Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
Αρχική σελίδα
Τόποι
Ευρώπη ▶ Βουλγαρία
Σωζόπολη
Ανακαλύψτε
208 τεκμήρια
που σχετίζονται με αυτήν την τοποθεσία
Αναζήτηση
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Καθαρισμός
Θέμα
Ευρώπη
(4)
Βουλγαρία
(4)
Κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες
(3)
Ανθρώπινοι οικισμοί και χρήση γης
(1)
Ανθρώπινοι οικισμοί
(1)
Πληθυσμός
(2)
Μετανάστες
(2)
Πολιτική, δίκαιο και οικονομία
(7)
Διεθνείς σχέσεις
(1)
Διεθνείς σχέσεις
(1)
Εξωτερικές σχέσεις
(1)
Διπλωματία
(1)
Κρατική ασφάλεια
(1)
Ενοπλες δυνάμεις
(1)
Εξοπλισμός και εγκαταστάσεις
(1)
Υποδομή μεταφορών
(1)
Λιμάνια
(1)
Εργασία
(2)
Πολιτική και διακυβέρνηση
(1)
Πολιτικές επιστήμες
(1)
Πολιτική
(1)
Χρηματοοικονομικά και εμπόριο
(4)
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(206)
Εικαστικές τέχνες
(8)
Αρχιτεκτονική
(2)
Κτήρια
(1)
Δημόσια κτήρια
(1)
Μοναστήρια
(1)
Μνημεία
(1)
Ιστορικά μνημεία
(1)
Πλαστικές τέχνες
(4)
Μεταλλοτεχνία
(4)
Φωτογραφία
(3)
Μοναστήρια
(1)
Ιστορία
(6)
Αρχαιολογία
(4)
Αρχαιολογικά αντικείμενα
(4)
Εθνική ιστορία
(1)
Ελληνική Ιστορία
(1)
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
(1)
Βυζαντινός πολιτισμός
(1)
Ιστορία (επιστήμη)
(1)
Ιστορικές περίοδοι
(4)
Αρχαία ιστορία
(4)
Αρχαιότητα
(4)
Νομισματική
(4)
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(4)
Πολιτισμικές συνθήκες
(4)
Πολιτιστική ζωή
(4)
Καθημερινή ζωή
(4)
Πολιτιστική πολιτική και σχεδιασμός
(195)
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(195)
Ήθη και παραδόσεις
(1)
Μόδα
(1)
Λαϊκή παράδοση
(194)
Προφορική παράδοση
(194)
Τέχνη
(8)
Εθνική τέχνη
(1)
Βυζαντινή τέχνη
(1)
Τέχνες
(7)
Έργα τέχνης
(7)
Αρχαιότητες
(4)
Πορτραίτο
(3)
Χώρες και ομαδοποίηση χωρών
(6)
Ασία και Ειρηνικός
(6)
Ασία
(6)
Τουρκία
(6)
Τύπος τεκμηρίου
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(194)
Λαϊκή Παράδοση
(6)
Παροιμία
(188)
Δισδιάστατα γραφικά
(8)
Εικόνες και διακόσμηση έκδοσης
(2)
Εικονογράφηση
(2)
Φωτογραφία
(6)
Τρισδιάστατα Αντικείμενα και Έργα Τέχνης
(4)
Αρχαιολογικό αντικείμενο
(4)
Νόμισμα
(4)
Τόπος
Ευρώπη
(208)
Europe
Βαλκανική χερσόνησος
(208)
Balkan Peninsula | Βαλκάνια
Ευρώπη
Βουλγαρία
(208)
Bulgaria | Republic of Bulgaria
Ευρώπη ▶ Βουλγαρία
Σωζόπολη
(208)
Sozopol | Απολλωνία Ποντική | Απολλωνία Μάγκνα | Σωζώπολη
Ευρώπη
Ελλάδα
(1)
Greece | Ελλάς | Hellenic Republic
Μακεδονία
(1)
Makedonía | Macedonia
Ευρώπη ▶ Ελλάδα
Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
(1)
District of Central Macedonia | Central Macedonia
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
Νομός Θεσσαλονίκης
(1)
Thessaloniki
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ▶ Νομός Θεσσαλονίκης
Θεσσαλονίκη
(1)
Thessaloniki
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ▶ Νομός Θεσσαλονίκης ▶ Θεσσαλονίκη
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
(1)
Archaeological Museum of Thessaloniki | Archaeological Museum of Thessaloniki, Thessaloniki | Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Νομός Θεσσαλονίκης | Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκης
Μεσόγειος
(1)
Mediterranean Sea
Χρονολόγηση
1950 - 1999
(1)
1900 - 1949
(146)
1800 - 1849
(2)
100 - 51 π.Χ.
(1)
150 - 101 π.Χ.
(1)
200 - 151 π.Χ.
(1)
250 - 201 π.Χ.
(1)
350 - 301 π.Χ.
(2)
400 - 351 π.Χ.
(2)
450 - 401 π.Χ.
(2)
Ιστορική περίοδος
Κλασική περίοδος
(3)
Μέση Κλασική περίοδος
(2)
Ύστερη Κλασική περίοδος
(2)
Ελληνιστική περίοδος
(2)
Πρώιμη Ελληνιστική περίοδος
(2)
Μέση Ελληνιστική περίοδος
(1)
Ύστερη Ελληνιστική περίοδος
(1)
Νεότερη Ελλάδα
(149)
Βασιλεία Όθωνα
(2)
Βασιλεία Γεωργίου Α’
(2)
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία
(3)
Μεσοπόλεμος
(141)
Μεταπολίτευση
(1)
Φορέας / συλλογή
Ακαδημία Αθηνών
(194)
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
(194)
Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
(2)
Travelogues
(2)
Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς
(6)
Αποθετήριο Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού
|
αποθετήρια
EKT
(6)
Πανεπιστήμιο Κρήτης
(2)
Ανέμη - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών
(2)
Υπουργείο Πολιτισμού - Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων
(4)
Εθνικό Αρχείο Μνημείων - Ψηφιακές Συλλογές Κινητών Μνημείων (ΚΜ)
(4)
Europeana τύπος
Εικόνα
(12)
Κείμενο/PDF
(196)
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC 4.0
(6)
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(200)
In Copyright (InC)
(2)
Γλώσσα
Βουλγαρική γλώσσα
(1)
Ελληνική γλώσσα
(196)
Μη γλωσσολογικό περιεχόμενο - Μη εφαρμόσιμο
(6)
1 - 30 από 208 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Νόμισμα από την Απολλωνία
Χρονολόγηση
450 - 350 π.Χ.
Ιστορική περίοδος
Ύστερη Κλασική περίοδος, Μέση Κλασική περίοδος
Τύπος τεκμηρίου
Νόμισμα, Αρχαιολογικό αντικείμενο
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού - Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων
Δραχμή Απολλωνίας
Χρονολόγηση
229 - 100 π.Χ.
Ιστορική περίοδος
Ελληνιστική περίοδος
Τύπος τεκμηρίου
Νόμισμα, Αρχαιολογικό αντικείμενο
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού - Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων
Τετράδραχμο Απολλωνίας Πόντου
Χρονολόγηση
450 - 400 π.Χ.
Ιστορική περίοδος
Μέση Κλασική περίοδος
Τύπος τεκμηρίου
Νόμισμα, Αρχαιολογικό αντικείμενο
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού - Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων
Κανονισμός της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος Σωζοπόλεως : Εγκριθείς εν τη γενική συνελεύσει της 24 Οκτωβρίου 1904 διά πρακτικού υπ'αριθμόν 4.
Χρονολόγηση
1904
Δημιουργός
Ορθόδοξος Ελληνική Κοινότης Σωζοπόλεως.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Κανονισμός του Γεωπονικού-Φιλανθρωπικού Αδελφάτου "Δήμητρα" εν Σωζοπόλει... = Ustav' na Ovoshtarsko-Filantropichesko druzhestvo "Dimitra" v' Sozopol'...
Χρονολόγηση
1904
Δημιουργός
Γεωπονικόν-Φιλανθρωπικόν Αδελφάτον "Δήμητρα" (Sozopol, Bulgaria)
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Για αλλιώς, για ξαλλιώς, για ξεπαλουκώματα
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έφτασ' η δουλειά στο μόσκο
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Τ' έχουμε τα έρμα και ψοφούνε; Μεσημέρι τα βάνουμε, μεσημέρι τα βγάζουμε
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Πό μέσα μπαίνει το τσέβι
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ξέρει ίσα πε του καλή τ΄ άλογο
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ακούσετε, γειτόνισσες, πάλε σκουλι ροκκιάζω
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σέρνει μύτη σαμ πανί
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Τα κόφτει με dο μπαλτά
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η σκύλα πε dη νέγκασή dης κάνει τα κουτάβια dης στραβά
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έκαν' ο Μάρκος μαραφέτι
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Άγνωστος συλλογέας
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όφις εντός οικίας δεν επιτρέπεται να φονευθή, διότι είναι το καλό του σπιτιού.
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ότι την νύκτα της μεγάλης Πέμπτης προς την Παρασκευή εμφανίζεται ο κεκρυμμένος θησαυρός εν είδε φλογός
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ένα χρόνο ανήμερα της άγι Ανάληψις, ημέρα πε το πουρνό ήdανε καλοκαιρινή, ο ήλιος λαμποκοπούσε κ’ έκαιγε αγέρας δε φυσούσε διόλου, φύλλο δε σάλευε. Στο μαχαλά της Αγι Ανάληψης, λόγερα ς το παρακλήσι στήθηκε το παναγύρι. Οι άdrοι τραβουδούσαν πολλά τραβούδια, οι γεναίκες και τα κορίτσια χόρευαν. Άξαφνα μαύρισ’ ο ουρανός, συννέφιασε, σκοτείνιασε, φύσηξ’ αγέρας δυνατός γεν’κε μια σίφωνη που ο Θεός φυλάξη. Σκόνες πε τοις δρόμους, κεραμίδια πε τοις σκεπούς, αστραπές φοβερές και χαλάζι γερό, χάση κόσμου, έκανε dόγ κόσμο να φεύγη πατείς με πατώ σε. Το βράδυ ήdασι ούλοι ‘ς τα σπίτια dους μον’ ένα κορίτσι έλειπε τομορφότερο, μοναχοκόρη ‘ς τη μάννα dου. Κανείς δε dο είδε, κανείς δε d’ άκουσε. Χάθηκε! Πέρασε κάμποσος καιρός τίποτε γι αυτό δεν ακούστηκε. Το ‘κλέψαν, έφυγε ή σίφωνη το πήρε; Ποιος ξέρει; Η μάννα dου του κάκου παρακαλούσε κι άναφτε κεριά 'ς τοι‘ χάραις κ’ έκανε τάματα για dην υγειά της κόρης της. Ούλα του κακού. Πούποτε δε φάνηκε το κορίτσι, πούποτε δεν ακούστηκε. Η κακομοίρα η μάννα πε dημ πολλή dημ πίκρα πέθανε. Πέρασε κανείς χρόνος πάνου κάτου. Μια νύχτα πριμή λαλήσουν τ’ αρνίθια, η μαμμή του χωριού ακούει άξαφνα ‘ς τη μπόρτα του σπιτιού dης και βροdούν, "Ποιος είναι;" Πιλογιέται. – "Εγώ είμαι’’, ακούγεται μια φωνή. Έλα ‘ς το σπίτι μου να ξεγεννήσης dη γεναίκα μου. Η φωνή έμοιασε σα γνωστή ‘ς τη μαμμή κι άνοιξε dημ πόρτα. Τ’ αγιοκέρι που βαστούσε ‘ς το χέρι dης η γριά έσβησε, δε πρόφτασε να διή ποιος ήdανε "Κλούθα με, κερά μαμμή dήν είπε, κι αυτή έτσι ‘ς τα σκοτεινά πήγε μαζί του. Έτσι περπατώντας ‘ς τα σκοτεινά, μπροστά κείνος και καταπόδι η γριά, έφτασαν κά’ ‘ς το γιαλό, ‘ς τη Μαύρη πέτρα. Η γριά τα χρειάσθηκε. Που θα πάνε τώρα "Μη φοβάσαι, κερά μαμμή" dήνε λέγει, "κάτσε πάνω μου". Η γριά άθελα κρεμάστηκε ‘ς το λαιμό dου και τρέμοντας έκατσε πά ‘ς τη ράχη dου. Τώρα πια καταλάβαινε με ποιόνα έμπλεξε σφάλισε τα μάτια dης και ‘ς το έλεος του Θεού. Καταλάβαινε που περνούσαν θάλασσα, μα δε βρέχουνταν. Πέρασαν το διαπόρι, έφτασαν μέσ’ ‘ς το μικρό νησί. Περπάτησαν κομμάτι ‘ς τα σκοτεινά άξαφνα ανοίγει μια μεγάλη πλάκα και φαίνεται μια μαρμαρένια σκάλα. Κατεβαίνουν σαράντα σκαλοπατήματα τι να διής; Τρίβει καλά η γριά τα μάτια dης, γλέπει ξαναγλέπει ένα παλάτι που φεγγοβολούσε κι άστραφτε πε το πολύ το φώς. Οι πόρτες αρτάνοιχτες πηγαίνει μέσα. Σ τημ πρώτη κάμαρα που πήγε, γλέπ’ ένα ολόχρυσο κρεβάτι και πάνου ‘ς αυτό πλαγιασμένο ένα κορίτσι. Ξαντρίβει πάλ’ η γριά τα μάτια dης, γλέπει, ξαναγλέπει, μπορεί να μη πιστέψη στα μάτια dης; Ολόσωστο το κορίτσι που χάθηκε. Το γνωρίζει μα δε λαλεί γλέπει τα πλάγια dης, ακούει και μια φωνή. "Κερά μαμμή, κερά μαμμή, το παιδί θέλω να είν’ αγώρι, γιατί ύστερα άσκημα τα χης." Η γριά όσομ πάει τα χρειάζεται. Γλέπει λόγερα, κανείς άλλος δεν φαίνεται. Ανάμεσα ΄ς τα στρωσίδια της καμάρα γνώρισε μια κιλιμότσεργα της γριάς της Αντωνάκαινας, της γειτόνισσας της. Πισταβώθηκε ειγυρεύει δώ η κιλιμότσεργα της Αντωνάκαινας. Ούλ' αυτό που σας λέγω γένηκαν σε μια στιγμή, dην εφάνηκαν σαν όνειρο. Σαν όνειρο dην εφάνηκε και η γέννα του παιδιού μα όνειρο πιο άσκημο. Το παιδί γεννήθκε εύκολα, μα ήdανε κορίτσι! Τι να κάνη τώρρα η αμμή; Ο πατέρας το ήθελε αγώρι. Θυμήθκε τότε που φεύγοντας πε το σπίτι, έβαλε τ’ αγικέρι ‘ς τη τζέπη dης. Δε χάνει καιρό, κόφτ’ ένα κομμάτι, κάν’ έν αγιοκέρινο παππί και το κολλά ‘ς το μέρος του. Τα λερωμένα χέρια dης τα σκούπισε μάξους σε μια άκρα της κιλιμότσερας. Καλόθεσε τη λεχούσα ‘ς το κρεβάτι, έκανε ότι ήξερε, για να μη πάθουνε το παιδί κ η μάννα από νυκτοπάτημα κι αρμενιάτικα κ’ έκατσε ‘ς το μενdέρι. Να κι ο δράκος έρχεται. "Αγώρι το παιδί, τσελεμπή μου" λέγ’ η γριά. - "Τέτοιο κι εγώ το ήθελα" λέγει ο δράκος "Άϊdε να σε πάγω σπίτι σου τώρα". Και λέγοντας αυτά έβαλε μέσ’ ς το γκόρφο της μαμής μια φούχτα κάρβουνα σβηστά. Η γριά ταράχτηκε, μα τι να κάνη; Τέλος να μη τα πολυλογούμε η γριά όπως και πρώτα βρέθηκε ‘ς το σπίτι dης πριμή λαλήσου ταρνίθια. Έρρηξε τα κάρβουνα όξω από τη πόρτα, έκανε τρείς φορές το σταυρό της κ’ έβαλε το μπεράτη. Πλάγιασε που dηνε πιάνει ο ύπνος! Λάλησαν και ταρνίθια. Όσα να ξημερώση μάτι δε σφάλισε. Το πουρνό σηκώνεται, τι να διή; Ένα φλουρί μέσ’ ‘ς το κόρφο της γένκε πε τα κάρβουνα που την έδωκ’ ο δράκος. Σταυροκοπιέται και τραβά για της Αντωνάκαινας το σπίτι τήνε λέγει "το και το είδα κι έπαθε εψές. Να διώ dηγ καινούργια σου dηγ κιλιμότσεργα". Βγάζ’ η Αντωνάκαινα dηγ κιλιμότσεργα τι να διούνε! Σε μια άκρα οι δαχτυλιές της μαμμής που σκούπισε τα χέρια της. Hdαν ή ίδια η κιλιμότσεργα που είδε πο βραδύς ‘ς του δράκου το σπίτι! Τότε μονάχη της πάλι η Αντωνάκαινα θυμήθηκε που τ’ Άη Γιάννου δεν έβγαλε τα ρουχικά του σπιτιού να τ’ αγερίση και είπε ‘ς τη μαμμή, που είχ’ ακουστό πε τη μάννα της, που πρέπει κάθα χρόνο τ’ Άη Γιαννού ν’ αγερίζουdαι τα ρουχικά, γιατί άμα πομένουσι κείν’ το βράδυ διπλωμένα τα παίρνουν οι διαβόλοι και τα στρώνουν σπίτια dους. Και γιαυατό ζήτε φρονείτε, παιδιά μου, τα ρουχικά σας κάθα χρόνο τ’ Άη Γιάννου να αγερίζετε. Τώρα άς έρτουμε και ‘ς το δράκο. Άμα dην άλλ’ dην ημέρα είδε που το παππί του παιδιού ήdαν αγιοκερένιο, το βράδυ πριμή λαλήσουν τ’ αρνίθια πήγε ‘ς το σπίτι της μαμμής χτυπά ‘ς τημ πόρτα και φωνάζει "Κερά μαμμή, κερά μαμμή, αγιοκερένιο ‘ν’ το παππί". Μα η γριά όσο τάκουγε τόσο κουκκουλώνουdαν. Φώναξε, φώναξ’ ο δράκος, λάλησαν ταρνίθια, έφυγε. Το πουρνό η γριά έκανε πε dηγ κουπριά ένα σταυρό, όξω πε dημ πόρτα του σπιτιού dης και πια δράκος ούτ’ ακούστηκε ούτε φάνηκε. [Η παράδοσις είναι αιτιολογική, αναφερόμενη εις το εν Σωζοπόλει επιχωριάζον έθιμον του να εκθέτωσιν εις τον αέρα και εν σκιά κατ’ έτος την 24 Ιουνίου την εορτήν του αγίου Ιωάννου, τα υφάσματα, ών σπανίως γίνεται χρήσις και άτινα συνήθως φυλάττονται όλον το έτος εις κιβώτια ή αρμάρια. Παραλλαγαί της παραδόσεως ταύτης, κοιναί πολλαχού της Ελλάδος, ανφέρονται εις άλλα ξωτικά, Καλλικατζάρους και Νεράιδες (Πολίτου Παραδόσεις αρ. 638-612, 794-797) μια δε της Ιμβρου, εις Δράκου (Αυτ. αρ. 402) ως η τηςΣωζοπόλεως)]
Χρονολόγηση
1914
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ότι το ρίπτειν εντός της σκάφης την περισσεύουσαν ζύμην κατά το πλάσιμον των άρτων, προκαλεί έλλειψιν ή σπάνιν του άρτου εν τη οικία εκείνη. Εις την πρόληψιν ταύτην υπόκειται η εξής λαϊκή παράδοσις: Ο καπετάν Πανάγος είντανε το αξιώτερο κι ωμορφώτερο παλλικάρι του χωριού μας. Η θάλασσα γι’ αυτόνα είντανε παιγνίδι. Είχε ντη βάρκα ντου με μια γοργόνα στη πλώρη κι αρμένιζε και πε ντη γαλήνη και πε ντη μεγαλύτερη φορτούνα. Σαν κοντόφτανανε τα Χριστούγεννα, τραβούσε ντη βάρκα ντου αψηλά – αψηλά στην αμμουδιά και περνούσε τα Δωδεκάμερα στο σπίτι ντου. Η πρώτη ντου δουλειά πουρνό, πουρνό, άμα σηκώνουντανε, είντανε να πάγει να συργιανίσει ντη βαρκούλα ντου που ντην είχε τραβημένη κει στο γιαλό της γειτονιάς του. Μια μέρα, είντανε Σάββατο, βρίσκει ντη βάρκα να μην είναι τραβηγμένη στο μέρος της, το άλλο Σάββατο πάλε το ίδιο, το τρίτο βάνει σουμάδια και βεβαιώνεται πως η βαρκούλα πλέγεται. Από πιόνα; Αυτό ήθελε να μάθει ο Πανάγος. Δε χάνει καιρό, το βράδυ άμα σπέρωσε, πηγαίνει και κρύβεται μέσα στην πλώρη της βάρκας, Κει μέσα ξαπλωμένος πε το τσιγάρο στο χέρι, καταλαβαίνει που η βάρκα σέρνεται πάνου στα φαλάγγια και σε λιγάκι πως πλέει στο νερό. Τώρα φοβήθηκε πεια ο καπετάν Πανάγος. Κανήνανα δε γλέπει, τίποτε δεν ακούει, μα η βάρκα ντου χλι – χλι ταξιδεύει στη θάλασσα. Κάνει ντο σταυρό ντου και πάγει να βγη πε ντη πλώρη, μα πρώτα βάνει το μάτι ντου σε μια τρυπίτσα που είχε το ταμπούκιο. Κει στην αστροφεγγιά γλέπει άσπρα φουστάνια και συργιανίζουνε μέσα στη βαρκούλα και σε κομμάτι ακούει ένα γλυκό, γλυκό τραβούδι, που ντον έκανε να καταλάβει πως τάμπλεξε με νεράγδες. Πόση ώρα πόμεινε σ’ αυτή ντη στάση κι ως που πήγε η βαρκούλα και πόδισε δε γκατάλαβε. Θυμούντανε μόνε που ντην ώρα που αμμούδωσε η βάρκα, λάλησε ο πετεινός και η ναυτοπούλες αρχίσανε να πηδούνε μια – μια στο γιαλό. Κάνει πάλε ντο σταυρό ντου ο Πανάγος, τάζει στη χάρη του σπιτιού του ένα κερί και πετιέται όξω πε ντη πλώρη. Ντι στιγμή κείνη και η τελευταία νεράγδα έπεφτε στο γιαλό. Έπιασε ντη βρουλίδα ντης και πήρε ντη νεράγδα μέσα στη βαρκούλα. Έβγαλε το μαχαίρι ντου ο καπετάν Πανάγος που είντανε μαυρομάνικο για να κόψει ντη βρουλίδα, γιατί είχε πακουστό που η νεράγδες σκλαβώνουνται σα χάσουνε τα μαλλιά ντους. Η νεράγδα τότε παρεκάλεσε να μη κόψει τα μαλλιά ντης και ωρκίσθηκε στη μάννα ντης ντη Κερά ντη Θάλασσα, στο κύρη της ντο Κύρ Βορριό και στα τρία κύματα τ΄αδρέφια ντης που θα γένει σκλάβα ντου και θα κάνει ό,τι και να ντήνε προστάξει. Ο Πανάγος τίποτε άλλο δεν ήθελε είχε στον κόσμο μόνε μια γριά μάννα και ήθελε νια νοικοκθρά μέσ’ το σπίτι ντου. Η νεράγδα παραδέχτηκε να πάγει μαζί ντου. Ρουμετζάτου, στάθηκε η νεράγδα κι ωρμήνεψε ντο Πανάγο κάθε Σάββατο πρωί να κόφτει τα νύχια ντης, γιατί αλλοιώς θα ντήνε χάσει, και η κατοικία ντης θα είναι μέσα στο πηγάδι. Έτσι έκανε ο Πανάγος και έζησε μαζί πε ντη νεράγδα τρία χρόνια. Στο χρόνο πάνου έκανανε ένα κορίτσι ώμορφο σα ντη μάννα ντου. Μα ένα Σάββατο που έλειπε ο καπετάν Πανάγος και πήγε αργά στο σπίτι ντου, βρίσκει ντη σκάφη ντη ζυμώτρια που ζύμωνε η νεράγδα, ξεχειλισμένη πε νεβατό ψωμί και το παιδί ντου να φωνάζει ντη μάννα ντου. Φωνάζει κι αυτός, τίποτε. Θυμήθηκε που δεν έκοψε τα νύχια ντης και τρέχει στο πηγάδι. Φωνάζει ντη νεράγδα να πλάσει τα ψωμιά, γιατί ξεχείλισε η σκάφη, πάλε τίποτα. Γύρισε τότε στο σπίτι ντου ο κακομοίρης και έβαλε ντη μάννα ντου να πλάσει τα ψωμιά. Έπλανε η γριά, έπλανε και τελειωμό δεν είχε το ζουμάρι, γιατί όλο και ξεχείλιζε η σκάφη. Τότε παραπονεμένος ο Πανάγος πήγε πάλε στο πηγάδι και παρακαλούσε ντη νεράγδα να βγη να βυζάξει το παιδί και να πλάσει τα ψωμιά. Κείνη πιλογήθηκε και είπε: «Και το παιδί θα βυζαχτή και το παιδί θα λείψει». Και τον ωρμήνεψε να ρίχνει το χυμένο ζουμάρι μέσα στα σκάφη και έτσι θα τελειώσει. Έτσι τώκανε. Και πε τότε είναι μεγάλη αμαρτία πλάνοντας ψωμιά να ρίχνουν το ζουμάρι που περισσεύει μέσα στη σκάφη, γιατί τότε κείνο το σπίτι δε μποτάζει ψωμί. [Η Νεράγδα= Υπάρχει εις Ζωζόπολιν πηγάδι της Νεράγδας λεγόμενον, μαυρομάνικο= Υπάρχει η πρόληψις, ότι ο κατέχων μαχαίριον με μαύρην λαβήν και χαράζων επί του εδάφους κύκλον, αφού στήσει αυτό εν τω κέντρω και καθίσει ο ίδιος εντός του κύκλου, δεν έχει φόβον όταν δήθεν περικυκλωθή από «ξωτικά»]
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σε νύπνιασε να πάης ‘ς ένα μέρος έχει γρόσια, να πά να τα βγάλης. Θα πάης ποβραδύς σε κείνο το μέρος να κοσκινίσης στάχτη, ίσαμε το τραπέζ’ένα μέρος, θα βάλης ένα κόσκινο ποπάνου,θα το σκεπάσης μ’ένα τσουβάλι για να μη bάη και πατήσ’ καμνιά γάτα ή άλλο τίποτες. Το πρωί θα πάης να το ξεσκεπάσης, να δγής τι σουμάδια θα ν’έχ’ ποπάνου πε dή στάχτη. Χέρι θα ν’ έχ’, πόδι θα ν’ έχ, κανείνα άλλο αθρώπινι σουμάδι θα ν’ έχ’, άθρωπος συdροφιά,κείνος να χτυπήσ’ πρώτα να κάν’σταυρό κ’ ύστερα να χιρήσ’ να σκάφτη ο ήσκιος dου να ναι κεί. Αυτός ύστερα,μόνε τύχ’ και βγάλουνε τα γρόσια, ίσαμε τις σαράdα δε bάει. Άμα πάλε δγής dη στάχτη κ’ έχ’ πατημασιά κανενού ζώγου, όρνιθα είναι, πετεινός είναι, σκύλος είναι, ότ’είναι, αυτό θα πάρης να σφάξης κειπέρα. Κι άμα πάλε τύχ’ και δγής χαράκια και κουκκίδες, θέλ’να πάρης κεργιά και θυμνιάμα, ν’ανάψης τα κεργιά και να θυμνιάσης το μέρος άμα δγής σταυρό, σταυρό θα πάρης να βάλης κειπέρα. Dο gαιρό πά (που θα) παγαίνης να βγάλης γρόσια, πρέπει να μη χωρατέψης κανείναννα κι’ άθρωπο άμα έχης συdροφιά, ούλο γνευτάτα, ούλο με τα γνεψίματα θα σκάφτετε. Άμα χωρατέψης, χάνεται ο θησαυρός, ότ τίποτες έχ’, αρχαίγα, χρήματα, χάνουdαι κι’ ακούεις μ’ένα βρόdος και πάνε κάτου σκάφτεις, και κεί που σκάφτεις βρίσκεις κάρβουνα. Άμα βγάλης τα γρόσια, όσο που να πάης ‘ς το σπίτι, δε gάνει να γυρίσης πίσου να δγής. Μόνε γυρίσης και δγής, θα κακοπάθης, και κεί που βαστάς χρήματα, γλέπεις κάρβουνα. Άμα τα πάης ‘ς το σπίτι, σαράda μέρες ς’ την αράδα θα τα θυμνιάζης,για να ξορκιστή το κακό,γιατί τα γρόσια ή τα αρχαίγα, ό,τι πράματα είναι, είναι δρακοdεμένα. Κείνος, όποιος έβαλε αυτό το πράμα κεί, σκάφτοdας βάν’ και μνιά bέτρα, ένα ξύλο, ένα ζουνάρι και νοματίζ’, <’όποιος τα βγάλη, να παρουσιαστή δράκος bροστά dου>. Η πέτρα κείνη, το ξύλο… γένεται τότες αυτό πα ονοματίσ’ αυτός,φίδ’, αρκούδα, κι’άμα πάη κανείς να τα βγάλη,παρουσιάζεται και κάνει να dόνε ξεσκίση, κι’ αυτός φοβάται και παίρνει dο δρόμο και διαβαίνει.Και ‘ ς αυτόνα που τα παράχωσε, άμα πάη για να τα βγάλη, και ‘ς αυτόνα φαίνεται το στοιχειό μ’αυτός το ξέρει και λέει <πέτρα ήσανε και πέτρα να γένης> κι’αυτό τότες γένεται πέτρα και βγάν’αυτός τα γρόσια. Αυτός, που τα παραχώνει, bορεί να το πή και σε άθρωπο του σπιτιού dου, ότι ‘ς το dάδε τόπο παράχωσε γρόσια και πέτρα έβαλε για σουμάδι. Κι’ άμα πάη αυτός να τα βγάλη και πή έτσι, τα βγάζει. Πολλές φορές σε νυπνιάζει και σε γυρεύει γαίμα σε γυρεύει να πάρης το παιδί, dον αξάδρεφο σου αθρωπινό γαίμα θέλει. Τι να κάνης!δε bήγαιναν για να τα βγάλουνε και πολλοί ηύραν το μέσο παραδείματος χάρη, να χύσης γαίμα πήγαινες ένα παιδάκι λίγο γαίμα, η μύτη dου να ματώση μα κείνο το παιδί θα πεθάνη. Λίγοι το κάνουνε αυτό, όσοι δε φοβούdαι dο Θεγό. Dη Μεγάλη Πέφτη dη νύχτα, όπου έχουνε υποψία πως έχ’ γρόσια πηγαίννε και φυλάγουνε και τότες γλέπουνε να νεβαίννε και να κατεβαίννε φωτιές φτάνει τότες να προκάμης να ρήξης πάνου ένα ρούχο, πουκάμισο, σεdόν, ό,τι να ναι και να τραυήξης να φύγης σαράda αdήμνια μακριά γυρίζεις ύστερα και γλέπεις πάνου θάλασσα, ότ’ νομίσματα είναι, βγαίννε ποπάνου πε το ρούχο και τα παίρνεις, γιατί κείνα δε είναι φωτιές, μόνε είναι τα γρόσια, που τα λιχνίζει το στοιχειό. α) ‘Σ τον Αηγιάννη κάddανε μέσ’ ς’ το κελλί μνιά φαμίλια. Είχε πολλά παιδιά, είχε κ’ένα κορίτσι δώδεκα χρονώ. Αυτό το κορίτσι το νύπνιασε μέσ’ ΄ς το bαξέ που είχε σε μνιά gόχη γρόσια και να πα να τα βγάλη. Είχε και μνιάν όρνιθα μαύρη και πήγαινε απόξω πε το κελλί και φώναζε κάθε πρωί.Σκώνταν το κορίτσι το πρωί και άκουγε dήν όρνιθα που φώναζε και θαρρούσε που θελε να γεννήση. Dην έδιωχνε να πάη ‘ς τη φωλεά dης και κείνη πήγαινε ‘ς το bαξέ, ποπάνου πεκεί που dήνε νύπνιασε τότες έπιανε το κορίτσι και σκάλιζε κ’εύρικσε ένα,δυό φλουριά σε κείνο το μέρος. Λοιπόν ξεμυστηρεύτηκε το κορίτσι, το είπε dη μάννα dου, μας το είπαν και μας. Εμείς συνεννοήθκαμε, πήγαμε ποβραδύς κεί που dηνέ νύπνιασε και κοσκίνισάμε στάχτη, εβαλάμε το κόσκινο ποπάνου κι’απλωσάμε κ’ένα τσουβάλι. Ύστερα πε δυο τρείς ώρες πήγαμε και το ξεσκεπάσαμε και είδαμε κάτι σουμάδια πάνου ‘ς τη στάχτη. Ήdαν ένας σταυρός και κάτι χαράκια και κουκκίδες θαρρούσαμε κ’εμείς που ήθελε σταυρό, κεργιά και θυμνάμα.Εκανάμε έμα σταυρό πο ξύλο, πήραμε και κεργιά και θυμνιάμα και χίρσαμε να σκάφτουμε. Κείνο όμως τα χαράκια ήdανε όρνιθας ποδάρι κ’ εμείς δε dο καταλάβαμε κ’ εσκάφταμεδυό τρείς ώρες και τίποτα δε bαρουσιάζουdανε, όσο πια που ξημέρωσε και τάφκαμε για να πάμε dην άλλη νύχτα. Μα dη μέρα πήρανε χαbάρ’ η γειτονιά και το προδωσάνε ‘ς την bολίτσια και πήγανε αυτοί και φυλαγάνε κ’ έτσι δε bορέσαμε να πάμε πια κ’έμεινε το πράμα έτσι. Όμως άμα επερνάμε όρνιθα, κείνηννα που πήγαινε κάθε μέρα ποπάνου και φώναζε, θα να τα βγάλουμε. Β) Μνιά γεναίκα dήνε νύπνιασε να πάη ‘ς ένα μέρος να βγάλη γρόσια. Αυτή όμως το είπε κ’ άμα πήγε κ’έσκαψε, ηύρε ένα κουρούπι κάρβουνα και τα πήρε μαζί πε το κουρούπι και τα πήγ’ς το σπίτι dους. Ύστερα dήνε μαλωνάνε, γιατί να d οπή και γιατί το είπε dήνε νύπνιασε, γέν’κανε τα γρόσια κάρβουνα. (αdήμνια=βήματα, κόχη(κόγχη)=γωνία, Polizia it=αστυνομία, Η διήγησις αύτη (β) κατ’ανακοίνωσιν του Σωζοπολίτου πρόσφυγος Στράτη Ζουρμαλίδου).
Χρονολόγηση
1914
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Μέγας, Γ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Άμα δε βγαίνουνε τα γρόσια, που ένας νυπνιάστηκε, παίρνουνε ένα ψαλτήρι, το δένουνε μ’ένα μαντήλι ή με σπάγγο καταμεσής και μέσ’ σε κείνο dο σπάγγο που κρέμεται ή ‘σ το μαντήλι περνούνε ένα κλειδί ύστερα βαστούνε το κλειδί και αφήνουνε το ψαλτήρι να κρέμεται όπου γυρίση το ψαλτήρι, κεί είναι ο δρόμος του θησαυρού.
Χρονολόγηση
1914
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Μέγας, Γ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Διψά η αυλή σου για νερό; Παρέξω μη το χύνης
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ντόν άφησε τής ελιάς τό μέσα καί τ' αβγού τό όξω
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Βράζ' ο μύλος, δεν ακούει
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Άλλος αγαπά ντο παπά κι' άλλος την παπαδιά
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έφαγαν ψωμί κι άλας μαζί
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Θρέψε σκύλο ντο χειμό, να σε βαβίξει το καλοκαίρι
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η ζούλια βγήκε πε τ' αδέρφια
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το δέντρο όντας είναι μικρό σιάζει
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Που δε θέλει να ζυμώση, πέντε μέρες κοσκινίζει
Χρονολόγηση
1929
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
Τόπος
Σωζόπολη
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×