Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
Αρχική σελίδα
Τόποι
Ασία ▶ Τουρκία ▶ Επαρχία Καισάρειας
Φάρασα
Ανακαλύψτε
758 τεκμήρια
που σχετίζονται με αυτήν την τοποθεσία
Αναζήτηση
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Καθαρισμός
Θέμα
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(758)
Πολιτιστική πολιτική και σχεδιασμός
(758)
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(758)
Λαϊκή παράδοση
(758)
Προφορική παράδοση
(758)
Τύπος τεκμηρίου
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(758)
Λαϊκή Παράδοση
(26)
Παροιμία
(732)
Τόπος
Ασία
(758)
Asia
Ασία
Τουρκία
(758)
Turkey | Republic of Turkey
Ασία ▶ Τουρκία
Επαρχία Καισάρειας
(758)
Kayseri | Kayseri Province
Ασία ▶ Τουρκία ▶ Επαρχία Καισάρειας
Φάρασα
(758)
Çamlıca | Farasa | Βαρασός
Μικρά Ασία
(758)
Anatolia | Asia Minor | Ανατολία
Μέση Ανατολή
(758)
Middle East
Μεσόγειος
(758)
Mediterranean Sea
Χρονολόγηση
1950 - 1999
(707)
1900 - 1949
(48)
1850 - 1899
(3)
Ιστορική περίοδος
Νεότερη Ελλάδα
(758)
Βασιλεία Γεωργίου Α’
(3)
Μεσοπόλεμος
(9)
Εμφύλιος Πόλεμος
(39)
Μεταπολεμική Ελλάδα
(707)
Φορέας / συλλογή
Ακαδημία Αθηνών
(758)
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
(758)
Europeana τύπος
Κείμενο/PDF
(758)
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(758)
Γλώσσα
Ελληνική γλώσσα
(758)
1 - 30 από 758 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Ο Εζ Μηνάς ήταν ο φύλακας των ζώων. Στη βοήθεια του Αγίου κατάφευγαν, για να βρούν ζώο ή αντικείμενο που τυχόν έχαναν. ίΧιτα να νάψης στον Άϊ Μηνά ένα κερί, να μην φάη ο λύκος το ζώ. Τρέχα ν' ανάψης στον Άϊ Μηνά ένα κερί, να μην φάη ο λύκος το ζώο.Ή 'α ανάψω σον Εζ Μηνά αν τσερί. 'α νdα βινέψη μbρό μου. Θ' ανάψω στον Άϊ Μηνά ένα κερί. Θα το φέρη να το ρίξη μπροστά μου, έλεγαν όταν έχαναν κάτι. Μαζί με την επίκληση του Αγίου δεν παρέλειπαν να κάνουν και μαγικούς κατάδεσμους, όπως π.χ. Το δέσιμο του ψαλιδιού, για να δεθή το στόμα του λύκου και άλλα παρόμοια (βλ. Και παραπάνω σελ. 45, σημ. 4)
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Λέγανε πως ο Άι Αντώνης έμπασε το διάβολο μέσα στο μπρίκι και τον έσκασε. Ο διάβολος ήταν υπηρέτης τ’ Άι Αντώνη κι εκτελούσε τις διαταγές του. Στη λειτουργία ήταν πάντα μαζί του. Όταν ο Άι Αντώνης έβγανε τ’ Άγια, ο διάβολος πήγαινε κοντά. Κάποτε όμως εκεί που γύριζαν τ’ Άγια, με πονηριά έφευγε κι έβγαινε έξω από την εκκλησία. Έφυγε έτσι κρυφά μια δυο… πέντε φορές. Ο Άι Αντώνης τον έπιασε κάποτε από το χέρι και του είπε : κάτσε εδώ. Δεν ήθελε να μείνη. Τον έμπασε τότε μέσα σ’ ένα μπρίκι, τον έστησε κάτω και γύρισε τ’ Άγια πάνω από το κεφάλι του. Έσκασε ο διάβολος από το κακό του.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έξω από τα Φάρασα, σε απόσταση ώρας σχεδόν, προς το βορρά, μέσα στη χαράδρα που διασχίζει ο Ζαμάντης ποταμός και προς τη δεξιά μεριά του όχθη, είναι δύο σπηλιές. Η μία, η πιο μεγάλη, είναι κοντά στην όχθη του ποταμού, ή άλλη πολύ μικρότερη είναι λίγο ψηλότερα, στη βραχωτή πλαγιά, που υψώνεται ορθόκοφτη από πάνω. Μόλις δυό τρείς άνθρωποι μπορούν να σταθούν μέσα. Ήταν το σπήλο του Έζ Βασίλη. Στα τοιχώματα γύρω κρέμονταν εικονίσματα και στο βάθος υψωνόταν μικρός τοίχος, όπου τοποθετούσαν τα ιερά σκεύη, για να λειτουργή ο παπάς. Παλιά παράδοση αναφέρει ότι στη σπηλιά τούτη κατάφυγε ο Άϊ Βασίλης, για να σωθή από διωγμούς κι έτσι καθιερώθηκε η λατρεία του εκεί. Στην κάτω σπηλιά, την ευρύχωρη, μπορούσαν να χωρέσουν μέσα περισσότεροι από εκατό άνθρωποι, κι απέξω είχε προς το ποτάμι απλοχωρία, κατάφυτη από πλατάνια και ιτίές. Εκεί μπορούσαν να χορέψουν. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την ώρα του εσπερινού και λίγο πρωτύτερα, αρχίζει η ετοιμασία για την πομπή του Έζ Βασίλη. Ήταν το έθιμο να πάνε στη σπηλιά να προσκυνήσουν εκείνη την μέρα και γινόταν θρησκευτική πομπή με πολλή επισημότητα, ενθουσιασμό και κατάνυξη. [ Ο Λεβίδης ένθ. Αν. σ. 104 γράφει : «εν δε τω μυχώ της φάραγγος κείται παρά τον ποταμόν το σπήλαιον του Αγίου Βασιλείου, εις ο συχνάζουσι και δια διάχυσιν άδοντες αρχαία ελληνικά δια τον Άγιον άσματα.] Σ’ όλες τις συνοικίες αντηχούσαν οι φωνές από τις συνεννοήσεις που έκαναν μεταξύ τους για την πομπή : Ά υπάμε σον Εζ Βασίλη, άκουες παντού να φωνάζουν και όλοι προετοιμάζονταν. Άλλοι καθάριζαν τα πιστόλια τους και τα τουφέκια τους και προμηθεύονταν μπαρούτι να τα γεμίσουν, άλλοι γυάλιζαν τα μαχαίρια τους και προπαντός το μέγαν το μασαίρι ή του «Έζ Δρεμήτη το μασαίρι», [ Οι Φαρασιώτες, όταν τους ρωτάς γιατί το λένε έτσι το μαχαίρι, απαντούν ότι τέτοι είχε και ο Άϊ Δημήτρης.] όπως έλεγαν για να τα κρεμάσουν στην ζώνη τους. Άλλοι ταίριαζαν δαδόξυλα, δυό τρία μαζί, να τα κάνουν έτσι χοντρή λαμπάδα που την έλεγαν φάνα, να την ανάψουν στο δρόμο. Όσοι έπαιζαν μουσικά όργανα, τσαλγίδε, κούρδιζαν τους κεμεντζέδες, λύρες, τους ταμπουράδες, τα ντέφια τους και έκαναν πρόβα. Οι γυναίκες ετοίμαζαν τα ψωμιά, τα φαγητά και γέμιζαν στάμνες με κρασί, για να πάρουν μαζί τους στο δρόμο, α υπάμε στον Έζ Βασίλη, άκουες παντού κι όλοι φρόντιζαν να ταιριάξουν τη συντροφιά τους. Δυό τρείς και περισσότερες φιλικές ομάδες σχηματίζονταν σε κάθε συνοικία από πέντε δέκα άτομα η κάθε μια. Δυό λαμπάδες έπρεπε απαραίτητα νάχη κάθε μικρή ομάδα, για ν’ ανάψουν στο δρόμο. Τη μια θα την κρατούσε ο πρώτος για να φωτίζη μπροστά και την άλλη ο τελευταίος της ομάδας. Και καθένας όμως στη συντροφιά έπρεπε να κρατή τη λαμπάδα, έτοιμη για να ανάψη, ευθύς ως θα σωνόταν κάποιες από εκείνες που έκαιγαν. Πυκνοί πυροβολισμοί αντηχούσαν εδώ κι εκέι, ήταν για να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού, το μισεχώρι, για το γενικό ξεκίνημα. Κρεμόντουσαν τα μαχαίρια τους στη ζώνη, τα τουφέκια τους στον ώμο, μαντήλια στο λαιμό, έπαιρναν και τα τοπράδε, σακκούλια, με τα φαγητά τους κι ήταν έτοιμοι. Κάθε ομάδα ξεκινούσε για την πλατεία. Τραγουδούσαν, και τα μουσικά όργανα συνόδευαν το τραγούδι. Προχωρούσαν με χορευτικό βάδισμα, σύμφωνο με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα ήταν το τραγούδι της ημέρας, που τους γέμιζε από συγκίνηση κι ενθουσιασμό : Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη να κρεμάσουμε τα κράτε σο σίδι. Βάι, Παναΐα μου Θεοτόκε, κυργιάλεμον, κυργιάλεησον. Έσυρεν τζαί δώτσε τσαί α γεσίλι τσαί χτες την έβιτσα σον Εζ Βασίλη. Τσάλτσεν τζου ΄βρεν τσαί μασαίρι νdα σφάξη έσφαξεν dα μο τον gοδευτήρι. Εζ Γιώργη, τ’ αβgό σου ένι γίρι γίριν τζο ‘νι, εν’ κατίνον bεϊκίρι τσάπου αντϊίεν σε, είσαι χαζίρι, σέναν τζαί τα’ αβgό σου προστσυνούμεν σε. Σον Gούτσουρον το ποτάμι ‘υρίστη εν gατινό του Χριστενού η πίστη. [ Ο Γ. Παχτικός, Δημόδη ελληνικά άσματα της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1905, σελ. 17-19, δημοσιεύεται το τραγούδι με μικρές διαφορές και τη σημείωση ότι «άδεται εν Φαράσοις της Καισαρείας κατά τας θρησκευτικάς πανηγύρεις. Χορός ιδιόρρυθμος μετά χαρακτηριστικών των χειρών και λοιπών μελών του σώματος κινήσεων χορευτών». Το τραγούδι του Εζ Βασίλη φωτογραφήθηκε από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχίο στα 1930. Το ίδιο τραγούδι τραγουδιότανε επίσης στη Σίλλη του Ικονίου: Έιντατε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε κριάτα στο σίδι. Βάι Παναγιά μου Θεοτόκε, Κύριε’λεήμων, Κύριε ‘λέησον εγώ απόψε πάλιν πηγαίνω εγώ απόψε πάγω στην Αγιά Σοφιά. Βάι Παναγιά μου κ.λ.π. (Άκογλου, Λαογραφικά Κοτυώρων, σελ. 274).] Τρέξτε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε τα κρέατα στο σίδι. Βάι, Παναγία μου Θεοτόκε, Κυριελέημον, Κυριελέησον. Τουφέκησε και σκότωσε μια χήνα και χτές την αυγούλα στον Άι Βασίλη. Τράβηξε και δε βρήκε μαχαίρι να σφάξη την έσφαξε με το κλαδευτήρι. Άι Γιώργη, τ’ άλογο σουείν’ ψάρι ψάρι δεν είναι, είν’ καθαρή φοράδα. Όπου κι αν σε θυμούνται είσαι πρόθυμος. Σένα και το αλόγό σου προσκυνούμε. Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη. Τελείωναν το τραγούδι και το ξανάρχιζαν από την αρχή. Τραγουδούσαν και στίχους απί το τραγούδι της Ε. Σοφίας : Μπύρ’ το φούρνο τσαί ποίτσε με ά χρεία ‘γώ ‘πόψα πααίνω σην Έ Σοφία. Τζο ‘ινκε τσαί ς θείας μου Ζεϊτούντζας η καρdιά μυράν τζαί κά τσαί του τεφνά τα φύα. Μπύρσεν το γαλιόνι τσαί τελέντσεν dα έθετσεν τζαί τόϊνα γαραφύλλι … [Με μικρές διαφορές οι στίχοι είναι δημοσιευμένοι από τον Paul De Lagarde, Neugriechisches aus Klein – Asien, Gottingen 1886, σελ. 15] Κάψ’ το φούρνο και κάμε μου μια χρεία γώ πόψε πηγαίνω στην Έ Σοφία. Δεν έγινε και της θείας μου Ζεϊτούντζας η καρδιά μυρίζουν καλά και της δάφνης τα φύλλα. Πήρε φωτιά ο λουλάς και κάη έβαλε κι ένα γαρύφαλλο … Τραγουδούσαν με αργό βυζαντινό ρυθμό και προχωρούσαν προς την πλατεία του χωριού ομάδες ομάδες, χορεύοντας. Οι κινήσεις του χορού τους ήταν αργές, όπως και ο ρυθμός του τραγουδιού. Κινούσαν κεφάλι και κορμί δεξιά και αριστερά. Χτυπούσαν τα πόδια στο έδαφος με τον ίδιο ρυθμό. Αν κανένας δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το ρυθμό του τραγουδιού, δεχόταν παρατηρήσεις και χτυπήματα στα πόδια από τον μπροστινό του χορού, που κρατούσε στα χέρια του ραβδί, για να ρυθμίζει τα βήματα των χορευτών. Όποιος δεν κατάφερε να συμμορφωθή με το ρυθμό, υποχρεωνόταν να βγή έξω από το χορό, έβgου ‘ς το το χορό, χάνεις το χορό, έβγα από το χορό, χαλάς το χορο, του φώναζαν οι αλλοι. Οι πυροβολισμοί, οι φωνές, τα τραγούδια ανατάτωναν όλο το χωριό. Έτσι μαζεύονταν όλες οι ομάδες στην πλατεία, έτοιμες για το νέο ξεκίνημα. Το καλοκαίρι μ’ ευκολία πήγαιναν στον Άι Βασίλη. Κατέβαιναν στον Παράτσο, ακολουθούσαν την κοίτη του Ζαμάντη κι έφταναν στη σπηλιά χωρίς μεγάλους κόπους. Το χειμώνα όμως κατέβαζε πολύ νερό το ποτάμι και δεν ήταν εύκολος ο δρόμος. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι προσκυνητές, για να πάνε στον Άι Βασίλη, έπρεπε να πάρουν τη δεξιά όχθη του ποταμού και με πολλά ανεβοκατεβάσματα εδώ κι εκεί να φτάσουν στη σπηλιά. Έπεφτε γρήγορα το βαθύ χειμωνιάτικο σκοτάδι κι ο δρόμος γινόταν πιο δύσκολος. Κάθε ομάδα όμως ξεκινώντας είχε μπροστά τον οδηγό, που κρατούσε τη φάνα, τη λαμπάδα του αναμμένη, και στο τέλος επίσης άλλον που κρατούσε άλλη λαμπάδα. Έτσι φωτιζόταν άπλετα ο δρόμος τους. Οι ομάδες προχωρούσαν η μια ύστερα από την άλλη και η καθεμιά με τις λαμπάδες της και τα μουσικά της όργανα. Όταν έφταναν στον Παράτσο, άναβαν κεριά στα δυό ξωκλήσια που ήταν δεξιά κι αριστερά, τον Έ Χαλλά και τον Έ Θουμά. Έκοβαν κισσούς στη ρεματιά, κι έπλεκαν στεφάνια, που τα περνούσαν στη μέση και στα κεφάλια τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Από κεί έκοβαν προχωρούσαν και στο δρόμο τους συναντούσαν κι άλλα ξωκλήσια, χαλάσματα ή όρθια, και σ’ όλα σταματούσανε και προσεύχονταν. Φωνές, τραγούδια, πυροβολισμοί αντηχούσαν σ’ όλη τη ρεματιά. Όπου εύρισκαν κάποια απλοχωριά, σταματούσαν, έτρωγαν από τα φαγητά τους, έπιναν κρασί, πυροβολούσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Ξεκινούσαν πάλι, βάδιζαν όσο μπορούσαν χορευτικά, πάλι σταματούσαν και χόρευαν. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν έπαυε το τραγούδι κι ο χορός. Έσπαε καμμιά φορά ο πάγος κι έπεφταν μέσα στο νερό, τότε είναι που ξεσπούσαν πολλά γέλια και φωνές. Με τέτοια πορεία ανάμεσα στη χαράδρα, με πολλούς αλαλαγμούς, τραγούδια, χορούς και πυροβολισμούς αδιάκοπους, έφταναν οι πρώτες ομάδες στη πρώτη, τη μεγάλη σπηλιά του Άι Βασίλη. Κρεμούσαν πρώτα τα σακκούλια με τα ψωμιά και τα φαγητά τους στα πλατάνια και τις ιτιές. Κρεμούσαν και τα μουσικά τους όργανα. Ξεκουράζονταν λίγο, άναβαν τα κεριά τους κι ανηφόριζαν προς το μικρό σπήλαιο του Άι Βασίλη. Έμπαιναν ένας ένας μέσα, κολλούσαν το κερί τους στα τοιχώματα, ασπάζονταν τις εικόνες, προσεύχονταν. Ύστερα από την προσευχή τους ξανάβγαιναν έξω με την σειρά και κατηφόριζαν προς την κάτω, ευρύχωρη σπηλιά. Έπρεπε όλοι να προσκυνήσουν κι όλοι ανέβαιναν στην επάνω σπηλιά και ξανακατέβαιναν. Έτσι διασταυρώνονταν οι ομάδες, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Η κάθε ομάδα, κατεβαίνοντας προς την κάτω σπηλιά, έπιανε ένα μέρος στην απλοχωριά της ακροποταμίας, κάτω από τα πλατάνια και τις ιτιές, αν έβρεχε ή χιόνιζε, έμεναν μέσα στο σπήλαιο. Έστρωναν το τραπέζι τους, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες, άπλωναν τα φαγητά τους, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν το μοναδικό τραγούδι της γιορτής : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Έπιναν πολύ κρασί, τα τραγούδια, ο χορός και τ’ αστεία δεν έπαυαν ούτε στιγμή. Ένας αχός συγκρατητός αντηχούσε στους αντιμέτωπους ορθόκοφτους βράχους. Αληθινός θρησκευτικός ενθουσιασμός εσυγκλόνιζε όλους εκείνη τη βραδιά. Δυό τρείς ώρες διασκέδαζαν στη σπηλιά και ύστερα η κάθε ομάδα έπαιρνε και πάλι τον ίδιο δρόμο, για να γυρίσει στο χωριό, πρίν ή μετά τα μεσάνυχτα, ανάλογα με τη σειρά που είχε πάρει στον ερχομό. Χαλασμός κόσμου γινόταν στο ξεκίνημα : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … φωνές, πειράγματα, αποχαιρετισμοί αστεία. Μπρός και πίσω οι λαμπάδες αναμμένες, για να φωτίζουν στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, πυροβολισμοί αδιάκοποι, τραγούδια, σταμάτημα και χορός κάθε τόσο όπου υπήρχε ευρυχωρία, κινήσεις ρυθμικές, σ’ όλη τη διαδρομή. Το τι γινόταν στο συναπάντημα των ομάδων που πήγαιναν προς τη σπηλιά μ’ εκείνες που γύριζαν στο χωριό, είναι δύσκολο να περιγραφή με λόγια. Σκοινί αδιάκοπο από ανθρώπους όλος ο δρόμος, άλλοι πήγαιναν στον Άι Βασίλη κι άλλοι γύριζαν στο χωριό. Ούτε παγωνιά, ούτε βροχή ακόμα δε ματαίωνε τη θρησκευτική πομπή. Έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνη η επίσκεψη στον Άγιο. Γυναίκες κι ανήμποροι γέροντες, που δεν μπορούσαν νύχτα να πάνε στον Άι Βασίλη, πήγαιναν την άλλη μέρα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, άναβαν τα κεριά τους και προσκυνούσαν. Όσοι όμως δεν είχαν καθόλου αντοχή για τη μεγάλη τούτη πορεία, πήγαιναν στον Άι Χρυσόστομο και προσεύχονταν. «Tσαλγίδε» = Από το τουρκ. Calgi = μουσικό όργανο, μουσική, «κεμεντζέδες» = το τούρκ. kemence = μικρή πεντάχορδη λύρα, «σίδι» = το δέντρο ιτιά, «κυργιάλεμον – κυργιάλεησον» = γύρισμα που λέγεται ύστερα από κάθε δίστιχο, «bεϊκίρι» = από το τουρκ. beygir που σημαίνει γενικά ίππος, “Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη” = Η έννοια των δύο τελευταίων στίχων είναι ότι θολώνει το ποτάμι το Φλεβάρη μα η πίστη του Χριστιανού μένει πάντα καθαρή. «Θεία Ζεϊτούντζα» = Δε μπορούν να βεβαιώσουν με θετικότητα οι Φαρασιώτες γιατί αναφέρεται εδώ η θεία Ζεϊτούντζα. Πάντως μιλούν με κάποια ειρωνεία για τη Ζεϊτούντζα και λένε πως ήταν παλιό βαφτιστικό όνομα. Μπορεί να υπήρχε σε κάποιο σχετικό ανέκδοτο κι από εκεί πέρασε και στο τραγούδι. «λουλάς» = η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. Οι δυο τελευταίοι στίχοι είναι απόσπασμα από κάποιο άλλο τραγούδι. «Παράτσο» = Παράδεισος, γραφικό τοπίο κατάφυτο από αμπέλια και ιτιές, κοντά στην όχθη του Χαμάντη, ως ένα τέταρτο μακριά από το χωριό.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Φαρασιώτικη λαϊκή παράδοση λέγει, ότι ο Άι Γρηγόρης και η Χουρουγίζα, κάποια Τούρκισσα, έβοσκαν τα γίδια. Μια μέρα που η Χουρουγίζα άρμεγε, παρουσιάστη ένας κυνηγός. Είπε τότε ο Άι Γρηγόρης στη Χουρουγίζα : τι θα του δώσουμε; - Δώσε την Κουτσή, είπε κείνη. – Έδωκα και δεν τη πήρε. – Τότε δώσε την Κουτσοκέρα. – Έδωκα και δεν την πήρε, είπε πάλι. – Τότε γύρισε την καταιγίδα πάνω του. Δεν πρόλαβε ο κυνηγός να φύγη και η καταιγίδα έπεσε πάνω του
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Τη γνωστή παράδοση για τη δρακοντοκτονία του Άι Γιώργη την ήξεραν και στα Φάρασα, χωρίς αξιόλογες διαφορές από τον τύπο που μας είναι γνωστός από πολλούς άλλους τόπους [Βλ. και J. Aufhauser, Das Drachenwunder des heiligen Georg in der griechischen und lateinischen Uberlieferung, Leipzig 1911, H. Delehave, Les legendes grecques des Saints militaires, Paris, 1909, Ν. Γ. Πολίτη, Λαογραφικά σύμμεικτα 1, σελ. 80-85. Για τα τραγούδια της δρακοντοκτονίας και σχετικής βιβλιογραφία βλέπε Ν. Γ. Πολίτη, Τα δημώδη ελληνικά άσματα περί της δρακοντοκτονίας του Αγίου Γεωργίου, Λαογραφία, 4, σελ. 185 – 235]. Ήταν νέος καβαλλάρης, διηγείται του Κορβαράση ο Κοσμάς, κι ήρθε στο χωριό μουσαφίρης, καβάλλα στ’ άλογο του. Γύρεψε νερό να ποτίση τ’ άλογό του και δε βρήκε. Οι χωρικοί του έιπαν : συ ακόμα δεν άκουσες πώς στο χωριό μας έχουμε στου νερού μας το κεφάλι ένα θεριό κι αν δεν του πάνε κάθε μέρα ένα κουρίτσι να ρουφήξη το αίμα του, δεν το αφήνει το νερό νάρθη στο χωριό μας; Άλλο κορίτσι στο χωριό μας δεν απόμεινε, εκτός από του βασιλιά την κόρη. Είναι τρείς μέρες τώρα που η βασιλοπούλα δε λέει το ναι να πάη για το θεριό και το χωριό μας ξεράθηκε. Ο νέος τότε είπε : Δείχτε μου πού είναι το θεριό να το σκοτώσω. Ως άκουσαν οι άνθρωποι τον λόγο, σάστισαν και είπαν : τόσος στρατός πέρασε και δεν έκαμε τίποτα, κι συ θα το σκοτώσης; Έμαθε ο βασιλιάς πως ένας νέος θέλει να σκοτώση το θεριό και έδωκε διαταγή να του τον φέρουν μπροστά του. Παραξενεύτηκε άμα άκουσε από το νέο πως θέλει να το σκοτώση. Σήμερα του λέει, ήταν η σειρά της κόρης μου, να τη φάη το θεριό, αν εσύ το σκοτώσης, και η κόρη μου και το βασίλειο δικά σου. Που είναι το θεριό; Ρώτησε ο Άι Γιώργης. Το θεριό δεν βγαίνει, αν δεν δη κορίτσι, του είπαν. Πήρε μαζί του το κορίτσι ο Άι Γιώργης και πήγαν εκεί που ήταν το θεριό. Άπλωσε το κορίτσι το ζερβί του χέρι στην τρύπα του θεριού και είπε : έλα να πάρης το κορίτσι, ν’ αφήσης το νερό να τρέξη, να πιή ο κόσμος. Πρόβαλε το θεριό σαν άκουσε τη φωνή. Τραβάει το σπαθί του ο Άι Γιώργης και κόβει το κεφάλι του. Απολύθη το νερό πάλι κι ο κόσμος έτρεξε να πάρη. Τόμαθε κι ο βασιλιάς και όλος χαρά έτρεξε κι αγκάλιασε το νέο. Το βασιλειο μου, του λέει, είναι δικό σου. Ο Άι Γιώργης δε δέχτηκε ούτε το βασίλειο ούτε τίποτα
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Για τον Προφήτη Ηλία ήταν γνωστή η λαϊκή παράδοση πως οι βροντές που ακούονται, όταν βρέχη, είναι από το ποδοβολητό των τεσσάρων αλόγων του που σέρνουν την άμαξα. Ήταν αμαξάς, λένε, ο Προφήτης κι ανέβη στον ουρανό με τ' αλογά του. Ξωκλήση του Προφήτη δεν είχαν, λειτουργούσαν στον Άϊ Βαράση. [Για την πανελλήνια παράδοση και άλλα σχετικά με την λατρεία του Προφήτη βλ. Ν. Γ. Πόλιτη, Λαογραφικά σύμμεικτα 1, σελ. 89 -92, και 2, σελ. 146 -153
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το ξωκλήσι του Ε Παυλίτζη ήταν κοντά στην Τσαχιρού στο στόμιο σπηλιάς, μέσα από τη σπηλιά έβγαινε νερό. Παλιά παράδοση λεεί πως στη σπηλιά τούτη έμενε μια βραδιά ο Απόστολος Παύλος, όταν έκανε τα ταξίδια του. Στο ξωκλήσι πήγαιναν οι Τούρκοι, άναβαν κεριά κι έπαιρναν αγιασμό. Πίστευαν κι αυτοί στα θάματα του Αποστόλου και φοβόταν την τιμωρίαν του. Σε παλιότερα χρόνια, λέει η τοπική παράδοση, κάποιος Τούρκος θέλησε να μεταβάλη σε ταμπακαρείο, βυρσοδεψείο, το ξωκλήσι, επειδή εκεί έβγαινε νερό, χλιαρό το χειμώνα, κρύο το καλοκαίρι. Πήγε ένα βράδυ κι έβαλε τα δέρματα μέσαστο νερό να φουσκώσουν. Το πρωί βρήκε τα δέρματα πεταμένα έξω από το νερό. Τα ξανάβαλε και δεύτερη και τρίτη φορά και το πρωί τάβρισκε πεταμένα. Καιροφυλακτησε με το τουφέκι του να δή ποιός τα πετάει. Λαλώντας τα κοκόρια, βλέπει έναν κι ερχόταν. Ήταν ο Άγιος Παύλος, όμοιος όπως ήταν στην εικόνα του. Πέταξε τα δέρματα κάτω από το βράχο και είπε στον Τούρκο : Άλλοτε να μην τα ξαναφέρης, αν ατα φέρης θα σε τιμωρήσω. Λιποθύμησε ο Τούρκος από το φόβο του κι έμεινε τρείς μέρες άφωνος. Όταν άρχισε να μιλάη, είπε τι έγινε και τι είδε. Έστειλε άνθρωπο στα Φάρασα, κάλεσε τον παπά να λειτουργήση και έσφαξε γουρπάνι. Φίλησε το χέρι του παπά ο Τούρκος, ασπάστη την εικόνα και έγινε καλά. Άλλος Τούρκος δεν τόλμησε να ξανακάμη τα ίδια. (Ταμπακαρείο = από το τουρκ. Tabac, βυρδοδέψης).
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Θρύλος είχε γίνει στα Φάρασα ο Χατζή Εφεντής. Η παρακάτω αφήγηση της Ελισάβετ Κοσκερίδη έχει πάρει τη μορφή λαϊκής παράδοσης : είχαμε στο χωριό μας ένα παλληκάρι που έγινε δάσκαλος κι ύστερα παπάς. Κάθε γιορτή έκανε παράκληση. Έκανε πάντα αγρυπνίες και προσευχές. Πήγαινε ταχτικά στην εκκλησία και διάβαζε τη λειτουργία. Νήστευε πάντα. Τον ένα χρόνο δεν έτρωγε αυγά, τον άλλο δεν έτρωγε κρέας. Άγιος άνθρωπος και η ευχή του μπορούσε να τρυπήσει λιθάρι. Αν αρρωστούσε κανείς, στεκόταν εκείνος κοντά του κι έκανε μετάνοιες και παρακλήσεις στο Θεό. Έφκιανε και φυλαχτά, μουσχάδε, κι έδινε στον κόσμο. Πήγε στα Ιεροσόλυμα στον Άγιο Τάφο. Πέντε μέρες περπατούσε πεζός ως τη Μερσίνα. Δεν καναλλίκευε. Έμεινε όλη τη μεγάλη σαρακοστή στον Άγιο Τάφο ως το μεγάλο Πάσχα και γιόρτασε εκεί. Με το παπόρι ήρθε στην Κιλικία κι από κεί ήρθε στα Φάρασα πεζός πάλι. Έμεινε δέκα χρόνια στα Φάρασα και ξαναπήγε στον Άγιο Τάφο. Τελευταία ήρθε και η εποχή να μας ξεσηκώση ο Τούρκος από τον τόπο μας. Όλος ο κόσμος καβαλλίκευε στα μουλάρια κι έφευγε. Εκείνος ήρθε πεζός στη Νίγδη κι από κεί στη Μερσίνα. Μπήκε στο παπόρι και μαζί μ’ άλλους Φαρασιώτες ήρθε στην Κέρκυρα. Δυόχρόνια έμεινε κεί και πέθανε. Δεν τον γνώριζαν στην Κέρκυρα τι άνθρωπος ήταν. Οι Φαρασιώτες διηγόνταν στους Κερκυραίους τι λογής άνθρωπος ήταν. Τώρα από τον τάφο του βγαίνει νερό. Τ’ όνομα του είναι Χατζή Εφεντής.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Από τις πρώτες επίσημες γιορτές του Φλεβάρη είναι του Άι Χαράλαμπου, στις 10 του μήνα. Οι Φαρασιώτες έλεγαν τον Άγιο Έ Χαλλά και είχαν ξωκλήσι του στη θέση Παράτσος. Το ξωκλήσι τούτο ήταν στεγασμένο, λειτουργούσε ο παπάς κι έσφαζαν γουρπάνια. Κοντά στο ξωκλήσι ήταν ένα μεγάλο βορότο. Κρεμούσαν εκεί κουρέλια, λουρίδες από την ενδυμασία αρρώστων, για να φύγη η αρρώστια. Στο βαρότο τούτο, διηγούνται, κρέμασαν έναν άνθρωπο, που λεγόταν Κελέκης, από κάποια άδικη καταδίκη. Έμεινε κρεμασμένος τρείς μέρες, άγιασε, έπεσε μέσα στο ποτάμι και χάθη, γι' αυτό τα βράδυα έβλεπαν μέσα στο ποτάμι μεγάλο φώς, που πήγαινε τον ανήφορο. Έλεγαν πως εκείνο το φώς ήταν το λείψανο του αγιασμένου ανθρώπου. (Για τις θεραπευτικές ιδιότητες του Αγίου βλ. B. Schmidt, Des Volksleben der Neugrieshen und das hellenische Altertum σελ. 38, Ν. Γ. Πολίτη, Λαογραφικά σύμμεικτα 3, σελ. 74 κε. Πρβλ. G. A. Wiliamson, οι προστάται της ιατρικής άγιοι εν τη ελληνική εκκλησία, Κυπριακά Χρονικά Στ, 1929, σελ. 233).
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Έ Στέφανος γιορταζόταν με επισημόιτητα, τρίτη μέρα των Χριστουγέννων, στις 27 του Δεκέμβρη. Ξωκλήσι του Ε Στέφανου ήταν στην κορφή του βράχου, σωζόταν μόνον ο θόλος του, που στέγαζε την Αγία Τράπεζα κι έτσι μπορούσε να λειτουργή παπάς. Παρακάτω από την κορφή σε βάθος μέσα στο βράχο, ήταν μια σπηλιά. Μόνο θαρραλέος άνθρωπος τολμούσε να κατέβη σ΄αυτή. Τον έδεσαν με σκοινί, κρατούσαν την άκρη του σκοινιού δυό τρείς αποπάνω, κι αυτός κρεμασμένος κατέβαινε σιγά καθώς άφηναν το σκοινί λίγο λίγο κι έφτανε στη σπηλιά, για ν' ανάψη κερί. Έπειτα τον έσερναν και πάλι πάνω, μαζεύοντας το σκοινί. Υπάρχει παράδοση πως σε κείνη τη σπηλιά είχε καταφύγει τα παλιά χρόνια ο Άι στέφανος κι εκεί αγίασε, γι΄αυτό κι όσοι κατέβαιναν άναψαν κεριά και θυμιάζαν.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Εζ Βαράτσης, Άι Βαράσης, που γιορτάζεται στις 29 του Μάρτη, σε παλιότερα χρόνια λατρευόταν σε μικρή σπηλιά, μέσα σε απόκρημνο βράχο, κάτω από το Γαλά, το κάστρο.Στα τοιχώματα της σπηλιάς σώζονταν ως τα τελευταία χρόνια παλιές ζωγραφιές. Υπήρχε παράδοση, οτι εκεί είχε καταφύγει ο Άγιος Βαραχήσιος κι έμεινε για πολύν καιρό. Οι Φαρασιώτες στη μνήμη του Άγιου και άλλες μέρες πήγαιναν στη σπηλιά άναβαν κεριά, προσεύχονταν και κολλούσαν φκαζόκκα στους τοίχους να μαντέψουν για τα μέλλοντα, πολλές φορές έσφαζαν και γουρπάνια. Η επίσημη χριστιανική λειτουργία γινόταν στη μητροπολιτική εκκλησία, τον Άι Βαράση.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο δεύτερος Εζ Γρεγόρης ήταν στο Ασμαδόκκο, ως δύο ώρες μακριά από το χωριό, ερείπιο με μόνο όρθιο το θολό, που στέγαζε μια πέτρα όπου θυσίαζαν. Εκεί πήγαιναν το βράδυ της παραμονής του Αγίου Γρηγορίου και κοιμούνταν. Ήταν δυό μάτια νερού και πίστευαν πως έβλεπαν από το ένα μάτι να ρέη αίμα και από το άλλο έμπυο, που το ειχαν φάρμακο για τους βυζόπονους. Όταν μια γυναίκα πάθαινε από μολυνση του μαστού, από εκείνο το έμπυο έπαιρνε, άλειφε το πονεμένο μέρος. Ο Φαρασιώτης Θύμιος Ανθόπουλός, η Τσιτσέξας διηγείται τα εξής για τον Ασμαδόκκο : εκεί που ήτανε ο Ασμαδόκκος αίμα και πύο έβλεπε ο κόσμπς. Τάβλεπε κι έκλαιγε, γιατί να χυθή αίμα και πύο θάμαζε. Αλλά οτι πόνο κι αν είχες έπινες λίγο αίμα, γινόσουν καλά, όπως ήσουν πρώτα. Αν κοιμόσουν μέσα στο ξωκλήσι, την αυγούρα σε βρίσκανε έξω. Κάθε αυγή λαλαούσαν ως χίλια πετεινάρια. Κοίταζες με τα μάτια σου, τίποτα δε φαινόταν, μόνο στο νερό παίζανε δυο περιστεράκια. Καθόμαστε μια εβδομάδα εκεί. Όταν ερχόμαστε στο χωριό, τα λέγαμε σ' όσους δεν τα βλέπανε και κλαίγανε.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έξω από τα Φάρασα, σε απόσταση ώρας σχεδόν, προς το βορρά, μέσα στη χαράδρα που διασχίζει ο Ζαμάντης ποταμός και προς τη δεξιά του όχθη, είναι δυο σπηλιές. Η μία, η πιο μεγάλη, είναι κοντά στην όχθη του ποταμού, ή άλλη, πολύ μικρότερη, είναι λίγο ψηλότερα, στη βραχωτή πλαγιά, που υψώνεται ορθόκοφτη από πάνω. Μόλις δυό τρείς άνθρωποι μπορούν να σταθούν μέσα. Ήταν το σπήλοτου Εζ Βασίλη. Στα τοιχώματα γύρω κρέμοταν εικονίσματα και στο βάθος υψωνόταν μικρός τοίχος, όπου τοποθετούσαν τα ιερά σκεύη, για να λειτουργή ο παπάς. Παλιά παράδοση αναφέρει οτι στη σπηλιά τούτη κατάφυγε ο Άϊ Βασίλης, για να σώθη από διωγμούς κι έτσι καθιερώθηκε η λατρεία του εκεί.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στις γιορτές της Παναγίας πήγαιναν κάπου κάπου και στου Τσαχμούρη τη Θεοτόκο, κοντά στον Άϊο, Άϊ Στράτηγο, μια ώρα και σαράντα λεπτά μακριά από το χωριό. Το ξωκλήσι ήταν πολύ ερειπωμένο και δε λειτουργούσε παπάς. Άναβαν όμως κεριά και προσεύχονταν. Σε στίχους παλιού τραγουδιού αναφέρεται του Τσαχμούρη η Θετόκο : Θετόκο, Θετόκο σου Τσαχμούρη Θεοτόκο Ακτασι τσακμάκτασι, gέλ γαλά γουζούμ, gέλ ... Θεοτόκο, Θεοτόκο του Τσαχμούρη Θεοτόκο η άσπρη πέτρα τσακμακόπετρα, έλα αγαπημένη, έλα... Παλιά παράδοση λέει, οτι ένας Χριστιανός έφερνε για δώρο τρείς Άγιες Τράπεζες, τη μιά την πήγε στον Έ Πρόδομο, την άλλη στον Ε' Στράτεχο και την τρίτη προόριζε για του Τσαχμούρη η Θεοτόκο. Κάποιος παρουσιάστη, τον εμπόδισε και ανάγκασε να την αφήση στου Σκαλικά. Αυτός που τον εμπόδισε ήταν ο διάβολος, γι' αυτό του Τσαχμούρη η Θετόκο δεν είχε Άγια Τράπεζα και δε λειτουργούσε παπάς.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ονομαστοί ήταν οι αεσμοί του ... της Παναγίας του βράχου. Η παράδοση λέει πως όταν κυνηγούσαν την Παναγία ήρθ' εκεί στα στενά, άνοιξε ο βράχος μπήκε μέσα και σώθηκε. Βγήκε από τότε και το άγιασμα.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Για τον Έ Φίλιππο δεν είχαν ξωκλήσι, αλλα γιόρταζαν στον Άϊ Βαράση στο χωριό, στις 14 του Νοέμβρη, και τότε απόκρευαν. Ο Άϊ Φίλιππας, λέει η παράδοση, ήταν γεωργός. Μια μέρα ερχόταν από το χωράφι του. Στο δρόμο του είδε ένα φτωχό χωρικό που έπαιρνε μια ψόφια όρνιθα μέσα από ένα χάλασμα και τον ρώτησε : - Τι θα την κάμης την ψόφια όρνιθα; - Τι να την κάμω, είπε ο φτωχός, τα παιδιά μου πεινάνε, θα την ψήσουμε να κάνουμε αποκριά. - Έλα να πάμε, να σφάξω το βόδι μου, να σου δώσω κρέας, του λέει, και πήρε το μαχαίρι. Έσφαξε το βόδι, το μοίρασε σ' όλους τους φτωχούς. “Όταν το βράδυ πήγε να ταΐση το άλλο του βόδι, βρήκε κοντά του ζωντανό κι εκείνο που έσφαξε. Από τότε άγιασε.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Άλλη παράδοση λέει, οτι εκεί που ήταν το αγίασμα της Ε Σοφίας ήταν παλιά εκκλησία. Τη νύχτα μέσα στην εκκλησία ήταν ένας κόκορας και λαλούσε στην πηγή του νερού. Την ημέρα ο κόκορας χανόταν.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Δεύτερος Εζ Γιώρgης ήταν στο νεκροταφείο του μνημόρου ή τουν μνημορίουν ο Εζ Γιώρgης έλεγαν γι' αυτό το ξωκλήσι. Ήταν παλιό χτίριο κι απ' έξω είχε μεγάλο βόροτο. Ήταν ξεχωμένη αρκετά η ρίζα του του βόροτου, είχε μια τρύπα κι έτσι μπορούσε να περάση κανείς από μέσα. Εκεί περνούσαν τα παιδιά, για να θεραπεύωνται απ' ασθένειες, για να μεγαλώσουν και για να ζήσουν και πολλά χρόνια. Να υπάς, να δέβης 'ς του Εζ Γιώρgη το βόροτο ποπουκάτου να 'φξής, να μη σε πιέσ' ο πόνος, να πας να διαβής απ' του Άϊ Γιώργη το βόροτο από κάτω, για να μεγαλώσης, να μη σε πιάση ο πόνος, έλεγαν οι μητέρες στα παιδιά. Πάνω στα κλωνάρια του βόροτου κρεμούσαν κουρέλια, που τα έκοβαν από τα ρούχα τους κι έλεγαν : Πονώ το τσουφάλι μου, να πομείνη αδά ο πόνος, με πονεί το κεφάλι μου, ν' απομείνη εδώ ο πόνος, ή αν είχαν ελονοσία, έλεγαν πϊένη με το ρίο, να 'πομείνη αδά, με πιάνει η θέρμη, ν' απομείνη εδώ. Αν ήταν πολλά τα κουρέλια στα κλωνάρια του βόροτου, έμπηγαν ξύλα στους τοίχους της εκλησίας και τα κρεμούσαν.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Λαϊκή παράδοση λέει οτι μια φορά ο Μουλά Χασάν, ο τελευταίος χότζας που κατοικούσε στα Φάρασα και ιερουργούσε στα γύρω τούρκικα χωριά, πήγε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στον Ε Χρυστιέσταμα, να πλυθούνε στον αγιασμό, για να γιατρευτούν από ψώρα. Όταν πήγαιναν, είδαν το νερό άφθονο. Μπήκαν στην εκκλησία, άναψαν κεριά κι ο χότζας άρχισε να διαβάζη το βιβλίο του. Η γυναίκα του πήγε στο 'φτάλμι να πάρη νερό. Μόλις πλησίασε, το νερό χάθηκε από μπροστά της , ξεράθηκαν και οι αβορύες. Ξαναγυρίζει στην εκκλησία και το λέει στο χότζα, Βγήκε κι ο χότζας με τα παιδιά και είδαν το κακό. Ξαναγύρισε ο χότζας στην εκκλησία κι άρχισε να προσεύχεται και να παρακαλή. Έξαφνα πετάχτηκε πάλι το νερό γαλάζιο γαλάζιο. Πήραν νερό, πλύθηκαν και ήπιαν. Ο χότζας είπε τότε : όποιος δεν πιστεύει στου Αγίου τούτου τα θάματα, να γίνη πέτρα. Ήρθε στα φάρασα, ετοίμασε γουρπάνι, πήρε τον παπά κι έκαμε λειτουργία στο άγιασμα. Είπε το θάμα και στους Τούρκους των γύρω χωριών κι από τότε είχαν φόβο και σέβονταν τις χριστιανικές εκκλησίες.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το Δωδεκάημερο που ακολουθούσε μετά τα Χριστούγεννα, πίστευαν πως έρχονται στα σπίτια τη νύχτα οι μνημοράτοι, πεθαμένοι τους ονόμαζαν και τσιφούτοι ή μαλλιέρ. Έλεγαν πως γύριζαν στους δρόμους κι έμπαιναν απο τις καπνοδόχες μέσα στα σπίτια γι'αυτό κι έκαιγαν λιβάνι στη φωτιά να φεύγουν τους φαντάζονταν ότι έμοιαζαν σαν Αράπηδες και φορούσαν κουρέλια. Στις 8 Γενάρη, τοτ Έζ Γιάννη, φεύγουν ξανά οι μνημοράτοι, έλεγαν. (Μαλλιέρ'= μαλλιέρης, μαλλιάρης, μαλλιαρ΄ός. Βλ. H. GREGOIRE, NOTES le dialecte de Farasha, Bylletin de Correspondance Helleniqye, 1909, σελ. 151)
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στον Άϊ Γιώργη του νεκροταφείου φοβόταν να πλησιάσουν τη νύχτα. Οι νέοι έβαζαν στοίχημα για να ιδούν ποιος θάχη το θάρρος να πάη νύχτα στο βόροτο και να φέρη κλαδί του, πολύ λίγοι είχαν τέτοια τόλμη. Κοντά στον Έζ Γιώργη του μνημορού υπάρχει μια μεγάλη πέτρα, που έχει απάνω αποτυπωμένο αλόγινο αχνάρι, έλεγε η παράδοση, πως το αποτύπωμα αυτό είναι από το πόδι του αλόγου του Άϊ Γιώργη. Ο πληροφορητής Γιάννης Μπαλαχτσής λέει τα εξής σχετικά με το αχνάρι τούτο : όταν κατέβαινες από την Εν Gαβαρώτ'σα, από του Αντσαλίχου τα χωράφια, έμπαινες στου βράχου την αμπατή και πήγαινες στου Φράγκου τη λίμνη, εκεί σε πέτρα επάνω έβλεπες πάτημα από ποδάρι αλόγου. Φαίνονταν οι τύποι των καρφιών του πέταλου. Έλεγαν πως στα πρώτα χρόνια που οι Φαρασιώτες σκότωνε ο ένας τον άλλον για τα κόμματα, απόκει θέλησε να κατέβη ένας καβαλλάρης. Κατέβη ως εκεί, αλλά παρακάτω δε μπορούσε να προχωρήση και γύρισε πίσω. Από τότε έμεινε το πάτημα του πόδιου του αλόγου. Αυτός που κατέβη ως εκεί ήταν ο Άϊ Γιώργης. [κόμματα = Πρίν από πενήντα ογδόντα χρόνια, λένε, το χωριό ήταν διαιρεμένο σε δυό πολιτικές μερίδες, η μιά πήγαινε με το μέρος του Σουλτάνου και η άλλη υποστήριζε τους αντάρτες Τούρκουε του Γουζάνογλου. Είχαν μεγάλη διαμάχη μεταξύ τους και γίνονταν σκοτωμοί.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Για τον Προφήτη Ηλία ήταν γνωστή η λαϊκή παράδοση πως οι βροντές που ακούονται, όταν βρέχη, είναι από το ποδοβολήτο των τεσσάρων αλόγων του που σέρνουν την άμαξα. Ήταν αμαξάς, λένε, ο Προφήτης κι ανέβη στον ουρανόμε τ' αλογά του.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μερικοί Φαρασιώτες είχαν τάμα να επισκεφθούν το Σταυρό, ερειπωμένο ξωκλήσι. Είχε μπροστά αγίασμα του Σταυρού το πεγάιδι, κι ένα μεγάλο0 πλατάνι. Εκεί έσφαζαν γουρπάνια και διασκέδαζαν όλη τη μέρα. Πολλοί έλεγαν πως έβλεπαν μέσα στο αγίασμα μια κλώσσα με τα πουλιά της το φτέρωμα τους ήταν χρυσό. ‘’Όταν έτρεχαν να τα πιάσουν, χάνονταν, από μπροστά τους. Άλλοι πάλι έλεγαν πως έβλεπαν ασημένιο σταυρό να επιπλέη στο νερό, άλλοι ότι άκουγαν να βελάζη πρόβατο
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Για το αγίασμα της Ε Σοφίας έλεγαν πως στην πηγή μέσα ήταν μια κούνια παιδιού κρεμασμένη. Εκεί ήρθε η Αγία Σοφία με μωρό στην αγκαλιά, φεύγοντας από την Πόλη, όταν την πήραν οι Τούρκοι. Για να κρύβεται το μικρό στην κούνια, το κρέμασε σ’ αυτή τη σπηλιά μέσα. Ύστερα βγήκε πολύ νερό και το παιδί απόμεινε ψηλά κρεμασμένο μέσα στην κούνια. Υπνώνει ακόμα το μωρό, ώσπου ναρθη ο καιρός του να στερέψη το νερό και να ξυπνήση, να σηκωθή να βγη έξω.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Για τον Άι Αντώνη είναι γνωστή στους Φαρασιώτες η παρακάτω παράδοση. Τη διηγείται ο Φαρασιώτης Δημητρόγλου, του Κορβαράση ο Κοσμάς: Λέγανε πως ο Άι Αντώνης έμπασε το διάβολο μέσα στο μπρίκι και τον έσκασε. Ο διάβολος ήταν υπηρέτης τ’ Άι Αντώνη κι εκτελούσε τις διαταγές του. Στη λειτουργία ήταν πάντα μαζί του. Όταν ο Άι Αντώνης έβγανε τ’ Άγια, ο διάβολος πήγαινε κοντά. Κάποτε όμως εκεί που γύριζαν τ’ Άγια, ο διάβολος πήγαινε κοντά. Κάποτε όμως εκεί που γύριζαν τ’ Άγια, με πονηριά έφευγε κι έβγαινε έξω από την εκκλησία. Έφυγε έτσι κρυφά μια δυο πέντε φορές. Ο Άι Αντώνης τον έπιασε κάποτε από το χέρι και του είπε: κάτσε εδώ, Δεν ήθελε να μείνη. Τον έμπασε τότε μέσα σ’ ένα μπρίκι, τον έστησε κάτω και γύρισε τ’ Άγια πάνω από το κεφάλι του. Έσκασε ο διάβολος από το κακό του.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σημειώνω εδώ την πιο διαδεδομένη παράδοση για το Ευαγγέλιο, το γραμμένο με χρυσά γράμματα σε περγαμηνή. Την αναφέρουν συχνά οι Φαρασιώτες, χωρίς να την εντοπίζουν σ' ορισμένο ξωκλήσι. Βρέθηκε, λένε, το Ευαγγέλιο στα ερείπια της εκκλησίας από κάποιο Τούρκο βοσκό που έβοσκε τα γίδια του. Ήταν καλοκάιρι και το κοπάδι του μαζευόταν πάντα και στάλιζε στον ίδιο τόπο. Μια απ' όλες τις γίδες δεν άλλαζε ποτέ τη θέση που κοιμόταν κι αν τυχόν πήγαινε άλλη κοντά της, τη χτυπούσε με τα κέρατα και την έδιωχνε από κεί. Αυτό γινόταν ταχτικα. Τόβλεπε ο βοσκός κι από περιέργεια μια μέρα πήρε έν' αξινάρι κι έσκαψε στο μέρος εκείνο. Σήκωσε τα χώματα και βρήκε το βιβλίο με γράμματα ελληνικά. Πήρε το βιβλίο, τόφερε στο χωριό και ο Τούρκος πρόεδρος τόστειλε στα Φάρασα. Από κεί τόστειλαν στο Δεσπότη στην Καισαρεία.
Χρονολόγηση
1949
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Πετρόπουλος, Δημήτριος
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σα μη φυσήσει άνεμοζ, ο τσαλούς τζο σαλεύει
Χρονολόγηση
1951
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Του ' ρφανού του φσόκκου ο κως εν' 'νεχτό
Χρονολόγηση
1951
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
Χρονολόγηση
1951
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Του έρτσεται' ς το δϊέβο, πααίνει σο δϊέβο
Χρονολόγηση
1951
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Λουκόπουλος, Δημήτριος, Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Φάρασα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×