Κατά την νύκτα της Πέμπτης αι γυναίκες δεν εργάζονται δια τον φόβον του φαντάσματος της Πεφκούλας. Λέγεται ότι τη νύχτα τινά Πέμπτη ένηθον αι γυναίκας, αιφνηδέ ελθούσα γυνή άγνωστος ένηθε και αυτή, αι γυναίκες ενόησαν ότι δεν ήτο καλή γυνή προβάσης της νυκτός η οικοδέσποινα εξήλθεν επίτηδες της οικίας, και με προσεστήτην έκπληξην επιστρέψασε εφώναξεν ότι εκάησαν τα τέκνα της Πεφκούλας. Τότε αυτή κατά λείπει την άτρακτον, αφοδεύει κ ουρεί εν τη οικία, ΄ς δρομαίας μεταβαίνει οίκαδε, όπου ευρίσκει σώα και αβλαβή τα τέκνα της. Άμα όμως εξελθούσης της Πεφκούλας, ευθύς αι γυναίκες έκλεισαν ασφαλώς την θύραν, έρριψαν έξω τα περιττώματα και την άφαντον, κ άπουσαν εργαζόμεναι. Μετ’ ολίγον επιστρέψει η Πεφκούλα ‘ς κρούει την θύραν, άνα αννίξουν αλλ’ άκρα σιγή. Προκαλή τα περιττώματα ΄ς την άτρακτον όπως ανοίξουνπλην ς ταύτα απεκρίθησαν: «Και ημείς, ω κυρία ημών Πεφκούλα, είμεθα έξω». Έκτοτε το Πεμπτόβραδον αφιερώθη τη Κυρά Πεφκούλα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών