Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
ΚΑΙ
'Η
ΌΧΙ
×
Πληκτρολογήστε λέξη ή φράση
Σε όλα τα πεδία
Τίτλος
×
+
ΚΑΙ
'Η
Τύπος τεκμηρίου
ΚΑΙ
'Η
Θέμα
ΚΑΙ
'Η
Πρόσωπο
ως δημιουργός
ως αναφορά
ΚΑΙ
'Η
Ιδιότητα προσώπου
ως δημιουργός
ως αναφορά
ΚΑΙ
'Η
Ιστορική περίοδος
Χρονολόγηση
αναζήτηση σε
αυστηρά χρονικά όρια
Χρονολογικό διάστημα
Iστορική περίοδος
Τόπος
ΚΑΙ
'Η
Φορέας / συλλογή
Άδεια χρήσης αρχείου
Σήμανση Κοινού Κτήματος
Ελεύθερο από Περιορισμούς Πνευματικής Ιδιοκτησίας
Αναφορά Δημιουργού
Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή
Αναφορά Δημιουργού-Όχι Παράγωγα Έργα
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Παρόμοια Διανομή
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
Σε καθεστώς Πνευματικής Ιδιοκτησίας-Περιορισμένη Χρήση
Σε καθεστώς Πνευματικής Ιδιοκτησίας-Μόνο Εκπαιδευτική Χρήση
Δεν προστατεύεται από Πνευματική Ιδιοκτησία-Νομικοί περιορισμοί
Σε καθεστώς Πνευματικής Ιδιοκτησίας-Μόνο για Μη Εμπορική Χρήση
+
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Λιγότερα κριτήρια αναζήτησης
Αναζήτηση
Καθαρισμός
Βοήθεια
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Καθαρισμός
Θέμα
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(50)
Πολιτιστική πολιτική και σχεδιασμός
(50)
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(50)
Λαϊκή παράδοση
(50)
Προφορική παράδοση
(50)
Τύπος τεκμηρίου
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(50)
Λαϊκή Παράδοση
(37)
Παροιμία
(13)
Τόπος
Ευρώπη
(50)
Europe
Βαλκανική χερσόνησος
(50)
Balkan Peninsula | Βαλκάνια
Ευρώπη
Ελλάδα
(50)
Greece | Ελλάς | Hellenic Republic
Θεσσαλία
(50)
Thessaly
Ευρώπη ▶ Ελλάδα
Περιφέρεια Θεσσαλίας
(50)
Thessaly District | Thessaly
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Θεσσαλίας
Νομός Καρδίτσας
(50)
Nomós Kardhítsas | Νομός Καρδίτσης
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Θεσσαλίας ▶ Νομός Καρδίτσας
Θραψίμι
(50)
Thrapsími | Θραψίμιον | Θραψίμι Καρδίτσας | Θραψίμι, Νομός Καρδίτσας | Thrapsími, Nomós Kardhítsas
Μεσόγειος
(50)
Mediterranean Sea
Χρονολόγηση
1950 - 1999
(50)
Ιστορική περίοδος
Νεότερη Ελλάδα
(50)
Μεταπολεμική Ελλάδα
(50)
Φορέας / συλλογή
Ακαδημία Αθηνών
(50)
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
(50)
Γλώσσα
Ελληνική γλώσσα
(50)
Europeana τύπος
Κείμενο/PDF
(50)
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(50)
1 - 30 από 50 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Εδώ στο χωριό μας έπεσε πείνα. Δέκα χωριανοί ντροπιάστηκαν να ζητιανέψουν και βγήκαν στο κλαρί. Πήγαν πρώτα στα κατ’ χωριά να πάρ’ αλεύρι. Φκιάκαν σημειώματα με σφραγίδα «οι πέντ’ αδελφοί» και τα ‘στέλναν σε νοικοκυραίοι. Ένας τους απάντησε ότι δεν στέλνει κι αν είναι άντρες να πάνε εκεί. Αυτοί πήγαν στους Κουβανάδες, εμπλοκάρησαν το χωριό, πήραν όμηρο το παιδί του παπά. Κι αντί για 50 οκάδες του ζητούσαν 500. Αναγκάστηκε ο παπάς να φέρ’ στο λημέρι τις οκάδες και του ‘δωκαν το παιδί. (Το περιποιήθηκαν αρματωμένο με κάπα με τον τραβά τ’ 24 – 25 χρονών παιδί). Τσ’ ήφηρι και ρουχισμό κι τσαρούχια. Μετά έρχιτι στρατός Ιταλικός (2000 στρατός), ήρθανε στο χωριό μαζί Έλληνες χωροφύλακες. Πιάσανε ομήρους απ’ τους συγγενήδες (όλο το χωριό στην εκκλησία Άγι Γιωργίου). Ο Ιταλός ταγματάρχης σήκωσε χειροβομβίδα στα χέρια τ’ και την απολύσ’. – Θα σαςκάψω. Αλλά το χέρι τ’ δεν κατέβαινε πιάστ’κε. Λέει στο παπά του χωριού : Ποιόν Άγιο έχετε σεις εδώ κι προσκυνάτε; Λέμε : « Τον Άγιο Γεώργιο». Να τον ευχαριστήτε, γιατί κάτι με κράτησε και δεν σας σκοτώνω. Ύστερα τους έβγαλε στα δέντρα, στη γραμμή. Έκαμε πάλι για φόβο, αλλά δεν τράβηξ’. Είχανε μαζί τους πυρομαχικά και πετρέλαια, αλλά δεν κάψανε το χωριό.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Αυτού στο μύλο, καθώς ερχόμαστι στο χωριό, ένας Νίκος Γούλας, τον είχε νοικιασμένο το χειμώνα. Είναι βακούφ’κος (τ’ Αγίου Γεωργίου Θρεψιμιού). Το καλοκαίρ’ νοίκιαζε τον άλλο. Αυτός φαίνεται έκλεβε από το βακούφ’κο το χειμώνα και το πουλούσε το στάρ’. Πήρε και το καντάρ’ στον καλοκαιρινό μύλο να το ‘χ’ αυτός. Μια βραδιά κινάει ο Άη Γιώργης και πάει στο μύλο τον καλοκαιρινό, στο Νισπέρ’ και τον πλακών’ στο ξύλο. «Γιατί πήρις το καντάρι απ’ τον μύλο; (Κείνος είχι πή πως του το ‘κλέψαν οι απαλέτες. Δεν είπι Δομήτι το). Τον πλακών’ στο ξύλο ως ότο φύτησε (= έφτυσε) αίμα! Μόλις σ’κώθ΄κε κι έδωσε χαραγή, δε μπόρ΄σε να σταθή απ’ το ξύλο. Τον ρωτάει η γυναίκα τ’ τι έχει. Ήρθ’ ένας καβαλλάρης μ’ ένα ψαρί άλογο και με ποδοπάτ’σε με τ’ αλογό και με χτύπ’σε με το κοντάρ’. Έπειτα από 5 – 6 μήνες πέθανε αυτός
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Καίτοι καθιστός, πολύ ορθά μιλάω
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Του ξύλου βγήκι απ' τουν παράδ'σου
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ένας έκοβε το δέντρο της εκκλησίας και γκαβώθ'κε. Πήγανε τρείς Τούρκ' κι κόβανε ξύλα. Τους λέει ένας γέρος, “Μην τα κόβετε, γιατ' είναι βακούφ'κα” Εκέινοι γελάσανε. Ένας είπε : Αν είναι βακούφ΄κα ας έρθ' εδώ η αγία Παρασκευή να μας δείρ'. Κι έπεσ' ένα ξύλο και τον εχτύπησε στα μάτια και σε 2 ώρες πέθανε κιόλα και δεν ξανακόψανε, Κι ένας από το χωριό μας έπαθε τα ίδια και τον σέρνανε με το σκοινί κι εδιακόνευε. Τα δέντρα βρίσκονται ακόμα (πουρνάρια και βαλανιδιές). Και ο καλόγερος που έκοβ' από κεί, ψόφησαν τα γελάδια του.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το κουτί τ' Αγίου Χαραλάμπους (δάχτυλο) το πήραν οι Τούρκοι σαν λάφυρο και δεν ήξεραν τι είχε μέσα κι ο παπούς του Χρ. Ρούμπη τ' αγόρασε. Μα το δάχτυλο βάραε σαν ρολόϊ (σαν ταμπακερούλα), κι απ' αυτό εκατάλαβε ο Ρούμπης.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Λείψανον Αγ. Χαραλάμπους από το 1824 στο Θραζίμι. Με την Επανάσταση οι Τούρκοι ελεηλάτησαν τα Μετέωρα και το πήραν. (Τούρκος Αξιωματικός). Επήγαινε στη Ρεντίνα (όπου είχαν ταμπούρια). Πέρασε απ' εδώ κι εκοιμήθηκε στο σπίτι του Αργύρη Θανάση. Το βράδ' έφαγαν ψωμί και το κρέμασε στο δισάκκι. Εκεί που τρώγαν, ακούονταν κρότοι. Φώναξε ο νοικοκύρης. - Αφέντη, τι βροντάει; - Δεν έχομε τίποτα. Β! Φορά. - Έχομ' ένα λείψανο από τα Μετέωρα (τ' Άγιου Χαράλαμπους). - Το πουλάτε; - Ναι 1000 γρόσα. Του είχε αυτός στο σπίτ' σαν ιδιωτικό. Δεν πέρασαν 10 χρόνια, πήραν κλέφτες έναν απ' το Αργυραίο σκλάβο. Ζήταε πολλα λεφτά, δεν είχ' να ξαγοράσ'. Είπαν οι επίτροποι της εκκλ. - Να πήρώσ΄με 'μεις την ξαγορά, τα γρόσα και να πάρουμε το κουτί τ' αγίου Χαραλάμπου το λείψανο (από 1000 γρόσα παραπάν' κάνει). (Κόκκαλο απο χέρι, καρπό) κι ένα κομμάτ' τ' άγιου Παντελεήμονα. Είναι πολύ θαυματουργό.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Τώρα που έιμαστε σε μετακίνησι, η γυναίκα μ' κινδύνεψε να πιθάν'. Είχαμε τον Άγ. Χαράλαμπο. - Φέρτε τον. Ικεί που ήταν αναίσθητη, λέει : - Ποιός μ' εφώναξε; Ήρθε, λέει ένας γέροντας και με ρώτ'σε. - Που σε πονεί; Μ' έκρουσι 'κει κι αλάφρουσα. Οι γιατροί είχαν απελπίσει.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όταν πέρασε ο Καραϊσκάκης εκαιόντανε η εκκλησία κ' επήρε με τους στρατιώτες και με χωριανούς κι εκόψανε φτελιές κι εσκέπασε την εκκλησία. Έκανε τσατή (= στέγη). Η παλιά εκκλησία ήτανε βυζαντινή, είχε ζωγραφιές (στους τοίχους). Διάταξε τα παλληκάρια τ'. (Μέχρι τώρα που τη χαλάσαμε ήτανε εκεί τα ξύλα 1920).
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Την παράλλη βραδυά, βλέπω μια γυναίκα στη σ'κιά να φάη σύκα. Πάω να τ' σταυρώσω, να τ'ν πιάσ' γίν'κε άφαντη. Μήπως τρύπωσι δω; Απολάω το σκ'λί, δεν έβλεπε τίποτα. Δεν είν' καλή δ'λειά, λέω: Αφάντιασμα, είπα.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στου Χατζή τ' γιοφύρ' λένε πως άκ'σαν πολλοί. Βγαίνοντας εδώ, βλέπω κάποιον Καλατζή. Ήτανι φοβισμένος. Παρ'σιάστηκε μπροστά του το βόϊ, μια φορά σα γυναίκα, μια σα βόϊ. Άκουσε ένα μουγκρητό. Έ..ε..ε..ε..! Μη φοβάσαι. Προχώρα, αν το πειράξης, θα σε πειράξη. Μεγάλο ζώο, μεγάλο έργο (δηλ. στο θεμέλιωμα των γεφυριών).
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έν’ αμπέλ’ σπαρμένο. Κατέβ’κα να ποτίσ’. Βράδυ, φεγγαράκι – μέρα. Βλέπω κατεβαίνει ένας ψηλός ποδοβολές. Κατεβαίν’ στο ρέμα, ύστερ’ ανεβαίν’ στη δέση. Λέω: Τι δουλειά έχ’ αυτός να χαλάσ’ τη δέσ’; Είχα το τουφέκι για την αλ’πού, αλλάζω τα σκάγια, βάνω βόλια γι’ άνθρωπο και ετοιμάζομαι να ρίξω με τσι δραμιάρες. Μόλις μαζεύω το τ’φέκι να τ’ ρίξω, σηκώνετ΄ αυτός κι έκανε ά – άχ – άχ – άχ! Τσούλωσα έγω. Λέω, αυτό είνι ίσκιωμα, αφάντασμα. Πάω να πλαγιάσω, σκώνετ’ ο γάδαρος, κάνει τον κατήφορο να πάη στο καλαμπόκι. Μπροστά ‘κείνος, πίσ’ εγώ φτάσαμε στα καλαμπόκια. Λάλ’σαν τα κοκότια, πέρασε αυτό.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ένας εδώ παντρεύονταν κι πάνε χρόνια. Πήρανι τη νύφ' νάν την πάνε στην απιδιά (άλλο χωριό). Μόλις έφτασι 'κεί η νύφ', λέει στη μητέρα της. - Ρε μητέρα, γιατί δε με 'δωσες την κλώσσα με τα κλωσσόπουπουλα; - Κόρη μου, λέει, σάμπως μ' άφησες τίποτε; Λέει, θα μ' τη δώσ'ς. Πήγε της έφερε την κλώσσα, αλλά αγανάχτησε. Λέει : “Μαρμάρωθής και να απομείν'ς. Κι από τότε έμειν' η πέτρα που μοιάζ' της νύφης κι είναι από κοντά η κλώσσα με τα κλωσσόπουλα.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ήρθαν στο Κάστρο κάτ’ξένοι κι ανέβ’καν μ’ένα θ’κό μας του χωριού να βρούν λεφτά. Τον θ’κό μας τον ήθελαν για να τους δείξ’ τα μέρια. Όταν αυτοί βρήκαν τουν προυσανατολισμό, τουν δ’κό μας τον έδιωξαν. Του ‘πουν.’’ Άλλ’ φορά θα ξανάρθ’μι’’. Τώρα κι έκαμαν ύστερα, δεν ξέρω. Πήραν, δεν πήραν τα λεφτά; Δεν ξέρ’με.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Πιο κάτ’απ’το Γεφύρι,ανεβαίνοντας τη στροφή είναι μια γούρνα απ’βρήκανε λεφτά (1958)από Τούρκους (35.000 πεντόλιρα). Ένας δασοφύλακας πήγε και βρήκε το πιθάρι σπασμένο και δόγμα (=δείγμα ένα πεντόλιρο). Έφτιαχναν το δρόμο οι δικοί μας και δεν εκατάλαβαν τίποτα. Ήρθαν Τούρκοι με σχέδιο, ντυμένοι γυρολόγοι, με αυτοκίνητο μερσεντές και πήγαν κατευθείαν εκεί αφού γύριζαν στον Κέδρο με το εμπόρευμα.Νύχτα πήγαν στο μέρος,πήραν τα λεφτά και χάθηκαν. Ο δασοφύλακας υποψιάστηκε κι εβρήκανε πιθάρι σπασμένο και πεντόλιρο. Σταθμάρχης τότε ήταν Αντώνιος Παπαλαζάρου, εν ήργησε και τους πιάσανε στα σύνορα. Τους πήρανε τα χρήματα πίσω (35.000 πεντόλιρα). Χρόνια!
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Λένε πως κάποια πήρε και το χτένι αυτηνής της Λάμιας από τα χέρια της εκεί στις Μεγάλες βρύσες και το πήε στο σπίτ’ τ'ς. Αυτή παρ’σιαζότανε στον ύπνο της συνέχεια κάθε νύχτα, ώσπου αναγκάστ’κε να της το πάη πίσω στη βρύσ’.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μετά (προηγείται η διήγησις άλλης παράδ. σελ. 484 – 85) νοικιάστηκ’ ο μύλος και τον πήρε άλλος κι όντας ζύγουνε το Σαρανταήμερο, κίνησι μίνια γριούλα να πάη στου μύλου ν’ αλέσ’. Μόλις τράβηξ’ να βγη όξ’ η πόρτα δεν αν’γε. Ακούει μια φώνη. – Που θα πάς; Μη φεύγ’ς η ώρα είναι ακατάλληλη. Αυτήνη δεν άκ’σε, γιατί τα παιδιά τς τάχε νηστικά. Αφόσον κίνεισι έφτασε στη βρύσ’. Εδώ κάθησε κουρασμένη. Ήταν ώρα 12, μεσάνυχτα. Βρήκε μια γυναίκα που ξέπλενε τα μαλλιά της και νιβόταν. Και της λέει: - Καλή μέρα, λέει η χωριανή. – Καλώς την κυρούλα, λέει το αφάντιασμα. Να μη βασκαθούν τα μαλλιά σου! – Ευχαριστώ! Με γεια να φας και συ το ψωμί σου. Πόσα παιδιά έχ’ς; - Έχω πέντε. Ιγώ θα φύγου, θα πάω στα παιδιά μου. – Να φχαριστάς που μου ‘πις το «Καλημέρα» και μου ‘πες και τον καλό λόγο να μη βασκαθούν τα μαλλιά μ’. (Αλλιώς θα πάθαινε κακό). Μετά πήγε στο σπίτ’ της και τα μολόγησε.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ήταν κάποιος Τσάκας εδώ. Ο Κωσταράς ήταν βρουκόλακας και πάει απο το Χατέλ' και παρουσιάστ'κε. Μ' έφα ου Κουσταράς. Τον σήκουσαν οι άλλ', τον πήγαν σ'άλλο χωριό. Αυτός κυνήγαε μόνος του άρρωστους και τους συγγενήδες. Στο τέλος κάρφωσαν τον Κωσταρά.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Από πολλά χρόνια έτυχε να περάσ’ μια παρέα κλέφτες. Πήραν ένα σφαχτό και το ψήσαν. Παρουσιάστηκε κι αυτός [ο αρχιληστής κλέφτης Δροσούλας, που σκοτώσανε και βρυκολάκιασε], με τ’ άρματα. – Βρε καλώς τον καπετάν – Δροσούλα! Πως περνάς; Εγώ τα ρήμαξα τούτα. Αφού ψήσανε το σφαχτό... που κατοικείς; Εξαφανίζονταν σε μια σπηλιά. Απ’τσι πολλές φορές π’ κάνανε παρέα αποφάσισε να μαρτυρήσ’ τη Σπηλιά. (στ’ χαλιά τσ’ Τρύπης). Τον έβαλαν ναν τα’ το μαρτυρήσ’. Είπε ότι στου τάδε μέρος, εκεί μένω. Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ’ δικαίωμα να κάμ’ ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσαμε όλ’ η παρέα να πάν στην τρύπα τ’ να τον βρούν (το Σάββατο) τον βρήκαν. Μόλις τσ’ είδε, κατάλαβι. Ποιος σας είπι κι ήρθιτι δώ; - Ήρθαμι. – Εγώ κατάλαβα. Ο κουμπάρος σας ήφερι ‘δώ πέρα. Θέλω να τον δώ. Του ‘δώκαν μια κάπα (συγκούνι), τάχα πως είν’ ο κουμπάρος τ’. Μόλις του την παρουσίασαν, τη ρούφ’ξε κιόλας. Πάει η κάπα. Μετά τον κοπάνισαν μ’ ένα κέδρινο ξύλο, ένας Σαββατογεννημένος και τον τέλειωσαν. Τον κοπάν’σ ου Κωσταράς και όταν πέθανε βρουκολάκιασε κι αυτός.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ένας εύζωνας κι ‘γω πήγαμε να κάμμε κολύμπι σ’ ένα ποταμάκι κι αυτός πνίγ’κε. Δε μπόρεσε να τον σώ’ κανείς. Ήρθ’ ένας κολυμπετάς, ήρθε και τον έβγαλε μέσ’από τη γούβα. Ήταν πεθαμένος. Μετά από λίγες μέρες, αυτός βρουκαλάκιασε και πάαινε και κολύμπαε σ’αυτό το μέρος. Και εγώ φύλαγα σκοπός κι άκουσα έναν κρότο, όπως πήδαγε μέσ’στη γούρνα. Στο πρώτο [‘ακουσα, νόμισα ότ’είνι ψάρια. Τη β’ φορά πάλε ψάρ’. Την γ! κοιτάζω, έβγανε φωτιά. Αφού είδα τη λαμπάδα, υποψιάστηκα, αφού ήξερα την ιστορία και φοβήθ’κα. Κι τον βλέπω κι ιρχόταν κατά μένα κι έβγανε φωτιές. Στα 30 μέτρα τον γνώρισα. Σκιάχτ’κα, μα δεν ήξερα τι να κάμω. Φοβήθ’κα, αλλά πώς να φύβγω; Ενθάρυνα όμως, επειδή είχα εξ ακοής, πως άμα είσι ξύπνιος, δε μπορεί να σι κάμ’ κακό. Έλεγα να τον πυροβολήσω, αλλά θα σκωθή το Τάγμα ούλο. Μα κι αν σκάσ’ το τα’φεκι και σκοτωθώ μοναχός μου; Να βγάλω την ξιφολόγχη να τον ξεκοιλιάσ’. Μα πάλι σκια΄ζμ’να. Φεγγάρ-μέρα, στάθηκε μπρός μου αυτός, κοίταζε μένα κι ‘γώ αυτόνα. Πλησίασε στα 10 μέτρα. Βάσταγα το όπλο τρομαγμένος. Κι τη δύναμη δεν την είχα. Έμεινα έτσι. Η θα τον ξεκ’λιάσω (=ξεκοιλιάσω) ή θα πεθάνω. Αλλά αυτός έκανε κανονική μεταβολή κι επήε στη γούρνα κι εβούτηξε. Έβγαλε φωτιά και χάθηκε στη γούρνα. Περίμενα να περάσ’ η ώρα, να μ’αντικαταστήσ’. Δε πέρναγε. Ήρθ’ ο σκοπής μ’άλλαξε, δεν του ‘πα τίποτε. Στ’αντίσκηνο που πήγα, μ’είδαν τα παιδιά σκιαγμένο. Τι έπαθες; Λέει. Μη φοβήθ’κες; -Καλά είμι. Δεν πρόφτασα να καθήσω, βλέπω τον άλλο σκοπό, έρχονταν μαντήλ’ = άαπρος. Μόλις έφτασε πετάχτ’καν έξω, τον ρώτησαν τι έπαθες. Ότ’ έπαθα και ‘γώ. Ο Ηλιόπουλος βρουκολάκιασε! (τι να πω άς ιδή κι άλλος). Μόλις ήρθαν οι γιατροί ν’αναστήσουν τον αναίσθητο, ρώτησαν εμένα και τους είπα (Έβαλα διπλοσκοπούς). Όταν είμαστε ξυπνοί, δε μας τρώει.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ήταν ένας αρχιληστής, κλέφτης Δροσούλας. Τον σκοτώσανι σι συμπλουκή και βρουκολιάκιασε. Πολλά χρόνια είχε πηρετήσ’ σ’αυτά τα βουνά. Έβγαιναν το καλοκαίρ’ στα βουνά, οι βλάχ’, αυτάς βύζανε τα ζώα, τους ανθρώπους. Τους ρήμαξε τους άλλους. Είχ’έναν κουμπάρο δικό τα’, δεν τον πείραζε. Αφού όμως απήύδησε ο κουμπάρος να ναι μοναχός τα’να βλέπ’όλο τα’αφάντιασμα, γιατί οι άλλοι είχανε φύγει, αποφάσισε να φύγη. Αυτό όμως το αντιλήφθη ο κουμπάρος, ο βρουκόλακας κι βγήκε μπροστά. Γιατί κουμπάρε φεύγεις; Δεν είμαστε καλά; Εγώ εσένα σε αφήνω. Έχω κόψει το σύμπαν (κόμμα) εχή, πυροβολισμοί, φωνές αλλά δεν ήβλεπες τίποτε. Έφυγε ο κουμπάρος όμως.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έχω ακ'στά απο τους παλιούς, να πάμε Σαββάτο να τον καρφώσουμε. Βρήκαμε έναν Σαββατογεννημένο, ξύσαμ'ένα βουφλί απο κέδρο, πήγαμ', τον ξεχωσάμε, βγάλαμε το καπάκι, ήταν ζωκρός μέσα, με το καπάκ' ανοιχτό τον καρφώσαμι και βγήκε αίμα. Κείνος ήταν ο Θάνατόσ τ'. (Του δαιμονικού που τον περίλαβε). Μόνο τα μάτια κινήσανε λίγο οι χάντρες κι απο τότες δεν ματαβγήκε.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο βάτος αυτός (κλωνάρι, τον οποίον χρησιμοποιούν για να πάρουν τα μέτρα της κάσας του νεκρού και του τάφου), όνταν κυνήγαγαν οι Οβραίοι να πιάσουν το Χριστό, εκρύφτηκι η Παναγία πίσω από ‘να βάτο κι ο βάτος την προφύλαξι κι γλύτοσι. Γι αυτό παίρνουμε το μέτρο, να μαι φυλάη, να μην πεθαίνουμε.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Χριστός περπάταε δω στον κόσμο. Κίνησ’ από το ιένα το χωριό, να πάη στο άλλο. Στο δρόμο απ’ πάαινε ηύρε το γελαδάρ’. Τα γιλάδια τότες δεν έφευγαν, να τα πιάν’ η μύγα να φεύγ’νε, σταλιάζανι. Τ’ λέει ο Χριστός: Καλημέρα. Αυτός καθόνταν ξαπλωμένος χωρίς κόπους, τρεχάματα. Ούτε σκώθηκε να σεβαστή. Καλημέρα μόνο είπι. Λέει ο Χριστός. Νερό είνι δω κουντά πουθενά; Εα που είνι, λέει κι έδειξε μι το πουδάρ’. Προυχώρησ’ ο Χριστός λιγάκ’ θυμωμένος. Πιο πέρα ήταν ο Πρατάρης, απ’ φύλαε τα πρόβατα. (τσοπάνος). Αυτός όμως δεν πρόφτανε να πάρ’ τη σκούφια τ’. Π’ λάλαε να τα φτάσ’ τα πρόατα. Καλημέρα, τ’ λέει ο Χριστός. Νερό είνι πουθενά. Του λέει κι αυτός: Είνι, μα τι να κάμω τα πρόβατα; Που να τ’ αφήκω; Λέει ο Χριστός. – Άντε φύε και τα πρόβατα θα ντα φ’λάξω εγώ. Έστησ’ ο Χριστός τη μαγγούρα στη γη, την ακούμπ’σε καταή και τα πρόβατα πήγαν όλα κει και σταμάτησαν, όπως μαζεύωνται τώρα. Στάλισαν. Από τότε είναι ήσυχα και κάθονται. Μόλις κίνησ’ ο τσοπάνος να πάη για νερό, τα γελάδια άρχισαν κάνουν όπως έκαναν τόσον καιρό τα πρόβατα κι ο γελαδάρης έκτοτε, πάει και το καθησιό, πάει και η ξάπλα. Ενώ η τσοπάν’ς ξεκουράζνται κάπ’ - κάπ’.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Μαλισσόβας είχι φτιρά κι πιτούσε. Κλέφτης, παλληκάρ’. (Το ‘λεε ου Δημητράκος, δεν το θ’μάμαι). Ήταν μπαστάρ’κο. Αυτούνοι ήταν 80 κλέφτις μαζί, στη θέση φουρνότσ’μα (εδώ στο Θραψίμ’. Έψηναν αρνιά κι είχαν καραούλι βγαλημένο. Τους πήρε και το μπαϊράκ’. Και το λέμε στου Μπαϊρακτάρ (βοσκό) απάν’. Προτού στηθή το καραούλ’ έβγαλαν μια πλάτι κι’ εξήτασαν. Είδαν στην πλάτ’ πως τους παίρνουνε καταπόδ’ οι Τούρκοι, τσ’ είπε ότι θα πιάσωμε μάχη και θα βαρεθή ένας από μας. Πήραν τ΄αρνιά μ’σοψημένα κι έπιασαν τη Γουρνωτή (την πολεμίστρα). Έπιασαν θέσ’ κι άρχεψαν μάχ’. Και τσι κυνήγωσαν μι τα σπαθιά τσι Τούρκοι. Βάρεσαν πολλούς. Αλλά ο Μαλισσόβας, επειδής ήταν παλλ’κάρ’ κι είχι κι φτιρά στην αμασχάλ’ (τα μολόγαε ο Κατσής) πετιόνταν και τσ’ έπαιρνε στο ποδάρ’ με τα σπαθιά και δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν. Είχι τίμιο ξύλο και δεν τον έκαναν τίποτα. Αλλά οι Τούρκοι το υποπτεύθηκαν πως είχι τίμιο ξύλο κι έκοψαν βόλι ασημένιο (από χαρπί) απ’ γιόμωναν τα κουμπούρια με μπαρούτ’ και τον σκότωσαν. Πήραν το κεφάλι τ’ κι φώναξαν τσ’ κλέφτες: «Τι τον έχιτι το Μελισσόβα; Τότε πετάχ’καν οι κλέφτες: Τι τουν είχαμι του Μελισσόβα; Τσιράκι τον είχαμι! Τι να πούνε; Ξανάπιασαν τη μάχ’ κι σκότωσαν καμιά τρακοσαρία Τούρκοι. Τους κυνήγησαν, παν καλιά τα.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Μελισσόβας ήτανε στου Σεραλή. Άρμεγαν τα γίδια. Ο σύντροφός του, Τσαρουχογιώργος, είδι ένα ζαρκάδ’ και φωνάξι. (ήταν βαρητής, βαριε τα γίδια – τσοπάνης ο Μελισσόβας). Απαράτ’ σε τ’ άρμεγμα ο Μαλισσόβας και λέει: «Θαν το πιάσω. Αφήσι την αρμιγή κι πήγε και το πιασι. Διακόσια μέτρα μακριά απ’ αυτόνε και στο φύβγα του το ‘πιασε σ’ άλλα διακόσα μέτρα. Μέσα σε 500 μέτρα το ‘πιασε και το ‘φερε στον ώμο. Ο Μελισσόβας ήτανε ύστερ’ από το 21.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Άμα έπεφταν κάτω (οι Αρχαίοι Έλληνες με τόσο μεγάλα τα πόδια τους) ήταν ο θάνατός τους. Σκοτώνονταν.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο βράχος έπεσε πάν’ στο χωριό το παλιό. Λάλα ένας κόκκοτος, τρία χρόνια ακουότανε.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
500 μέτρα από το χωριό είναι η τοποθεσία Καρυές. Εκεί ήταν χωριό. Κι έπεσε ο βράχος κι επλάκωσε όλο το χωριό. Τώρα έχει σκορπίσ’. Και λένε πως τρία χρόνια άκουαν από κει μέσα κόκκοτα που λαλούσε.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ' δικαίωμα να κάμ' ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσανε άλ'η παρέα ν πάν στην Τρύπα τ' να τον βρούν (το Σάββ.) τον βρήκαν . Μόλις τσ'είδε, κατάλαβε. - Ποιός σας είπε κι ήρθετε 'δώ; -Ήρθαμι. - Εγώ κατάλαβα, ο κουμπάρος σας ήφερι 'δω πέρα. Θέλω να τον δω. Του έδωκαν μια κάπα (συγκούνι). Τάχα οως είν'ο κουμπάρος τ'. Μόλις του την παρουσίασαν, τη ρούφ'ξε κόλας. Πάει η κάπα. Μετά τον κοπάνισαν μ' ένα κέδρινο ξύλο, ένας Σαββατογεννειμένος και τον τέλειωσαν. Τον κοπάν'σ ου Κωσταράς και όταν πέθανε βρουκολάκιασε κι αυτός.
Χρονολόγηση
1959
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Τόπος
Θραψίμι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×