Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
Αρχική σελίδα
Τόποι
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Πελοποννήσου ▶ Νομός Μεσσηνίας
Μανιάκι
Ανακαλύψτε
242 τεκμήρια
που σχετίζονται με αυτήν την τοποθεσία
Αναζήτηση
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Καθαρισμός
Θέμα
Κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες
(1)
Κοινωνικές επιστήμες
(1)
Κοινωνική έρευνα
(1)
Πολιτική, δίκαιο και οικονομία
(2)
Υλικά και προϊόντα
(2)
Υφάσματα
(2)
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(242)
Εικαστικές τέχνες
(2)
Χειροτεχνήματα
(2)
Κλωστοϋφαντουργία
(2)
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(3)
Πολιτισμικές συνθήκες
(2)
Πολιτιστική ζωή
(2)
Καθημερινή ζωή
(2)
Πολιτισμική έρευνα
(1)
Πολιτιστική πολιτική και σχεδιασμός
(242)
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(242)
Λαϊκή παράδοση
(242)
Προφορική παράδοση
(239)
Τύπος τεκμηρίου
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(239)
Λαϊκή Παράδοση
(24)
Παροιμία
(215)
Κείμενο
(1)
Ημερολόγιο/Σημειωματάριο
(1)
Χειρόγραφο
(1)
Τρισδιάστατα Αντικείμενα και Έργα Τέχνης
(2)
Εργαλεία και εξοπλισμός
(2)
Οικιακός εξοπλισμός
(1)
Τόπος
Ευρώπη
(242)
Europe
Βαλκανική χερσόνησος
(242)
Balkan Peninsula | Βαλκάνια
Ευρώπη
Ελλάδα
(242)
Greece | Ελλάς | Hellenic Republic
Πελοπόννησος
(242)
Peloponnese | Μοριάς
Ευρώπη ▶ Ελλάδα
Περιφέρεια Πελοποννήσου
(242)
Peloponnese District | Peloponnese
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Πελοποννήσου
Νομός Μεσσηνίας
(242)
Messenia
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Πελοποννήσου ▶ Νομός Μεσσηνίας
Μανιάκι
(242)
Maniáki | Μανιάκιον | Maniáki, Messenia | Μανιάκι Μεσσηνίας | Μανιάκι, Νομός Μεσσηνίας
Μεσόγειος
(242)
Mediterranean Sea
Χρονολόγηση
1950 - 1999
(6)
1900 - 1949
(233)
Ιστορική περίοδος
Νεότερη Ελλάδα
(239)
Μεσοπόλεμος
(34)
Β’ Παγκόσμιος πόλεμος
(199)
Μεταπολεμική Ελλάδα
(3)
Δικτατορία
(3)
Φορέας / συλλογή
Ακαδημία Αθηνών
(239)
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
(239)
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
(3)
Πέργαμος | Αποθετήριο Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
(3)
Europeana τύπος
Εικόνα
(2)
Κείμενο/PDF
(240)
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(242)
Γλώσσα
Ελληνική γλώσσα
(240)
1 - 30 από 242 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Όση λύπη και νάχη ο άντρωπος, θάρθη στιμή που θα γελάση, γιατί και της Παναΐτσας τ’ αχείλι εγέλασε και ακρουμάσου να ιδής: όταν σταυρώσανε το Χριστό, σούμενα πετούμενα επήγανε ναν τη παρηγορήσουνε την Παναΐτσα πήγε κ η χελώνα με το παιδί της ντούκου ντούκου ναν την παρηγορήση. Τη νια μεριά όμως την κλώτσαγε ο ένας, την άλλη ο άλλος και δεν μπόρηγε να κοντοζυγώση την Παναΐτσα «Ήλιε μου και ζαφειράκι μου» λέει τότε κείνη στο χελωνόπλο της «άει να φύγουμε, τι δε μας πιάνουνε εμάς σε χαρτωσιά, μάιδε σε ρώτηση μας παίρνουνε Τόμου η Παναΐτσα «ήλιο και ζαφείρι». Το χελωνόπλο, γέλασε. Για ‘τρα, για ΄τρα, θα είπε μέσα της, το παλιοχελωνόπλο ναν το λέη ήλιο και ζαφειράκι! Και γέλασε. Κι από τότε όση λύπη νάχη κανείς, θα γελάση, γιατί γέλασε κ η Παναΐτσα.
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
“Η Μόρα τον πιάνει τον άντρωπο καθώς κοιμάται, τον πλακώνει στην καρδιά του απάνω και κει χάμου αυτός ξεραίνεται, ούτε ν' ανασάνη, ούτε να βγάλη μιλιά μπορεί. Και ούτε συ κάνει να του μιλήσης τότε με τ' όνομά του, να του λες άλλο όνομα, γιατί, αν ακούση το δικό του, μπορεί να θροϊστή άσκημα και θέλει σείσιμο, να τόνε σης και τότε φεύγ' η Μόρα.” [Μόρα= βραχνάς, εφιάλτης].
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
“Τα ουράνια ανοίγουν τα Φώτα, ξημερώνοντα τ' Άη Γιαννιού άμα θα κάτσης, όγοιος είν' καλός και κάτση τέντα χάμου στη γή και τηράη ούλη νύχτα τον ουρανό, δίχως να γκιοτήση, νιά στιμή φώπ! Φώπ! Θα κάμη νιά φωτιά και θ' ανοίξουν έτσι... τα ουράνια κι ο μισός Θεός θα κάμη δώθε κι ο μισός κείθε και θα φανή νιά λαμπάδα, κι όποιος τηράη άμα προκάμη και πή “ρίξε μου κείνο το καλό”, “οτι πή θα του τα ρίξη”. Διάκα και γώ μια φορά και στάθηκα το βράδυ στ' αλώνι μου, μα δε μπόρεσα ούλη νύχτα να τηράω 'σα πάνου κι όταν ανοίξαν τα ουράνια, νιά στιγμή ανοίγουν, εγώ ήμουν απόκαρωμένη κι ούτε (έβλεπα) ούτε άκουσα κι αν έβλεπα και γύρευα, μόργα ν'αβλεπα και γώ νι' άσπρη μέρα”.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στη βρύση τη λάκκα μέχρι τις Παλιοκαλύβες περνάνε και κει Νεράϊδες και πινήκε κι ένας κλέφτης τόχε πέρασμα κι εκείνους τον ευρήκαν πινηρεύονε, την τριχιά στο λαιμό, τον επινήξαν οι Νεράιδες στη βρύση, στο κοτρώνι και βρήκαν την προβατίνα την κλεφτή δεμένη κει κοντά.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
«Κοντά στα χάνια, από την απάνου μεριά, είναι μια πέτρα μεγάλη κ είναι τρούπια κι άμα ο άντρωπος είναι νεραϊδικός κ είναι χάμου μεινεμένος, θα πάνε να τον περάσουνε μέσα κ ή θα ζήση ή θα πεθάνη. Κ η γυναίκα, άμα κάνη τα παιδιά και δεν της ζούνε, θα πάη και θα περάση γκαστρωμένη τρεις φορές και θα φύγη, δίχως να κοιτάξη πίσω της και θα της ζούνε τα παιδιά. Τόκαμε και μια δωπάνου και της εζήσαν τα παιδιά. Δεν διάκες εκεί, να πάμε να την ιδής και θα κάμης σεΐρι και θα ειπής: ποιος την έφτειανε την πέτρα τούτη, ποιος την πελέκαγε! Είναι ένα παιδί στο χωριό μας κι ούτε καταξιώθηκε η μάννα του να το πάη κι αν είναι νεραϊδικό θα πεθάνη, γιατί περνάνε νεράιδες έδεκει. Οι Νεράϊδες είναι γυναίκες ατήραχτες από την ομορφιά και αν περάσης θα σου μιλήσουν και συ να φυλαχτής να μη δώκης λόγο, γιατί θα σου πάρουν τη μιλιά».
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
«Τούτο που σου λέω δεν ένας στο Μανιάκι εδώ, είναι στην ποταμιά παραπερίτσα. Έναι η Γεράνια λίμνα κι ένας φτούνο μια πέτρα χάμου και λάμπει κι εν άσπρη και θολογύριστη κι εν άλλη πέτρα ψηλά και το νερό από πέτρα ρίχνεται και σε πέτρα πέφτει και κοπανάνε κει μέσα οι Νεράιδες τα ρούχα τους την ημέρα, το ντάλα μεσημέρι κι ακοώ κάβ! Κάβ! Τον κόπανο και κούρ – κούρ τα γέλια τους. Μεις τ’ ακούγαμε κάτου που θερίζαμε και δεν μπορείς να πιής νερό, τέτικος πάγος έναι, ακόμα και το θεριστή που όλ’ έν’ ζεστά, κείνο ‘ναι κρύο».
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ένας δεν αγγέλιζε φτωχό, ούτε τη θέρμη του δεν έδινε. Νια βολά τονε ένας διακονιάρης κι απο το θυμό του πέταξε ένα καρβέλι πεταχτό σαν νάητανε σκυλί. Πέθανε κείνος κι αφού του λέγανε κεί ούλα τα κακά, παρησιάστηκε και το καρβέλι, άς το πέταξε, έπιασε, έκλιεσε και σώθηκε, γιατ' ένα καρβέλι φάγανε δέκα νοματέοι.
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στις τρεις πάνε οι Μοίρες και το μοιραίνουν και γραφουνε στο κεφάλι του, ό,τι καλό ή κακό θα περάση, ούλα, δεν έχεις ακουστά που λένε «μα τόγραφε η μοίρα του να το πάθη και φτούνο!». Και κει που ξεθάφτουνε τους αντρώπους, το κεφάλι του καθενού έχει γράμματα δεν τα γλέπουνε ούλοι κανιά άνθη αν ντέση, τα γλέπει. Και βάναμε παλαικά, τώρα τ’ απαρατήκαμε και καλά κάμαμε – δε ματαγνωμίζουνε κείνες ό,τι και να τους κάμης – μα μεις τηράγαμε να τις καλοπιάσουμε και βάναμε κοντά στο παιδί μέλι, καρύδια, σύκα και χρυσαφικό, αν είχε κανείς, και λέγαμε: «Μοίρες, καλές Μοίρες, ελάτε να μοιράνετε του τάδε το παιδί, τι θα τραβήξη στη ζωή του, καλά η λοβά.» ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Δεν τ’ ακούει κανείς, κανιά ανθή τ΄ακούει. Ενού είπανε οι Μοίρες του: «από πηγάδι θα πάη» τ’ άκουσε ναι ανθή, τόειπε της μάνας. Το φυλάγανε ούλοι οι δικοί, μεγάλωσε, διάκε στρατιώτης, χάθηκε κανιά βολά ησύχασε ο πόλεμος, όπως περιμένουμε τώρα οι γι ‘έρμοι ειρήνη, γύρισε το παιδί νύχτα ήταν, δεν καλόβλεπε, μα ήξερε το πηγάδι κείνο όμως το είχανε χαλασμένο, κακοχωμένο. Έπεσε μέσα, πάει το παιδί, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Και όλα σωστά έναι και τίποτις δεν αλλάζει γιατί ό,τι ειπούνε οι Μοίρες, βουλή Θεού έναι. Κι άκου κι έναν άλλο μύθο, να σηκωθή η τρίχα σου. Μια βολά μια γυναίκα γέννησε δυο παιδιά κι ήτανε κορίτσια κι έτυχε την τρίτη βραδιά πέρας΄ένας γυρολόγος από το σπίτι της, να περάση τη νύχτα ο άντρωπος εκεί και την ημέρα που θα ξημέρωνε ο Θεός την ημέρα να τραβήξη το δρόμο του. Και ξάπλωσε να κοιμηθή κοντά στο παραγώνι. Κι ήρθανε τη νύχτα οι Μοίρες κι είπανε: η μία δρακού θα πάρη άντρα κείνονε που είναι ξαπλωμένος κοντά στη γωνιά και η άλλη θα πάρη κακούς δρόμους, ξόν και νοήσουνε και κόψουνε την καρυδιά που είναι στην αυλή τους, παρά τότε όμως θα πεθάνη. Φύγανε οι Μοίρες, μα ο γυρολόγος και τις είδε και τις άκουσε. Ήτανε ανθός κι άλλο ένα τις βλέπανε τότες οι Μοίρες ήτανε ο Θεός πιο κοντά στη γης και τον έφτανε το βόϊδι και τον έγλυφε. Κι ο γυρολόγος είπε με το νού του: άκου που θα πάρω εγώ μια δρακού! Αμ δε μούφυγ’ ακόμα! Είχε την ελικία του ο άντρωπος, είχε το μυαλό του. Και παίρνει τη νύχτα κείνη τη δρακούδισσα, την πετάει στο ποτάμι και πάει. Τη δρακού όμως δεν την πήρε το ποτάμι, παρά σκάλιασε με τη φασκιά της σ’ ένα κλαρί και κρεμάστηκε από ένα τσουγκράνι. Κι ήταν ένας τσοπάνης κι έφερνε κει τα πρόβατά του και μια κατσίκα γράπωσε στο κλαρί και το παιδί βύζαινε. Κι έλεγαν στον τσοπάνη τ΄αφεντικά του: «Γιατ’ έναι αρμεμένη η κατσίκα;» - Δεν ξέρω, γω δεν την αρμέγω» έλεγε κείνος. Από τα πολλά, μια – δυο, παραφυλάει εκείνος και πιάνει την κατσίκα που γράπωνε το κλαρί και βρέσκει το κορίτσι και το πάει στη στανολόϊσσα κι ήτανε κείνη συνυφάδα της αλληνής, που ήτανε δικό της το κορίτσι. Και κείνη γνώρισε τα σπάργανα και πάει στη λεχώνα και της λέει: «Που είναι τα παιδία σου;» - Εδώ είναι της λέει εκείνη. – «Για να τα ιδώ» «Αχ κακό που έπαθα» λέει εκείνος τότενες, το ήξερε πως χάθηκε το παιδί της, παρά ήτανε μωράχαυλη, σκιαζόταν και δεν το είχε μαρτυρημένο κανενού τώρα τόειπε. ¨Το ένα τόχω, τ’ άλλο μου το πήρανε τη νύχτα, τόχασα». Τότε η συνυφάδα της τόηξερε το παιδί. Πέρασε καιρός, τρανέψανε οι τσούπες. Παντρεύτηκε η μια και πήρε το γυρολόγο, δίχως να ξέρουνε. Μα ο άντρας της της λέει ναι ημέρα: «Πούθ έχεις τούτη τη γρατσουνιά στην κοιλιά;» Είχε κείνη νια γρατσουνιά κοντά στον αφαλό. Και του είπε η γυναίκα του την ιστορία, που το παρασταίνανε στο σπίτι πως κάποιος, σαν ήτανε δρακού, την πέταξε στο ποτάμι, παρά κείνη σκαλιασε σ’ ένα κλαρί και το κλαρί είχε ένα τσουγκάνι και κείνο έσκισε τη φασκιά και γρατσουνίστηκε στην κοιλιά. Και τότε ο άντρας της της είπε: «εγώ ήμουνα που σε πέταξα, παρά πάμε στο σπίτι σου, γιατ’ έχω κι άλλα να μολοήσω» Πάνε και κεί κάθεται και λέει όλα όσα άκουσε από τες Μοίρες. Και ν’ ακούση η άλλη κορίτσα πως θα πάρη κακούς δρόμους! Το πρωΐ ξημέρωνε Κυριακή, στέλνει τη μάνα της στην εκκλησία «άει να λειτρουγηθής» της λέει εσύ κι εγώ συγυράου το σπίτι. Και κείνη πάει στα ξαδέρφια της και τους λέει: «Ελάτε σπίτι μου» Και κει τους δίνει τα τσεκούρια «κόφτε την καρυδιά» τους λέει «και γω θα σας κεράσω». Μπαίνει στο σπίτι, πλένεται, λούζεται, αλλάζει και ταμάμ που συγυρίστηκε, μπούμ πέφτει η καρυδιά και στη στιμή και κείνη πέθανε. Ήτανε να παρρησιαστή ο Θεός.
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Άμα γεννιέται το παιδί σε τρεις μέρες περνάν οι μοίρες και το μοιρώνουν, τι θα περάση καλά ή κακά τα γράφουνε στο κεφάλι του, κι όταν ο άντρωπος πεθαίνη και τηράξης το κεφάλι του στην κορφή, έχει γράμματα απάνου κι όποιος μπορή να διαβάζη σ' αντρώπου πεθαμένου κεφάλι, μπορεί να τα ιδή, μα νάναι άντρωπος να ξέρη. Και βάνουν στο προσκεφαλάκι του δράκου μέλι και ζάχαρη να τις καλοπιάσουν τις Μοίρες.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Νια πεθερά ήτανε κακιά και δεν εδώρευε, φτωχόν δεν αγγέλιζε και μόνο νια φορά ούλη κι άπειρη έδωκε σε κάτι φτωχά παιδιά τυρόγαλο είχε όμως νια νύφη καλή, που έτσι έκανε, αλλιώς έκανε, κανέναν δεν άφηνε παραπονεμένο. Πέθανε κανιά φορά η πεθερά κι απο καιρό είδε η νύφη όνειρο την πεθερά κι έτρωγε σ'έναν κορίλο το τυρόγαλο και της λέει της νύφης : συ έχεις τρία τραπέζια στρωμένα στον κάτου κόσμο, εγώ όμως κακοπόπαθα, γιατί κακοπύκανα, αλλά χάρισε μου και μένα το ένα τραπέζι''-''χάρισμά σου και τα τρία, κι εγώ είμαι καλή να φτειάσω άλλα τόσα΄΄.Ούτε πεθερά τη θέρμη της δεν έδινε (δεν έκανε ελεημοσύνη)
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ναι γυναίκα αγιασμένη έγλεπε τα’αερικά, τα στοιχειά κι ούλα που δε γλέπεις εσύ. Πήγε σ’έναν πλούσιο που πέθαινε, γλέπει τα σκυλιά απόξω στην πόρτα του, ήταν οι δαιμόνοι να καρτεράνε την ψυχή του, άρχισε τα κλάηματα <Ρέ, λέει η πεθερά της, ‘’αγαπητικό τον είχε’’. Πέθανε κι ένας φτωχός είδε απόξω στην πόρτα του αρνάκια, απιδάκια αγγέλοι ήτανε να καρτεράνε για την ψυχή του –άρχισε και γέλαγε. ‘’Ρε’’, λέει πάλε η πεθερά της, ‘’δεν τον λυπάται που είχε παιδάκια’’ πάει και τα μαρτυράει στον άντρα της. ‘’Θα μας πής της λέει εκείνος. ‘’αν σας ειπώ, θα πεθάνω’’κείνος δεν την πίστευε <Φτειάσε πρώτα την κάσα’’ του λέει : <έτσι κι έτσι, δεν τον αγάπαγα, τον λυπήθηκα> Ω; που ναν τα ειπή, ναν τα καλοειπή, άνοιξε το στόμα, βγήκε η ψυχούλα της. Βάργε το κεφάλι του στερνά ο άντρας της, αλλά πάει, το πουλί πέταξε.
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια γυναίκα έκοβε βαμπάκι Τρίτη βράδι, ξημερώνοντα η Τετάρτη και πάει μια άλλη και της φωνάζει, άς πούμε <Κυρά Γιώργαινα''κι αυτή της απηλοήθη και της λέει ''όρσε''-''όρνια και σκυλιά να σε φάνε'', κεινής λέοντας, λέει αυτή. Βγαίνει η γυναίκα όξω, κοιτάει ποια είναι, της φάνηκε η φωνή μιας συνυφάδας της, αλλά ήταν αέρας αυτή ήταν η Τετάρτη. Τότες η γυναίκα γύρισε μες στο σπίτι της κι'αποκοιμήθη. Είχε μια κοφίνα γεμάτη βαμπάκι που τόκοψε απο βραδίς και σηκώθη το πρωί και το βρήκα τ'αποκαίδια του και κοπανιόταν και δεν της βάσταγε άλλη Τετάρτη να κάμη τίποτα. (οι μύθοι για τις Τετάρτες είναι πολλοί)
Χρονολόγηση
1941
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Παλιά που ήταν αθώος ο κόσμος κι ο ουρανός πιο κοντά στη γής, όσα παραμύθια λένε ήτανε σωστά. Και τώρα γώ θα σου μολοήσω ένα για της Τετάρτης το βίος : Δυο-τρείς γυναίκες καθόντανε τα βράδια και γνέθανε παίρνει κ’ η Τετάρτη τη ρόκα της, πάει και γνέθει κι αυτή μαζί. Εκείνες δεν τη γνωρίσανε, γιατί έμοιαζε με κάποια γειτίνισσα και την πήρανε για κείνη. Κάθησε λίγια ώρα, την κοιτάνε, σηκώνεται, βγάνει τα παπούτσια και τη ρόκα της και κατούρησε χάμου στο σπίτι. Από τις γυναίκες που νυχτερεύανε μια είχε αντίληψη για τις Τετάρτες και καταλαβε πως θα γενή κακό το είπε και στις άλλες και το καταλάβανε και τα πετάξανε όλα όξω από το σπίτι, σκάψανε και χώσανε και το κάτουρο. Εκείνη, η Τετάρτη πήγε στο νεκροταφείο κι έβγαλε ένα φρεσκοπεθαμένο κι αυτόν τον έβγαλε, για να φέρη να τις ταιση που γνέθανε την Τετάρτη. Λοιπόμ οι γυναίκες τα είχανε πετάξει τα πράματά της κ’ήρθε αυτή και μιλάει :- Τόκα, ρόκα, άνοιξε μου- Είμαι όξω πεταμένη –παπούτσια, ανοίχτε μου-είμαστ’ όξω πεταμένα- Κάτουρο, άνοιξε μου-είμαι μέσ’στη γής χωμένο. Άει, καημένες μου, είπε τότες η Τετάρτη, μου τη φτιάσατε και τους άφηκε στη πόρτα τον πεθαμένο στηλωμένονε και μαρμακωμένο. Γι αυτό δε γνέθανε άλλοτες τις Τετάρτες τις φυλάγανε, γιατί παθαίναμε κακοί αλλά τράβηξε κι ο θεός χέι, είδε κι απόειδε και δουλεύουμε.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στα παλιά χρόνια που συνακουγόμαστε, κουβεντιάζαμε μαθές με το Θεό, ο Θεός τότενες ήτανε χαμηλά κι όλα ήτανε καλά, έπειτα ωργίστηκε με τα έργατά μας και ανέβηκε ψηλά και δεν μας ακούει πια. Στα μικρά μας χρόνια όμως ήτανε αλήθεια τόσο χαμηλά, που τον έφτασε το βόιδι και τον έγλειψε και το ευκήθηκε ο θεός το βόιδι, μια ώρα να τρώη κι έπειτα να πυρώνεται, ενώ τα’άλογο τρώει τρώει και δεν τλώνεται. Τότενες λοιπόν ήτανε συνακοή και ζούσανε και οι Νεράιδες και χορεύανε και λέγανε:Νάηξεραν οι μαννούλες τους να βάναν των παιδιών τους λίβανο και πήγανο κι έν’άλλο πραματάκι. Αυτό το άλλο πραματάκι οι άντρωποι δεν μπορούσανε να το βρούνε, ποιο νοούσανε οι Νεράιδες. Δοκιμάζανε τόνα, δοκιμάζανε τ’άλλο, ως που το βρήκανε, γιάνανε από μια αρρώστια. Αυτό ήτανε η Τραγουλιά. Η Τραγουλιά αυτή είναι ξυλάκι κομμένο από ένα χαμόκλαρο, αυτό δεν το πίνουνε, για φυλαχτό τόχουνε, μαζί με λίβανο και πήγανο, όπως μολογάγανε οι Νεράιδες.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στα παλιά χρόνια που συνακουγόμαστε, κουβεντιάζαμε μαθές με το Θεό, ο Θεός τότενες ήτανε χαμηλά κι όλα ήτανε καλά, έπειτα ωργίστηκε με τα έργατά μας και ανέβηκε ψηλά και δεν μας ακούει πια. Στα μικρά μας χρόνια όμως ήτανε αλήθεια τόσο χαμηλά, που τον έφτασε το βόιδι και τον έγλειψε και το ευκήθηκε ο θεός το βόιδι, μια ώρα να τρώη κι έπειτα να πυρώνεται, ενώ τα’άλογο τρώει τρώει και δεν τλώνεται. Τότενες λοιπόν ήτανε συνακοή και ζούσανε και οι Νεράιδες και χορεύανε και λέγανε:Νάηξεραν οι μαννούλες τους να βάναν των παιδιών τους λίβανο και πήγανο κι έν’άλλο πραματάκι. Αυτό το άλλο πραματάκι οι άντρωποι δεν μπορούσανε να το βρούνε, ποιο νοούσανε οι Νεράιδες. Δοκιμάζανε τόνα, δοκιμάζανε τ’άλλο, ως που το βρήκανε, γιάνανε από μια αρρώστια. Αυτό ήτανε η Τραγουλιά. Η Τραγουλιά αυτή είναι ξυλάκι κομμένο από ένα χαμόκλαρο, αυτό δεν το πίνουνε, για φυλαχτό τόχουνε, μαζί με λίβανο και πήγανο, όπως μολογάγανε οι Νεράιδες.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ξέρουνε τα ζωντόβολα θαμάσια πράματα. Μούγκριζε το βόδι ενού κι έκλαιγε :σκοτώθηκε το παιδί του στον πόλεμο. Τα βόιδια έναι τα πιο καλά. Αφρουγκάσου να ιδής. Σ’ένα χωριό σπέρνανε σήμερα, την ταχονή ήτανε κιόλας ρφυτρωμένα. Του παπά μονάχα δε φύτρωνε. Πέρνασε η ναι αυγή, πέρνασε η γι-άλλη, τίποτα. Περνάγανε οι γι-άλλο ζευγολάτες, τηράγανε, το γέννημα αφύτρογο. –Ρε τι κάνεις, λένε στον ψυχογιά του παπά, το γέννημα που πάς στο χωράφι; -Το σπέρνω, τους λέει εκείνος. –Άμ που δεν έναι φυτρωμένο; -Άμ πότε κιόλα να φυτρώση; Εγώ χτές το ‘σπειρα. –Άμ πόσο κάνει στο χωριό σου; -Σαράντα ημέρες. –Σαράντα ημέρες; Τους πατέρες τι τους κάνουτε ρέ; Του λένε. –Ποιους πατέρες; -Τα βόιδα. Τι τους κάνουτε άμα γερνάνε; -Τα σφάζουνε και τα τρώμε. Γυρίζει τότε ο παπάς: -Πόσο κάνει ο κόπος σου τούτες τις ημέρες που είσαι στη δούλεψή μου; -Τόσο. Τον λογάριασε, τον πλήρωσε και τον έδιωξε. ‘’Ακούς, τους πατέρες που μας ανασταίνουνε, κάνουνε το ζευγάρι και παίρνεις εσύ οκάδες το σιτάρι και τρώς και ζής εσύ και τα παιδιά σου και σύ να τους τρώς; Στον τόπο εκείνον, άμα γερνάγανε τα βόιδα και πεθαίνανε, τα θάφτανε…
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ενού φτωχού του πεθαίνανε τα παιδιά ρε δεν έχω ψυχή καλή!Είχ’ένα παιδί αβάφτηγο, το πήρε και πάαινε να βρή δίκιον άντρωπο ναν το βαφτίση. Τον απάντησε ο Χριστός <που το πάς το παιδί;’’- ‘’Το πάου να βρώ δίκιον άντρωπο, ναν το βαφτίση’’ ‘’Ναν το δείνης εμένα’’-ποιος είσαι σύ; - ‘’ο Χριστός’’- ‘’Δε στο δίνω, γιατί κάνεις πλούσιους και φτωχούς’’. Το πήρε, πάει παραπέρα, απαντάει το Χάρο <Γεία σου>, <καλώς τονε’’, ‘’που το πάς το παιδί;’’ ‘’Να βρώ δίκιον άντρωπο, να το βαφτίση’’ – ‘’Να το δώκης εμένα’’-‘’ποιος είσαι εσύ;’’ – ‘’ο χάρος’’ – Να στο δώκω, γιατί συ δε ντρέπεσαι, πλούσιους και φτωχούς ένα τους έχεις’’ Τον πήρε κοντά τον Χάρο, πάει σπίτι του. Λέει στη γυναίκα του : ‘’Γυναίκα, βρήκα κουμπάρο δίκιο’’-‘’Αλήθεια, μ=νοικοκύρη; Ποιόνε;’’ Το χάρο’’-κακό που μούκαμες, κείνος άμα το βαφτίση το παιδί θα τον πάρη’’, -Δεν το παίρνει, παρα συ να τον καρτερέσης με μπίστη, γιατί, ότι να κάνεις, το καταλαβαίνει’’. Το βάφτισε ο Χάρος το παιδί. Τον καλοκαρτερέσανε με πίττες, αρνιά, γιαργούτες, χίλια καλούδια. Κέι που τον ξεβγάνανε, λέει ο Χάρος :<έ, κουμπάρε, έρχεσαι και συ να ιδής το δικό μου σπίτι;-‘’Αχά’’, λέει ο πατέρας ‘’μετά χαράς σου, κουμπάρε μου’’. Αφήκανε γεια της κουμπάρας και φύγανε. Όταν φτάσανε στου Χάρου το σπίτι, τούδειξε όλες τις κάμαρες, ‘ξου μία. ‘’Δείχτη μου και κείνη κουμπάρε’’- ‘’Δεν κάνει’’. Πίμενε ο κουμπάρος και του ανοίγει ο Χάρος και κείνη την κάμερα. Τι να ιδή! Κεί μέσα καιγόντανε κεριά, άλλα μπόι, άλλα πιθαμή, άλλο κόντενε να σβητή’’Να μου ειπής ποιο είναι το δικό μου’’. Τούδειξε ο Χάρος το δικό του, κόντευε να σωθή. ‘’Άμ’, εγώ κοντεύω να πεθάνω!...<Τι να σου κάμω;- ‘’Έ κάνε μου, να μου στείλης είδηση δέκα ημέρες μπροστά. –Θα σου στείλω’’. Σε δέκα ημέρες χάπ!μπροστά του ο Χάρος ‘’Τοιμάσου’’του λέει. <Βρε κουμπάρε, δε σούπα να μου στείλης χαμπέρι δέκα ημέρες μπροστήτερα;’’- ‘’Σούστειλα’’ –‘’πότε’’-‘’Τον καιρό που σκόνταψες κατάκαλα, παραγγελιά ήτανε κείνη’’-‘’Καλά, να βγής, κάνε μου, λιγούλι όξω να ορμηνέψω τη γυναίκα μου πως θα πορευτή’’Βγήκε όξω ο Χάρος. ‘’Γυναίκα, κρύψε με στην κασέλα’’. Κρύφτηκε στην κασέλα, κάθεται κ η γυναίκα του απάνου. Κείνος όμως, ο Χάρος, τον εμύρισε με το λουλούδι και τον πήρε. Καρτέρεσε, καρτέρεσε η γυναίκα, βγαίνει κανιά βολά, αγναντεύει ‘’Σήκω, νοικοκύρη, έφυγ’ ο κουμπάρος’’ανοίγει, πεθαμένος! Έβαλε τις φωνές, μα δεν κάνει να βλαστημάμε το Χάρο και να λέμε <ανάθεμα το Χάρο’’γιατί έρχεται απόφαση.
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια στο χωριό, όπως τώρα καλή ώρα θάρθη το σπαρτό, αυτή επήγε ν’αχερίση τζ ζουντόβολά της, τα’αχέρισε και πήγε για νερό στη βρύση. Ήτανε νύχτα και κεί που πήγε ήταν έξω απ’το χωριό στη βρύση πόφτασε, της παρησιάζεται ένα βόιδι κι’ έμοιαζε με το δικό της, που τούβαλε άχερο και τ’άφησε στ’αχούρι. Επήρε νερό και μόλις είδε το βόιδι, βγάζει τη ζώστρα της-γιατί παλαιικά οι γριές φορήγανε κόκκινες ζώστρες κι έδεσε το βόιδι, νόμισε πως ήταν δικό της. Το τράβαγε κεί που πήγαινε και κείνη, μα μόλις πλησίασε στο χωριό, αυτό δεν ήτανε βόιδι, ήταν στοιχειό ελύθηκε κι εχάθηκε και πήγαινε σούρνοντα αποπίσω η ζώστρα. Ετότε εκείνη κατάλαβε, ότι αυτό δεν ήταν το βόιδί της, κάτι άλλο θα ήταν k’είπε : ‘θα πάω στο σπίτι να ιδώ, θα βρώ το βόιδι ; μην εβγήτε’’ πήγε στο σπίτι και βρήκ’ εκεί το βόιδ’ πως κι αυτό το άλλο ήτανε στοιχειό και μόλις ζύγωσε το χωριό εχάθη.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στοιχειό του σπιτιού λένε το φίδι, το σπιτόφιδο, κι άμα το σκοτώση άνθρωπος, χάνεται ο νοικοκύρης, πεθαίνει γι αυτό δεν πρέπει να το χαλάμε το σπιτόφιδο.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Τα σμερδάκια έναι αληθινά. Εγώ τα είδα με τα μάτια μου. Έκαν’ένας χειμώνας βαρύς και φύγαν ούλοι, εγώ όμως δεν τάδιωξα τα πρόβατα, τα κράτησα εδεπά στο Μιανιάκι. Και μια νύχτα χούνη έκατσα και τάκουσα το σμερδάκι, πούφευγε απ’τη βαθειά χούνη σκούζοντα πέρασε στο Κοντβούνι και σκαπέτηκε στο Κοντογόνι. Ήγλεπα ναι φωτιά λαμπάδα κι άκουγα ουά-ουά! Βαθειά χούνη είναι, καθώς πααίνουμε στη Βελανιδιά στο Διάσελλο και κυλάμε από κείθε για το χωριό. Εκεί είναι η βαθειά χούνη κι’ απόκει ένα σμερδάκι σκούζοντα και πιλαλεί. (Σμερδάκια λένε εδώ τα παιδιά ‘’τα μπαρακόπλα’’, τα έκκλεψεψιγαμίας που τα πετάν οι μάννες κρυφά κι αβάφτιστα. Ο Πολίτης (παραδ. 587) αναφέρει ότι έτσι γίνονται οι ψυχές των Τούρκων, που όταν πεθαίνουν, γίνονται σκυλιά κ.λ.π.)
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ρε παιδιά, με σταύρωσε το στοιχειό της βρύσης, λέμε. Μέσ' στις βρύσες έναι κρούσμξατα, νεράιδες, παπάδες, τραγιά, απ'ούλα προσοχή θέλει, που μαλώνουν λέει η μια : αι σαπέρα στοιχειό της βρύσης.
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Του αγά η γυναίκα έστειλε τον Αράπη από τη Ντροπολιτσά στου Βελή, στου Χατζή παρέδω και τον έστειλε να πάη τα σκουτιά του, ν’ αλλάξη το Σάββατο, Κυριακή ξημερώνοντα. Έφυγε ο Αράπης. Ξέρω πως έψαχνε τ΄άλλα σκουτιά, βρίσκει κει το σώβρακο τώρα; Τίνει τα μάγια, γυρίζει την ανέμη, κυττάει, κόντευε να σώση. «Γύρισ’ ανέμη, γύρισε βράκα, γύρισ’ αράπη από τη στράτα». Ο Αράπης κόντευε να σώση στο Βελή, απόξω στην πόρτα, που λέει ο λόγος, ήταν φτασμένος, που σταματάει το μουλάρι «Τε χάϊντε, ρε μπρος!» τίποτα το μουλάρι, γύρισε το πισάγναρο κείνο κι έφτασε στη Ντροπολιτσά. Βγάνει η Αγάδενα το σώβρακο, το δίνει στον Αράπη «Χάϊντε πίσω» του λέει «Δε θα πάη κυρά; Το μουλάρι» - «Θα πάη τώρα» του λέει εκείνη και πήγε. Τα μάγια γυρίζουνε και το ποτάμι.
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στο Κεφαλόβρυσο, κει κάτου στα χωράφια μας έναι κεφαλόβρυσο, αγκαλά το είδες και του λόγου σου που διάκαμε μαζί, κει βγαίνει νερό. Διάκε ένας το βράδι, για να πάρη νερό και βρήκε έναν παπά και διαβάζε με το χαρτί. Φοβήθηκε, διάκε σπίτι του, το λέει. Του λέει ο αδερφος του: ψέματα λές. – όχι – εγώ θα πάου να ιδώ – Θα πας, αλλά θα πας την ώρα που πήγα κι εγώ – Ναι την ώρα. Και πήγε και κείνος την ώρα κ είδε ένα τραΐ μεγάλο κι εκρεμόνταν τα γένεια του δω κάτου και γύρισε κ είπε: Αλήθεια, αδερφέ μου, είδα κι εγώ ένα τραΐ: - Δεν σου το είπα εγώ; Αυτό ήτανε, λέει ο Διάβολος.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ήταν ένας τσοπάνης, που είχε διακόσα γίδια, τα κόλλαε στο ψηλό ψηλό τσουρούμι και βοσκάγανε. Τρώγανε ‘σαπάνω κλαράκια, σφεκτάμια και διάφορα άλλα κλαρικά. Έπειτα τ’ απομεσήμερο πήδησε ο τσοπάνης να τα μαζέψη, να τα ποτίση να τα ποτίση νερό κάτου στο κρυόρεμα. Έβλεπε πως όλα πίνανε, το τραΐ δεν έπινε. Από τις πολλές, θα φυλάξω, είπε ο τσοπάνης, να ιδώ που θα πάη να πιη νερό. Εγύρισε απάνου από το κρυόρεμα βόσκοντας κι έλεγε: να ιδώ που θα πάη! Εδώ κι εκεί, εδώ κι εκεί ισαπάνου στο τσουρουμάκι που βόσκανε, χούπ το βλέπει και βγαίνει από κάτι κοτρώνια, τα γένεια του βρεμένα «έντονε, λέει, τον έπιασα το φίλο!» Πάει λοιπόν κοντά και τι να ιδή! Νερό να βγάν’ η πέτρα. Το ντελάλησε λοιπόν τ’ αμολόητο πράμα, νάναι πηγάδι μέσ’ στο κοτρώνι κι από το τραΐ έμεινε «τραγοπήγαδο». Το νερό του δε φαίνεται πολύ κι όμως ζεξιές εργατιές όλο το καλοκαίρι, καμίνια, όλοι απόκει παίρνουν νερό και το νερό δε σώνεται!»
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Έκαμε κ' η ψεἰρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ούλλα τα ξύλα έχουν τον καπινό τους
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Του πνιγήκανε τα καράβια
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Τα άσπρα πάνε κι' έρχονται κ' η κακαειδή μεινέσκει
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όπου καλά καθότανε, το μπελά του γύρευε
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Εγώ αν πεθάνω από βραδιού, ποτές μην ξημερώση
Χρονολόγηση
1944
Τύπος τεκμηρίου
Παροιμία
Δημιουργός
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τόπος
Μανιάκι
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×