θα πάρω. Τέλος πάντων την επήρε κ’ επήγανε ταξίδι. Είπε πως δε θέλει προίκα. Ήρθε η μέρα που θα ‘ρχότανε το δικό του καΐκι να τον πάρη. Επεριμένανε να ‘ρθή το καΐκι, πουθενά δεν φαινόταν το καΐκι. Καμμία φορά τώνε λέει ο γαμπρός. Πηγαίνετε να μην περιμένετε. Κι άμα θα ‘ρθη το καΐκι θα φύγωμε. Τον αποχαιρετούνε και φεύγουνε. Μόλις εφύγανε παρουσιάζονται δυό βούδια, ένα άσπρο κ’ ένα μαύρο. Λέει της, Να το πλοίο που περιμέναμε. Κάτσε εσύ στο μαύρο βούδι κ’ εγώ στ’ άσπρο. Τι να κάμη; Καβαλλικεύει το βούδι. Τα βούδια τσι βγάνουν στην Ερημόμηλο (Αντίμηλον). Η κωπέλλα φόβος και τρόμος. Φτάνουνε σε μια σπηλιά που ‘σανε σατανάδες. Αυτή τι να κάμη εκειά; Να κλαίη και να δέρνεται. Μέρα νύχτα την προσευκή της στην Παναγιά να τη σώση. Ήρθε ο καιρός και η κωπέλλα ήμεινε γκαστρωμένη. Αυτή τονε απαρηγόρητη, κ’ επαρακάλεσε την Παναγία να την σώση. Μια μέρα όπως καθούτανε είδε μακριά ένα φώς. Έκαμε το σταυρό της κ’ επήε να ‘δή είdά ‘ναι αυτό το φώς. Επήγαινε όπου ήτανε το φώς και βλέπει ένα μικρό εκκλησιδάκι και μέσα εκειά μια εικόνα τση Παναγίας. Πέφτει γονατιστή και με δάκρυα, όπου τα γόνατά της εκάμανε λάκκο από την αγωνία της εκεί που κουμπούσανε. Και τα δάκρυά της εβάφανε τη γή. Επί τέλους η εικόνα εμίλησε και της λέει : Κόρη μου σ’ ακούω και σε βλέπω, μα την τύχη σου δεν την απόφυγες. Λέει η κωπέλλα : - Παναγιά μου, πώς θα γεννήσω μ’ αυτό το σατανά; Λέει θα ‘ρθώ κοdά σου και θα σε βοηθήσω. Όdα την έπιασαν οι πόνοι φρικτοί. Ο σατανάς εγελούσε και της έλεγε : Θα μου κάμης το διάδοχο. Αυτή έκλαιγε και έλεγε πό μέσα της : Παναγία μου. Η Παναγία της λέει : - Κοντά σου βρίσκομαι. Επί τέλους ο σατανάς γεννήθηκε. Τότες η Παναγία ευρέθηκε κοdά της κ’ εχτύπησε το πόδι της κάτω κ’ είπε : Σκίσου γής και βάλε τσι μέσα, τον τρισκατάρατο με το σατανά. Κ’ εσκίστηκε η γής και τσι χώνεψε. Αυτή η κωπέλλα έφυγε από κεί και γύρισε στσι γονείς τση.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Μήλος, Τρυπητή


1959




Λ. Α. αρ. 2304, σελ. 369 - 371, Γ. Κ. Σπυριδάκη,Τρυπητή, Μήλος, 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.