“Τα ουράνια ανοίγουν τα Φώτα, ξημερώνοντα τ' Άη Γιαννιού άμα θα κάτσης, όγοιος είν' καλός και κάτση τέντα χάμου στη γή και τηράη ούλη νύχτα τον ουρανό, δίχως να γκιοτήση, νιά στιμή φώπ! Φώπ! Θα κάμη νιά φωτιά και θ' ανοίξουν έτσι... τα ουράνια κι ο μισός Θεός θα κάμη δώθε κι ο μισός κείθε και θα φανή νιά λαμπάδα, κι όποιος τηράη άμα προκάμη και πή “ρίξε μου κείνο το καλό”, “οτι πή θα του τα ρίξη”. Διάκα και γώ μια φορά και στάθηκα το βράδυ στ' αλώνι μου, μα δε μπόρεσα ούλη νύχτα να τηράω 'σα πάνου κι όταν ανοίξαν τα ουράνια, νιά στιγμή ανοίγουν, εγώ ήμουν απόκαρωμένη κι ούτε (έβλεπα) ούτε άκουσα κι αν έβλεπα και γύρευα, μόργα ν'αβλεπα και γώ νι' άσπρη μέρα”.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών