Από κάτω από την Πορταΐτισσα, μέσα στο κάστρο είναι ψηλό ντο μέρος, τσ' είναι σπίτι ψηλό τσαι 'λ'εγαν το Σαράγια. Αυτό λοιπόν είσε (είχε) σκαλάκια τσαι κατέβαινες από το κάστρο στημ Πορταΐτισσα. Ένας αρχαιολόγος, απ' αυτούς που φουκρούνται (ακροώνται) τη γή είντα 'ναι μέσα, εκατέβη τα σκαλάτσα τσ' έβαλέ τ' αυτίν του τσ' ήκουσε βουητό. Εκατέβαινε, εκατέβαινε σε καμιά εκατοστή σκαλάτσα. Ήκουσε βουητό, πολυελαίοι, ψαρμουδίες τσ' ενετρίσανε (= ενετρίχιασε) τσ' ευτύς εβουβάθητσε. Ήρθε πάλι ένας άλλος τσ' εκατέβη στα Σαράγια. Ήκουσε τσ' αυτός το βουητό και τις ψαρμουδίες μα ήκαμε την κουτουράδα τσ' εκατέβη κάτω τσαι θωρεί πολυέλαιους, παπάδες, Δεσπότη, Εκκλησία. Οι παπάδες τσ' ο Δεσπότης ελουτρουούσασι του φάνην περίεργο. Ετσείνος είσε (= είχε) καρζά τσαι τα πε πως είναι πολιτεία από κάτω, τσαι ψάλλου τσαι προσεύχονται τσ' είναι τσ' η Πορταΐτισσα (= η Παναγία) μικρό εκκλησάκι. Τότες λένε οι άθρωποι να τη μεγαλύνομε τημ Πορταΐτισσα τσαι 'βάλα θεμέλιο τσ' έχτισα τημ Πορταΐτισσα. Ήτο εδώ ο καλόερος ο Άθιμος. Τσαι είχανε χτίσει κανένα μέτρος. Ετσείνος κάνει τω μαστόρω. - Βρε παιδιά μην κοπιάζετε τσ' εγώ θα το χτίσω. Το δε πρωί, εσηκώθηκα οι άθρωποι τσαι θωρούν την εκκλησία με τα καμπαναρζά, με τον κουμπέ χτισμένη. Περίεργοι οι άθρωποι εθωρούσα την εκκλησία χτισμένη τσαί εθαμμάζανε πως έγινε αυτό.

Από κάτω από την Πορταΐτισσα, μέσα στο κάστρο είναι ψηλό ντο μέρος, τσ' είναι σπίτι ψηλό τσαι 'λ'εγαν το Σαράγια. Αυτό λοιπόν είσε (είχε) σκαλάκια τσαι κατέβαινες από το κάστρο στημ Πορταΐτισσα. Ένας αρχαιολόγος, απ' αυτούς που φουκρούνται (ακροώνται) τη γή είντα 'ναι μέσα, εκατέβη τα σκαλάτσα τσ' έβαλέ τ' αυτίν του τσ' ήκουσε βουητό. Εκατέβαινε, εκατέβαινε σε καμιά εκατοστή σκαλάτσα. Ήκουσε βουητό, πολυελαίοι, ψαρμουδίες τσ' ενετρίσανε (= ενετρίχιασε) τσ' ευτύς εβουβάθητσε. Ήρθε πάλι ένας άλλος τσ' εκατέβη στα Σαράγια. Ήκουσε τσ' αυτός το βουητό και τις ψαρμουδίες μα ήκαμε την κουτουράδα τσ' εκατέβη κάτω τσαι θωρεί πολυέλαιους, παπάδες, Δεσπότη, Εκκλησία. Οι παπάδες τσ' ο Δεσπότης ελουτρουούσασι του φάνην περίεργο. Ετσείνος είσε (= είχε) καρζά τσαι τα πε πως είναι πολιτεία από κάτω, τσαι ψάλλου τσαι προσεύχονται τσ' είναι τσ' η Πορταΐτισσα (= η Παναγία) μικρό εκκλησάκι. Τότες λένε οι άθρωποι να τη μεγαλύνομε τημ Πορταΐτισσα τσαι 'βάλα θεμέλιο τσ' έχτισα τημ Πορταΐτισσα. Ήτο εδώ ο καλόερος ο Άθιμος. Τσαι είχανε χτίσει κανένα μέτρος. Ετσείνος κάνει τω μαστόρω. - Βρε παιδιά μην κοπιάζετε τσ' εγώ θα το χτίσω. Το δε πρωί, εσηκώθηκα οι άθρωποι τσαι θωρούν την εκκλησία με τα καμπαναρζά, με τον κουμπέ χτισμένη. Περίεργοι οι άθρωποι εθωρούσα την εκκλησία χτισμένη τσαί εθαμμάζανε πως έγινε αυτό.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Από κάτω από την Πορταΐτισσα, μέσα στο κάστρο είναι ψηλό ντο μέρος, τσ' είναι σπίτι ψηλό τσαι 'λ'εγαν το Σαράγια. Αυτό λοιπόν είσε (είχε) σκαλάκια τσαι κατέβαινες από το κάστρο στημ Πορταΐτισσα. Ένας αρχαιολόγος, απ' αυτούς που φουκρούνται (ακροώνται) τη γή είντα 'ναι μέσα, εκατέβη τα σκαλάτσα τσ' έβαλέ τ' αυτίν του τσ' ήκουσε βουητό. Εκατέβαινε, εκατέβαινε σε καμιά εκατοστή σκαλάτσα. Ήκουσε βουητό, πολυελαίοι, ψαρμουδίες τσ' ενετρίσανε (= ενετρίχιασε) τσ' ευτύς εβουβάθητσε. Ήρθε πάλι ένας άλλος τσ' εκατέβη στα Σαράγια. Ήκουσε τσ' αυτός το βουητό και τις ψαρμουδίες μα ήκαμε την κουτουράδα τσ' εκατέβη κάτω τσαι θωρεί πολυέλαιους, παπάδες, Δεσπότη, Εκκλησία. Οι παπάδες τσ' ο Δεσπότης ελουτρουούσασι του φάνην περίεργο. Ετσείνος είσε (= είχε) καρζά τσαι τα πε πως είναι πολιτεία από κάτω, τσαι ψάλλου τσαι προσεύχονται τσ' είναι τσ' η Πορταΐτισσα (= η Παναγία) μικρό εκκλησάκι. Τότες λένε οι άθρωποι να τη μεγαλύνομε τημ Πορταΐτισσα τσαι 'βάλα θεμέλιο τσ' έχτισα τημ Πορταΐτισσα. Ήτο εδώ ο καλόερος ο Άθιμος. Τσαι είχανε χτίσει κανένα μέτρος. Ετσείνος κάνει τω μαστόρω. - Βρε παιδιά μην κοπιάζετε τσ' εγώ θα το χτίσω. Το δε πρωί, εσηκώθηκα οι άθρωποι τσαι θωρούν την εκκλησία με τα καμπαναρζά, με τον κουμπέ χτισμένη. Περίεργοι οι άθρωποι εθωρούσα την εκκλησία χτισμένη τσαί εθαμμάζανε πως έγινε αυτό.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Αστυπάλαια


1957




Λ. Α. αρ. 2248, σελ. 259 – 260, Λαογραφική και μουσική συλλογή εξ Αστυπάλαιας, Γεωργ. Σπυριδάκης, 1957

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.