Μια φορά έναν κοπέλι πήγαινε στο σκολειό από το ένα χωριό στο άλλο. Το μεσημέρι που γάερνε στο σπίτι ντωνε, πέρασεν από ‘ναν ποταμό και θωρεί κάτι γυναίκες κι επλύνανε. Αυτό, κοπέλι, έπιασε πέτρες και τσι χαράκισε, κι εκείνες, παιδί μου, ήσανε νεράγδες και πιάνουν τσι κοπανίδες και τσακώνουν το, που τ’ αφήκανε πεθαμένο χάμαι. Το χάνουν οι γονείς του, ανιμένουν να ρθη και δεν έρχεται. Βραδιάζει. Παίρνουνε λύχνους και φανάρια και πάνε και το βρίσκουνε στον ποταμό, μισοπεθαμένο κι έτρεμε ως τρέμει το καλάμι. Παίρνουσίν το οι καημένοι οι γονείς του και το πάνε στο σπίτι. Πάνε και ρωτούν το μοιράρη και τους τα είπε όπως έγιναν. Μα δε γιατρεύτηκε ποτέ ντου το παιδί. Ώσπου γέρασεν έτρεμε κι ήτανε και βουβό.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών