Μια φορά μια γυναίκα συφώνησε με τς άλλες να παν για ξύλα πρωΐ – πρωΐ. Παράωρα οι Καλότυχες παρουσιάστ’καν σ’ αυτήν, της φώναζαν με τ’ όνομά της σαν να ήταν οι γυναίκες οι γειτόνισσες που είχαν συμφωνήσ’. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό, άρπαξε το κασάρ΄(= που κόβουν ξύλα) το σιγκούν και την τριχιά (=σχοινί) και πότε μπροστά και πότε πίσω από τις Καλότυχες έφτασαν όξ’ απού το χωριό σε γκρεμό που τον λένε Χάβο. Εκεί την άρπαξαν οι Καλότυχες στα χέρια για να την πετάξ’ στο γκρεμό κ’ έλεγαν: «Να την ρίξωμε να μην τη ρίξωμε» Κείν’ τη στιγμή άσπρος κόκοτος λάλ’σε κ’ οι Καλότυχες είπαν: «’Ασπρος κόκοτος λαλεί, ας είμεστ’ όπως είμεστε». Έπειτα λάλησε κόκκινες κόκοτος και είπαν: «Κόκκινος κόκοτος λαλεί, ετοιμαστήτε». Σε λίγο λάλησε μαύρος κόκοτος και είπαν: «Μαύρος κόκοτος λαλεί, φεύγετε να φέυγωμε. Έφυγαν και η γυναίκα γύρισι σπίτ’ κατατρομαγμέν’.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών