Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
Αρχική σελίδα
Τόποι
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Ηπείρου ▶ Νομός Ιωαννίνων
Βούρμπιανη
Ανακαλύψτε
318 τεκμήρια
που σχετίζονται με αυτήν την τοποθεσία
Αναζήτηση
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Καθαρισμός
Θέμα
Εκπαίδευση
(1)
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(317)
Πολιτιστική πολιτική και σχεδιασμός
(317)
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(317)
Λαϊκή παράδοση
(317)
Προφορική παράδοση
(317)
Τύπος τεκμηρίου
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(317)
Λαϊκή Παράδοση
(10)
Παροιμία
(307)
Δισδιάστατα γραφικά
(1)
Φωτογραφία
(1)
Τόπος
Ευρώπη
(318)
Europe
Βαλκανική χερσόνησος
(318)
Balkan Peninsula | Βαλκάνια
Ευρώπη
Ελλάδα
(318)
Greece | Ελλάς | Hellenic Republic
Ήπειρος
(318)
Ípeiros | Epirus
Ευρώπη ▶ Ελλάδα
Περιφέρεια Ηπείρου
(318)
District of Epirus | Epirus
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Ηπείρου
Νομός Ιωαννίνων
(318)
Ioannina
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Ηπείρου ▶ Νομός Ιωαννίνων
Βούρμπιανη
(318)
Vourmpiani | Βούρμπιανη, Νομός Ιωαννίνων | Βούρμπιανη Ιωαννίνων | Vourmpiani, Ioannina
Ήπειρος (γεωγραφική και ιστορική περιοχή)
(318)
Epirus (historical and geographical region) | Epirus (Roman province)
Μεσόγειος
(318)
Mediterranean Sea
Πρόσωπο
δημιουργοί ή αναφερόμενοι
δημιουργοί
αναφερόμενοι
Παπαδημητρίου Κωνσταντίνος
(1)
Χρονολόγηση
1950 - 1999
(5)
1900 - 1949
(313)
Ιστορική περίοδος
Νεότερη Ελλάδα
(318)
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία
(2)
Μεσοπόλεμος
(311)
Μεταπολεμική Ελλάδα
(5)
Φορέας / συλλογή
Ακαδημία Αθηνών
(317)
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
(317)
Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ)
(1)
Πανδέκτης: Θησαυρός Ελληνικής Ιστορίας & Πολιτισμού - Οι Λειτουργοί της Εκπαίδευσης (19ος αι.)
|
αποθετήρια
EKT
(1)
Europeana τύπος
Εικόνα
(1)
Κείμενο/PDF
(317)
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(317)
In Copyright (InC)
(1)
Γλώσσα
Ελληνική γλώσσα
(317)
1 - 30 από 318 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Παπαδημητρίου Κωνσταντίνος
Χρονολόγηση
1919
Τύπος τεκμηρίου
Φωτογραφία
Αναφερόμενο πρόσωπο
Παπαδημητρίου Κωνσταντίνος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ)
Εις την όχθην της λίμνης Οχρίδος, εν μαγευτικώτατη τοποθεσία, έχει ιδρυθή μονή επ’ ονόματι του θαυματουργού αγίου Ναούμ. Η μονή είναι πλουσιωτάτη νύν, ενώ τα πρώτα έτη που εκτίσθη, λέγουν, ήτο πτωχοτάτη. Περί του τρόπου δε καθ’ ον προήλθεν η ευπορία της διηγούνται οι ευλαβείς χωρικοί της Βέρμπιανης τα εξής. Ότε εκτίσθη η μονή είχε μόνον υπό την κυριότητα της εν ζεύγος βόων, αλλά μίαν ημέραν ο ζευγάς, ο οποίος είχεν απομακρυνθή του καλλιεργούμενου αγρού και είχεν αφήσει τα βώδια εζευγμένα, επιστρέφων εύρε μίαν άρκτον να τρώγη το ένα βώδι. Έντρομος επιστρέφει και αναγγέλει την συμφοράν εις τον ηγούμενον της μονής. Ο καλός της μονής λειτουργός δεν εταράχθη, επίστευσεν ότι τούτο έγινεν ίνα θαυματουργήση ο άγιος και διέταξε τον ζευγάς να ζεύξη εις τον ζυγόν μαζί με το ζωντανό βώδι και την άρκτον. Ο ζευγάς υπήκουσε και επί τρία έτη ώργωνε τα χωράφια της μονής με το παράξενον αυτό ζεύγος του βωδιού και της άρκτου. Οι αγροί ήσαν κατ’ έτος τόσον εύφοροι, ώστε η μονή επλούτησε ταχέως. Έτερον θαύμα του αγίου Ναούμ ετήσιον αυτό, είναι το γινόμενον την παραμονήν της πανηγύρεως (19 Ιουνίου νομίζω). Κατά την ημεραν εκέινην οι μοναχοί ευρίσκουσι εις την όχθην της λίμνης, κατώθι της μονής, εσκορπισμένους εις την αμμουδιάν, λαχταρίζοντας ακόμη, τόσους ιχθύς, όσοι προσκυνηταί θα εκκλησιασθώσι κατά την επιούσαν εις τον ναόν της μονής.
Χρονολόγηση
1914
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Καψάλης, Γεράσιμος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Για τ’ν αρκούδα μου λέγ’ ο Θώμο Βλάχος πως ήταν μια βολά κι έναν καιρό νύφ’ και τ’ν ήλεγαν Μαρούσιω, μόν’ η πεθερά τ’ς ήταν κακιά, την τυραννούσε νύχτα μέρα και δεν τ’ν άφνε σε ‘σύχαση. Μια μέρα η πεθερά τ’ς τς έδωκε ένα ποκάρ’μαλλί λάγιο και ας είπε να πάη στο λάκκο να το πλύν’… να το πλύν’ ΄όσο να γέν’άσπρο. – Άμ… γένεται καμιά βολά άσπρο το λάγιο το μαλλί, μωρ’ καψομάννα; - Γένεται και παραγένεται… φτάν’ να το πλύν’ς καλά… Κίνσ’ η καημένη η Μαρούσιω πάει στο λάκκο κι αρχίνσε να πλέν’ και να μεταπλέν’ το μαλλί σε μια οβέρα να το ξεβγάζ’ και να το τζιουκαλνάη με τον κόπανο και να το τρίβ’ καλά για ν’ ασπρίσ’ μόν’ τίποτες. Το μαλλί όσο κι αν το ‘πλενε, δεν άσπριζε. Πήρε να βραδυάζ’, ο ήλιος είχε βαΐσ’ κι η Μαρούσιω απόστασε, δείλιασ’ από το πλύσ’μο και συλλοϊσμέν’ ακούμπ’σε σε μια κούφια ετιά που ήταν εκεί κοντά στ’ν οβέρα του λάκκου. – Άχ! τώρα τι να κάνω η δολεμέν; Πώς να το πάω πάλε λάγιο το μαλλί; Και θα είναι γεν ατωμέν’ η πεθερά μ’ που χάθηκε όλ’ τ’ν ημέρα… Μήνα π’ άργησα.. άμ δεν τάσπρισα κι όλας… Άχ! Θέ’ μ’ και Κύριε μου κάνε μ’ έν’ αγρίμ’, ένα ζούντιο, να ζώ στα λόγγα και στα δάσια να μη βασανίζωμαι όλη μέρα με τέτοια πεθερά. Δεν απόσωνε το λόγο κι ευτύς γίκ’ αρκούδα κι ύστερες μπήκες στο κούφαλο τα ελιάς όσο να ιδή και ν’ απόϊδη ποιόν δρόμο να πάρη κάτ’ το Σκοτάδ’ να πούμε, το Πληκαδίτ’κο, ή κατ’ το Τουριζί το Τουρνοβίτ’κο. Η σύλα η πεθερά τ’ς άμ’ είδε που νύχτωσε και δε γύρισε στο σπίτ’ η νύφη της, για τ’ τα έρεται στο λάκκο μ’ άγρικιες φωνές και με κακό, ανασκουμπώμεν’ και μ΄ένα χοντρί στοτούρ’ στο χέρ’, πάει εκεί στην οβίρα, βλέπ’ το λάγιο το μαλλί, μόν’ σαν δεν είδε τη νύφ’ τ'ς, αρχίν’σε να τη γυρεύ’ εκεί γύρα στις ελιές και στις έλισες έτοιμη να τη χτυπήσ’ με το στροτούρ’ και να την αφήκ’ στον τόπο. "Άμ! Που είσαι μώρ’ αδούρτη… έχ’ς από το πρωί και δε μπόρεσες να πλύνη ένα ποκάρ’ μαλλί;… Άμ! Που σε πήρ’ ο ύπνος, μωρέ πίκραμα, και κοιμάσαι; Έτσ’ αγριγιεμέν η πεθερά τ’ς και γυρεύουντας πάει κοντά στο κούφαλο τ’ς ετιάς που ήταν κρυμμέν’ η αρκούδα και σαν τ’ν είδε, πρόφτακε και φώναξε έτσ’ με παράπονο και με κλιάματα. ‘’Άχ! ετούτο για τ’ αγρίμ’ εδώ για θα ξέρ’ που πάει η καημέν’ η νυφούλα μου’’ κι αρχίν’σε να κλαίη και να θρηνιέται και να φωνάζ’ τη νύφη της και να λέη :’’Νύφ’ μου, ν’φούλα μου, πούεισαι τι μόπαθες… Ώχ! Τι να κάνω τώρα η Έρ’μη κι η άπορη. Η αρκούδα π’ άκουγε τα λόγια, πίστεψε πως τα’ λεγε στ’ αλήθεια και δε θέλσε να τήμ πειράξ’, μόν’ πήρε τα βουνά και τα λόγγα κι από τότες δε θέλ’ να ξαναγυρίσ’ στο σπίτι της. Από τότες οι πιστικοί κι οι λογγήσ’οι γι ανθρώπ' τη λέν’ τ'ν αρκούδα και ‘’Κυρά-Μάρω’’.
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Αυτό το μικρό ξούντιο που τρυπών’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελάρια μια φορά κι έναν καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά. Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τοίμαζε όλα τα προικιά τ’είχε λευκάν’ το παννί για να φειάκ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα ποδιές του, είχε πλέξ’ τς δώρες του που θάδνε στο σόι του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε κι όλο γύφαινε το’ να και τα’άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όντας ζύγων ημέρα για το γάμο, η γιαδερφή τα η μεγαλύτερη που ήταν ανύπαντρη απ’τη ζήλεια κι απ’την κακίγια της τα έκλεψε όλ’ τα’ν αρμάτα και την άφηκε χωρίς ράμμα στο βελόν που λέει ο λόγος. Τότε κι αυτή παρακάλεσε τήμ Παναίγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γυρεύ’ σ’όλες τα μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τα που τα’χε κλέψ’ η γιαδερφή τα κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’της τα κόβ, τα ξεσκάει, τα κάν’κομμάτια γιατί τα λέει δ’κά τα και δε θέλ’να τα τα χαρή η γιαδερφή της που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσιουπιά τα παντρειγιάς ξέρ’ν, που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τα αρμάτες τους γι αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα και βάνουν τρείς τέσσερις νύφες από λαντζιάδια, έτσ’ σαν κούκλες και μ’αυτί η νυφίτσα ξεχάζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκαριστιέται πολύ να γλέπ’τα τσιουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τα ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια πάν’πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ το παννί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγαίν’,ζυγων στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγια για, παίζ’ απ’τη χαρά τα’ς και κρύβετ’ανάμεσα σ’τα πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσιουπιά, πότε τα λευκαμένα ‘πουκάμ’σα πούειναι απλωμένα στις γούστραβες πέτρες τς ποταμιάς σαν να λέη στις συντρόφ’σες της. ‘’Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοίμαζα τ’ν αρμάτα μου και τα προικιά μ’ μόν’ η σύλλα η γιαδέρφη μ’απ’το φτόνο της μισήλεψε τα’ν αρμάτα μου και δε μ’άφηε να τη χαρώ.. Τα τιουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κι αυτά με ταύτ’ και γελούν και τς λέν : ‘’Παίξε, νύφ’ να σε ιδούμε… παίξε νύφ. Να σε ιδούμε…’’ μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τα’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ’ παινούν και τα λέν : ‘’Τι καλό πσιουπί πούειν η νυφίτσα… τι χρυσοχέρα..τα χέρια τα άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’απ’όλες τα συντρίφισσες της.. άφσε πάλε στ’αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού..βερβερίτσα!! γλήγορη και παστρική!!.. καλότυχος και καλόημερος ποιος θα πήμ πάρ’.. άμ! Τόσες προξενειές τα’ήρθαν κι όλ’απ’ αρχοντοπουλα μόν’ αυτή δε δίν’το λόγο της, γιατί καιτεράει το γυτό του ρήγα που κοστίζει το φλωρί και και πέφτει το λαγάρι…
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το Μάρτη εξετάζουνε για τις γριές. Η 1ή του Μαρτιού αντιστοιχεί με την πιό ηλικιωμένη γριά του χωριού, η 2ή με την κατά σειρά 2ή σε ηλικία γριά ως τις 13. Και ξετάζουν αν είναι καλότυχη ή κακόψυχη. Αν είναι καλή μέρα, η γριά είναι καλή και αντίθετα. Όταν τελειώνη ο Μάρτιος λέμε την παροιμία της γριάς : “Πρίτς Μάρτη τα ξεχείμασ' η bάbω τα γιδάκια της”. Δανείστηκε τρείς μέρες απ' το Φλεβάρη κ την ξεπάγιασε τη bάbω, αντάμα με τα γίδια της. Μάρτης γδάρτης, παλουκοκάφτης.
Χρονολόγηση
1953
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Λυκοφάγωμα (το) φανταστικόν ον έχον μορφήν θηρίου, όπερ εν καιρώ νυκτός περιέρχεται τους βαθείς χειμάρρους. Σπανίως εκβάλλει φωνήν, εξαφανίζεται δε μόλις ακούση αλέκτορα.
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Δωδεκαήμερο. Πιστεύουν ότι τις μέρες αυτές βγαινουν τα δαιμόνια. Τα δαιμόνια αυτά είναι λυτά όλο το δωδεκαήμερο. Μόλις αγιαστούν τα νερά χάνονται. Οι μαννάδες εκφοβίζουν τα παιδιά με τη φράση ''θα σε πάρ'ν τα δαιμόνια ή δαιμονικά.''
Χρονολόγηση
1953
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλήζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς, κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτσ’ και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κανά δυο – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κάτ’ νυφάδες όμορφες, όμορφες κι άσπρες με χρυσά μαλλιά, λουτσίζουντ’ εκεί στη γούρνα και π’ ύστερις παίζ’ν και χορεύ’ν και βαρνούν βιολιά και ντέφια π’ ακούγουντ’ ως πέρα στο φετοκίτ’κο κι άμα λαλήσ’ν τα ‘ρνίθια καϊπιώνουνται και τσώπαίν’ν. Ο Γιώτ’ Νάτσ’ς μου ‘λεγε κάποιες πως αφ’ όντας και ζώθκαν τα χωριά με παρακκλήσια και με κονίσματα - και θα είναι καμιά εξηνταριά χρόνι΄ από τότες – δεμ παραβγαίν΄ν σαν πρώτα οι ξωτκιές. Μια νύχτα ο Γιώτ’ς με το Γιώρ’ τον Κληματά τς έμπλαξαν τς οξωτκιές οπκάτ’ από το Γλυκονέρ’ εδώ και κείγια για, μόν΄ καταλαχού λάλ’ σαν τα πετείνια τς Μπλίξγιαννης εκείν’ τ΄ν ώρα και κρύφ’τκαν. Ο Κήτος Βλάχος από τη Βούρμπιαννη, που ζάει ακόμα, μου μολογούσε πρόπερσι, πως όντας ήταν παιδί δεκάξ’ στα δεκαεφτά είχε το γρέκ’ στις Βριζαμιές κοντά στον Τρυπημένο τον Τόπο τς Φετόκος, κι όπως κοιμούνταν τη νύχτα, λάχτ’σε, γιατί τα σλιά έτρωγαν κακά σε σε άνθρωπο, σκώθ’κε κι αυτός δίπλα στη φωτιά, ξύπνησε και τομ πατέρα του κι εκεί π’ αφηκράζουνταν ακούν απ’οχπέρ’ από το Μπλιζγιαννίτ’κο βιολιά, Λίφια και φωνές γυναικήσεις χαρούμενες, έτσ’ σαν να χόρευαν ανθρώπ’. – «Βήκαν πάλε οι νύφες» λέει ο πατέρας του «για σ’ αυτές βάρεσαν τα σλιά, μόν’ ρίξ’ τους ένα Λουφέκ’ να τσωπάσου’ν, γιατ’ αλλοιώς δε θα μας αφήκ’ν να κοιμηθούμε» Έρριξε τότες ο Κήτος ένα ντουφέκ’ με μια σφήκα που ‘χε κι έτσ’ τσώπασαν. – «Και πιστεύ’ς, ωρέ Κήτο, τέτοια πράματα;» τον ρώτ’σα άμα μπίτ’σε την κουβέντα. – «Είναι να μη το πιστέψ’ς; «Τα άκουσα με τ΄ αυτιά μ’. Θυμιούμαι καλά σαν το ψωμί πόφαγα εψές αχούσε το σκέμπ’ απ’ τς φωνές κι απ’ τα χαρχαλίσματα γιατί; Ένας και δυο έντεσε τη νύχτα ‘πό ξωτκιές; Ο Κώτσκος, ο Θώμος ο Κουφός, ο Κουρλός ως έμπλεξαν. Το Τσιελεγκούδ’ πάλε μάτα το γκύλισαν οι οξωτκιές μέρα μεσημέρ’ μέσ’ την Κικκινόπτερα ρώτησέ το, ζάει δεμ πέθανε κι ο μακαρίτ’ς ο Χαρίσ’ Τζιομπάνος πούηταν νυχτοπερβατ’μένος μου λεγε όντας ήμουν παιδί ρογιασμένο στο κοπάδ΄του πως σε πολλούς τόπους σαν στη Μπαλαστάνα, στομ Πετρίτ’ τς Πυρσόγιανν’ς, στ’ Αργιοσάς το Πληκαδίτ΄κο στη Τζιούμα το μπερδεύ’ «έτσ’ από ξωτκιές». – Για πες μ’ ωρέ Κήτο, τι άλλο ξέρ’ς για το γλυκονέρ’ τς Μπλιζγιάννης; Θέλω να τα γράψω σ’ ένα χαρτί έτσ’ να βρίσκουνται». – «Στο Γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, λέει ο Κήτος, και σήμερις μέρα λέν πως βγαίν’ν οι νύφες αργιά και που κι αυτές είναι που παίρν’ τς αρρώστειες και γιατρεύουνται όσοι πάν’ν και πίνουν νερό και λούζουνται. Κουβαλιούνται τόσ’ και τόσ’ αστενήδες στο γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, όσ’ έχ’ν χάλ’ και τους πιάνει κάθε χάσ’ του φεγγαριού, όσ’ είν’ αφαιρεμέν’ από μυαλά, όσ’ είναι μαγεμέν’ όσ’ είναι χτυπημένοι σαν από η ατάραγο κι άλλ κι άλλ. Κι αν δεν παν οι ίδγιοι στέλ’ν και φέρν’ν νερό. Για η Μαρούσιω τ΄ Καραμήτσ’, ο Ποτσιόλ’ς από το Κάντσκο, η Ρέσταινα ‘πο το Λούψκο, η Κωλέτσαινα, ο Χαρίτος, ο Λίας και πολλοί άλλ’ πήγαν δε ρωτάς τον Κώστα Μπελθουκιώτ’ τον ασβεστά να σου πη καλύτερα;» Και στ’ αλήθεια, όπως μου λέγ’ ο Μπλεθουκιώτ’ς και το βεβαίωνε κι ο Τόλ’ Ράπος, απ’ τα δαύθε τα χωριά δεμ παρά πάν’ν και τόσο, μόν΄απ’ τα πέρα Καστάνιανη, Ζέρμα, Λουψκό, Μπορμποστσκό, Κάντσικο κάθε τόσο ξεπέφτ’ν άρρωστοι στο Γλυκονέρ’. Κι όσοι πάν’ν όλ’ αφήνουν ζαχαρ’κά, κουλλούρες μικρ΄ς και κούκλες σαν νυφάδες από λαντζιάδια κι όποτε να πάη κανένας θα ιδή τέτοια πράματα σκορπισμένα τσέδω, τσέκει στη λακκιά και να ιδή τι φόβιος που φαίνετ’ ο τόπος απ’ αυτά τα παλιοτσιόλια. Εκεί κοντά οι Μπλιζγιαννίτες έφειακαν κι ένα κόνισμα κι όσοι πάν’ν στο Γλυκονέρ’, όλοι ρίχνουν το κατά δύναμι κι από λίγες δραχμές για το λάδ’ που καίει στο καντήλ’ τς Χάρ’ς.
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Απκάτ από τον Αϊ – Μνά τς Στράτσιανης είναι μία σπλιά μεγάλ’ και σκοταδερή, πόχ’ δυο ρούπες ίσα που να χωράη άνθρωπο να μπαίν’ τ’ απίκουπα, να ζβαρνίζεται μέσα και να βγαίν’ απ’ την άλλ’ ρούπα. Μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι μια Χάρ’ που παίρν’ τς θέρμες απ’ τς θερμασμένους και γιατρεύονται τα μαραζιάρ’κα παιδιά που δεμ πιάνουντ’ από κριγιάσ’, όσ’ έχουν κιτρινάδα και σπλήνα, οσουνούς έπεσε το χουλιαράκ’ και δε μπορούν να πάρουν δρόμο κι ανήφορο, όσ’ είναι βαρεμέν’ απ’ όξω, όσες νυφάδες δε ζυγώνουν τς άντρες κι όσα παιδιά – με σχώρεση – κατουριούντ’ οχ πάνω τους. Όλ’ αυτοί για να ιδούν καλό μπαίνουν τρεις βολές σ’ αυτή τη σπλιά, ρίχνουν μέσα δεκάρες, κοσάρες ρούπια και μπεσλίκια ΄σημένια κι από ΄να ζευγάρ’ τσιεράπια, κι οι νυφάδες αφήνουν κένα δαχτυλίδ΄ή κένα σκουλαρίκ’ και καμιά ζάβα φλωροκαπνισμέν’ κι άμα βγουν πάν’ν στ΄ν εκκλησία του χωριού κι ανάβ’ν ένα κερί ίσα με το μπόϊ τους. – Και γλέπ’ν στ’ αλήθεια καλό όσοι πάν’ν σ’ αυτή τη σπλιά; Ρώτησα τς προάλλες τη μπάμπω τα Τζιαχάνω που πιστεύ’ ότ’ εκεί μέσα είναι ξωτκές. – «Ντάαα!», μου λέει, «ένας και δυο είδε καλό όσοι πήγαν όλ’ γιατρεύτκαν. Πάει ο Ζώης που ‘χ έρθ’ με θέρμες ‘πό μέσ’ απ’ το Ρωμαίϊκο κι είχ’ ένα χρόνο και δεν του κόβ’νταν, κι ο Γιώρ΄ς τον Παπαζήσ’ κι ο Μήτρος τς Καλλίνας και το Στάθ’ αυτού για τον είχε πάει η μάννα του όντας ήταν μικρός και νάϊμα κουβαλιούνται άρρωστοι από Καστάνιαν’ από Μόλιστες, από Πρυσόγιαν’ κι απ’ άλλα χωριά κι όσ’ ήρθαν, καμάρι μ’ όλ’ είδαν θεράπειο». – Εγώ δεμ πιστεύω να είναι ξωτκές, θειάκω Τζιαχάνω, λέω, καμιά χάρ’ μπορεί να είναι. – «Ντάα: τι λες, καμάρ’ μου, εγώ ‘χω ‘κουστά από τς παλιούς που μούλεγαν όντας ήμουν μικρή πως μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι ξωτκές, νύφες πεντάμορφες, που βγαίν’ν τη νύχτα εκεί γύρα στη σπλιά και κάπ’ κάπ’ ζγώνουν ως τ’αλώνια και πάιζν και χαρχαλιούνται κι αυτές παίρν’ τα αρρώστιες και τς στέλν’ και ανέμ’, μόν’ θέλ΄ν να τς πας καλούδια, γιαν’ αλλοιώς δεν κάν’ν καλό. Δε ρωτάς και τον Γάη Πρωτόπαπα που τς έμπλαξε στο Ζάχοτο κοντά στο ποτάμ’, γιατί κατεβαίνουν πότε πότε για να λουτσιστούν στο νερό. Όποιος άρρωστος πάν’, καμάρι μ’, σ’ αυτή τη σπλιά και κάν’ τα διαταγμένα, γερεύ’, γένεται γερός, μπούρας και γι’ αυτό τ’ν έβγαλαν και «Μπούρια».
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ξωτκιές (οι) φανταστικαί νύμφαι της νυκτός ωραίαι, αίτινες αρέσκονται να παίζουν και να λούωνται εις τα ρυάκια και εις τα πηγάς. «Ξωτκιά» λέγεται και η πολύ ωραία γυνή και ιδίως η εύσωμος νύμφη. «Σου είναι μια ξωτ’κιά» είναι μια πολύ ευειδής.
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιόμπανος. Πρόβατα πολλά δεν είχε,μόν’έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά τσιέλεγκα κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τα’και τα’αγγόνια του για παραγκώμ’κι απόμεινε.Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή,οι ρούγες,τα μονοπάτια,τα σύρματα,οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’κοπάδια,μόν’φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπάσηδες τον φύλαγαν. –Γιατί,πρέ Κήτο,του είπα μια φορά πρόπερον εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα,γιατί το λύκο τον λέτε αφωρισμένο ; ποιος τον αφώρεσε ; -Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ,δάσκαλε,αυτά είναι για τα’εμάς τους βλάχους. Άμ’σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: -Όντας σκόλασ’ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στήγ Κοκκινόπετρα κι απ’τη χαρά τα’έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’όμορφα όμορφα και π’άκουγε τα κουδούνια τους. Ο Διάολος,μακρυγιαπεδώ, άκουσε το λάλ’μα κίνσε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’. Τι κάν’κι αυτός ; Παν στο λόγγο, βρίσ’μια γριογιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και γτιάν’, το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτ’σ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’άνθρωπο, πάν μπροστά στο Χριστό και του λέει. –Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μου δε λιγάει και δε στέκ’ορθό. Πές μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του ; ‘’Τότες ο Χριστός του λέει : ‘’Σύρε και πές σ’αυτό το πράμα πόμφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ότι το διατάξ’ ο Χριστός (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’το λύκο). Ο Διάολος όλο και ποπτεύ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ήξερε κι όλας ότι το πράμα πόφειακ’ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για τούτο πάν’κι αυτός και σκάφτ΄’ μια γκούβα, χώνιται μέσα στη γκούβα κι αφήν’μαναχά το’να ποδάρ’απ’όξω και π’ύστερις λέει : ‘’Σήκ’, έργο μου, στάσ’στα ποδάρια σου και κάνε ότ’ διάταξε ο Χριστός’’ Μια! Και πετάζετ’ορθός ο λύκος, κοσεύ’κατά το διάολο και τα’αρπάγ’το ποδάρ’που δεν πρόφτακε να το μπάσ’μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέω και λυκοφάγωμα και τον λύκο τον λέν αφωρεσμένο, γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κι ο Χριστός, γιατ’είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’… Άμα κάν’και μπή μέσα στο κοπάδ’κάν’καταστροφή στα γηδοπρόβατα,δε χορταίν’μ’ένα μόν’ θέλ’να τα λαβώσ’όλα, είν’αχόρταγος και μονάντερος, ζούνιοι του Αντίχριστου…’’ –Αλλ’ καμιά βολά, κυρ δάσκαλε, θα σου πώ και για τ’όρνιο για τον αγριογιπέτ’να που φωνάζ’τη νύχτα στα λόγγα ‘’τον αδερφό’’ και για το μπούφο π’αναστενάζ’τη νύχτα και βογγάει ο τόπος και για το ζαρκάδ’που του κινούν τα δάκρυγια σαν τα’άνθρωπου.. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι Βλάχ’. [Εδημοσιεύθη : Χ.Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα,επιμέλεια Ν.Χ.Ρέμπελη, 1953, σελ.163-164.(εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών)]
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Κάλλια για το, παρά πουντο
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Κιοτής πραμματευτής ούτε χάν' ούτε κερδίζει
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Αναμεσα δυο Παναγιές μικρό καλοκαιράκι
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Κάλλια να κλάψη το παιδί, τι περ' η μάννα
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ή μικρός μικρός παντρέψου, ή μικρός καλοερέψου
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μαζώθ'καν τα κοράκια κι έβαλαν το μπουφο πρώτο
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ηύραμεν παπά, ας θάψουμε καμπόσους
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Αναδεύονται σαν τα σκουλήκια
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Και παπάς γίνκες Κώστα; Έτσι τόφερε η κατάρα
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Α δεμ παινέσ' ο γύφτος το καλύβι του, πέφτει και τον πλακώνει
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Κάθε πέρσι και καλύτερα, κάθε φέτο και χειρότερα
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το πήρ' απάνω του
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μάτια πραμμάτεια
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Δεν είμαι παραφαγάρις, μόν' είμαι παραπονιάρις
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το πέρασε το ποτάμ'
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Είναι μακρυιά το σκοτάδι; Κλείσ' τα μάτια να το ιδής
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Τόχ' στην απάνω σκάλα
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Προσώρας επαντρεύτηκα και γέρασα με ταύτη
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Τόπος
Βούρμπιανη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×