Στις κουφάλες από τα δέντρα συχνάζει ο διάβολος και γι’ αυτό τα κυνηγάει, τα βαράει και κεραυνός, γιατί πάει εκεί ο διάβολος. Αυτό έχει γίνει σε μια βάβω δικιά μου. Είχε πάει τα γελάδια της και καθόντανε από κάτ’ από να δέντρο, κ’ εκείνη τη στιγμή θα βαρούσε κεραυνός, γιατί ήταν ο διάβολος μέσα στην κουφάλα και βγαίνει μία γυναίκα άγνωστη, άγνωστη γυναίκα εντελώς και φώναξε τ΄όνομά της. Έβρεχε κ εbουbούνιζε και δεν ακούστηκε (=δεν άκουσε) η βάβω που βοσκε τα γελάδια. Αυτή, λέει, είπε, όπως είπ’ η βάβω μ’ τότες, ήτανε η μοίρα μου, η τύχ’ μου. Και όπως δεν άκουσ’ η βάβω μ’, επήγε εκείνη η τύχ’ της και της εβάρεσε τα γελάδια από το δέντρο, τα έβγαλε από το δέντρο έξω. Μόλις τα έβγαλε από το δέντρο έγινε ο δέντρος κομμάτια από τον κεραυνό. Αν δεν τα ‘χε βγάλει η μοίρα της, πάγαιναν τα γελάδια όλα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών