Toggle navigation
Αρχική σελίδα
Αναζήτηση τεκμηρίων
Πλοήγηση
Πρόσωπα
Τύποι τεκμηρίων
Θέματα
Ιστορικές περίοδοι
Τόποι
Χάρτης
Φορείς
Συλλογές
Θεματικές εκθέσεις
Προσωπογραφίες
Διαλειτουργικότητα
Σχετικά
Το
SearchCulture
.gr
Εκδόσεις - Δημοσιεύσεις
Ενημερωτικό Δελτίο
Οδηγίες για αναζήτηση & πλοήγηση
Σημασιολογικός εμπλουτισμός μεταδεδομένων
Για φορείς
Ένταξη συλλογών
Προδιαγραφές ένταξης
Εκδήλωση ενδιαφέροντος
Διάθεση περιεχομένου στη Europeana
Επικοινωνία
ΕΛ
•
EN
Αρχική σελίδα
Τόποι
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Κρήτης ▶ Νομός Λασιθίου
Λατσίδα
Ανακαλύψτε
110 τεκμήρια
που σχετίζονται με αυτήν την τοποθεσία
Αναζήτηση
Περισσότερα κριτήρια αναζήτησης
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Φίλτρα αποτελεσμάτων
Καθαρισμός
Θέμα
Πολιτισμός (κουλτούρα)
(110)
Πολιτιστική πολιτική και σχεδιασμός
(110)
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(110)
Λαϊκή παράδοση
(110)
Προφορική παράδοση
(110)
Τύπος τεκμηρίου
Άυλη πολιτιστική κληρονομιά
(110)
Λαϊκή Παράδοση
(63)
Παροιμία
(47)
Τόπος
Ευρώπη
(110)
Europe
Βαλκανική χερσόνησος
(110)
Balkan Peninsula | Βαλκάνια
Ευρώπη
Ελλάδα
(110)
Greece | Ελλάς | Hellenic Republic
Μεσόγειος ▶ Ανατολική Μεσόγειος
Αιγαίο Πέλαγος
(110)
Aegean Sea
Μεσόγειος ▶ Ανατολική Μεσόγειος ▶ Αιγαίο Πέλαγος ▶ Νησιά Αιγαίου
Κρήτη
(110)
Crete
Ευρώπη ▶ Ελλάδα
Περιφέρεια Κρήτης
(110)
Crete District | Crete
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Κρήτης
Νομός Λασιθίου
(110)
Lasithi | Λασίθι
Ευρώπη ▶ Ελλάδα ▶ Περιφέρεια Κρήτης ▶ Νομός Λασιθίου
Λατσίδα
(110)
Latsida | Λατσίδα, Νομός Λασιθίου | Latsida, Lasithi | Λατσίδα Λασιθίου
Μεσόγειος
(110)
Mediterranean Sea
Χρονολόγηση
1900 - 1949
(109)
Ιστορική περίοδος
Νεότερη Ελλάδα
(109)
Μεσοπόλεμος
(109)
Φορέας / συλλογή
Ακαδημία Αθηνών
(110)
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
(110)
Europeana τύπος
Κείμενο/PDF
(110)
Άδεια χρήσης αρχείου
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(110)
Γλώσσα
Ελληνική γλώσσα
(110)
1 - 30 από 110 τεκμήρια
Χάρτης
Πλέγμα
Ταξινόμηση
Σχετικότητα με κριτήρια
Άυξουσα χρονολογία
Φθίνουσα χρονολογία
Ο Μέγας Κωσταντίνος ήτονε λουβιάρης κι ότι γιατρικά γκιάν ήκανε δεν εμπόριενε να γιάνη. Μιαν κοπανιά του ’πανε οι γιατροί να βρη σαράντα κοπέλια να τα σφάξη, να λουστή και με το αίμα ντους . Οι μανάδες των κοπελιώ επήγανε απόξω από το παλάτι ντου κι εκλαίγανε κι εφωνιάζανε να λυπηθή τα παιδιά ντους. Ο Κωσταντίνος ήκουσε τσι φωνές κι ερώτηξε ίντα τρέχει; ποιος είναι απού φωνιάζει; Και του λένε: Είναι οι μανάδες των κοπελιώ που δα σφάξωμε. - Να μην τα σφάξετε! Παρά να χαθούνε σαράντα, ας χαθώ εγώ. Κι αφήνει τα κοπέλια και μισεύγουνε. Ως εκειονά τον καιρό ο Κωσταντίνος ήτονε ειδωλολάτρης κι εκυνήγανε τσι χριστιανούς και πολλοί εχώνουντανέ να μην τζι βρη. Μα σαν είδε δα ο θεός πως εφέρθηκε καλά στα παιδιά και δεν τάσφαξε τον ελυπήθηκε και πέμπει έναν άγγελο στο όνειρο ντου και του λέει: «Ο Πατριάρχης ο Σίλβεστρος, που κυνηγάς, χώνεται στον τάδε σπήλιο, μόνο να πας να τόνε βρης κι αυτός δα σου πη ίντα δα κάνης». Την ίδια βραδιά επήγεν ο άγγελος και στον πατριάρχη το Σίλβεστρο και του ’πε πως δα πάνε στρατιώτες του Κωσταντίνου να τόνε γυρεύγουνε, μόνο να μη χωστή. Σηκώνεται κιόλας την ταχινή ο Κωσταντίνος και καλεί τσι στρατιώτες του και τώσε λέει: «Στον τάδε σπηλιό χώνεται ο Σίλβεστρος ο πατριάρχης, μόνο να πάτε να μου τόνε φέρετε. Πάνε οι στρατιώτες κι εφωνιάζανε: «Σίλβεστρε, Σίλβεστρε!». Ακούει τσις αυτός και παρουσιάζεται. Λέσιν του αυτοί: - Ήπεψε μας ο Κωσταντίνος να σε πάρωμε να σε πάμε στο παλάτι ντου. Εκλούθαν ντους ο Σίλβεστρος και πάνε στο παλάτι. Ο Κωσταντίνος του λέει: «Είδα όνειρο πως εσύ δα με γιατρέψης». – «Ναι! μπορεί να σε γιατρέψω, μα δα κάνης μιαν εβδομάδα ελεημοσύνη. Να καλέσης τσι φτωχούς του τόπου και να τώσε μοιράζης ρούχα, φαγιά, λεφτά, για να σε γιατρέψω». Κάνει το κιόλας ετσά ο Κωσταντίνος. Εκάλεσε τσι φτωχούς του τόπου και τους εμοίρασε ότι μπόριενε. Στην εβδομάδα απάνω πάει ο Σίλβεστρος και τόνε βαφτίζει και πομένει η λέπρα στην κολυμπήθρα και καθαρίζει το σώμα του. Ετσά γίνηκεν ο Κωσταντίνος χριστιανός
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στα 66 οι Τούρκοι κατεβήκανε από τα Σφακιά για να κάψουνε όλη τη γιαλιά. Οι κάτοικοι εφεύγανε και δεν έμεινε κανείς στο χωριό. Έφυγαν κι οι κάτοικοι του Ασωμάτου. Μόνον ένας φαμέγιος δεν επρόφτασε να φύγη ως πήρε κατά τη ρίζα. Μια στιγμή βλέπει τους Τούρκους εκεί που ‘ρχονταν και γυρίζουν οπίσω συγχυσμένοι και τους εζύγωνεν ένας ψαροκαβαλλάρης. Έτσι σώθηκεν ο Ασώματος. Ζύγωνεν = κυνηγούσε
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά οι Καλυμνιώτες εκάθουντανε στην ακρογιαλιά μ’ ένα Τούρκο κι επαινούσανε τον αρχάγγελο ντους. «Εμάς ο αρχάγγελος μας είναι θαματουργός, εμάς ο αρχάγγελος μας είναι θαματουργός». Και τόσα κι άλλα τόσα. Ακούει τους ο αγάς και δεν μιλεί. Στην υστεργιά τώσε λέει : «Σαν είναι, μωρέ, εσάς ο αρχάγγελος σας ετσά θαματουργός, δα τον πέψω δέκα λίρες κι άνεν πάνε δα το πιστέψω κι εγώ πως είναι θαματουργός». Βγάνει ο αγάς δέκα λίρες, βάνει τοις σ’ έναν κουτάκι, γράφει κι ένα γραμματάκι, βάνει το μέσα στο κουτί κι απόι ρίχνει το κουτί στη θάλασσα. Κάθουνε αυτοί στην ακρογιαλιά και θωρούνε το κουτί και ντρετώνει για τον αρχάγγελο. Θωρούν το και ποκωλώνει και χάνεται. Ερχίξανε αυτοί πάλι την κουβέντα κι εξεγνοίασανε. Μιαν κοπανιά έκενά που καθόντανε θωρούνε πάλι το κουτί κι εγιάγερνε οπίσω κι έρχεται κι αρράσει ομπρός στα πόδια ντους. Πιάνουν το κι ανοίγουν το και βρίσκουνε μέσα ένα γραμματάκι. Διαβάζουν το και τως ήλεγε : «Επήραμε το δώρον σου, αγαδικο, και σ’ ευχαριστούμε. Ο Θεός να σου τα πληθαίνει.» Επήρανε οι καλόγεροι τσι λίρες κι γράψανε κεινονά το γραμματάκι και το γιαγείρανε οπίσω. Ο αγάς, να το δη εξετάσθηκε και τώσε λέει ντελόγο : «Και εγώ Χρισθιανός και τα παιδιά μου και τα ΄γγόνια μου». Και βαφτίζονται κιόλας όλοι και γίνουνται Χριστιανοί
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σ’ ένα από τα νησά στα Δωδεκάνησα, στην Κάλυμνο θαρρώ είναι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ο Παλερημίτης. Εκεία ‘τονε μίαν κολόνα που ‘γραφε στο επάνω μέρος : «Όποιος με χτυπήση στην κεφαλή δα’ βρή βίος πολύ». Επηγαίνανε αρχαιολόγοι, επηγαίνανε οι καλόγεροι, επηγαίνανε πολλοί, έχτυπούσανε την κολόνα στην κορφή, μα δεν ευρίσκανε πράμα. Μια ταχινή πάει το βοσκάκι του μοναστηριού και θωρεί που ήπεφτε η γι- άκρη τσ’ ασκιανιάδας της κολόνας. Πάει και σκάφτει εκενά και βρίσκει μια σίγλα γεμάτη φλουριά σκεπασμένα με μια πλάκα από πάνω. Γιαγέρνει στο μοναστήρι ντελόγο, βρίσκει το γούμενο και λέει του το. «Ετσέ και ετσέ κι εύρηκα ‘γώ το βιός που γράφει η κολόνα». Δίδει του ο γούμενος έναν καλόγερο και πάνε να τα πάρουνε. Παίρνει ο καλόγερος τη σίγλα βάνει τη στη βάρκα του κι απόι δένει στο λαιμό του βοσκάκι την πλάκα και ρίχνει το στη θάλασσα. Το βοσκάκι επρόφταξε κι είπε : «Μιχαήλ αρχάγγελε, βοήθει μοι». Πάει ο καλόγερος στο μοναστήρι και ρωτούσιν τόνε «Μπρέ πού είναι τα φλουριά; Μπρέ δεν τ’ αφήνεις το διαολομπάσταρδο κι αυτό με ‘παίξε; Ήδωκα του κι εγώ ‘ναι μπάτσο κι εσκώθηκε κι εμίσεψε». Επιστέψασιν τον το οι καλογέροι, και παίρνει κι αυτός ύστερα τα φλουριά και πάει και χώνει τα. Την ταχινή, νύχτιν πά νύχτιν πά, σκώνεται, ο καντηλανάφτης και πάει στην εκκλησά ν’ άψη τα καντήλια κι ακούει μέσα τούρτουρο. Γιαγέρνει τα μπρός οπίσω και πάει στο γούμενο και λέει του το. «Πάτερ ηγούμενε να ρθής να δής ίντα ‘ναι μέσα στην εκκλησά και τουρτουρίζει, γιατί εγώ δεν μπάινω μέσα. Επήγα ν’ άψω τα καντήλια κι ήκουσα τούρτουρο». Πάει ο γούμενος και μπάινει στην εκκλησά και θωρεί το βοσκάκι στο ιερό βουρίδι και με την πλάκα στο λαιμό. «Ίντα ‘ναι μωρέ, αυτανέ τα χάλια απού ‘χεις;» «Ο καλόγερος μου ‘δεσε την πλάκα στο λαιμό και με ‘ριξέ στη θάλασσα, μα ο Αρχάγγελος δε με ΄φηκε να πνιγώ, μόνο με ‘βγαλε». Καλεί ο γούμενος ντελόγο τον καλόγερο και του το λέει : «Ίντα ‘ναι, μωρέ, τούτανε, απού ‘καμες του κοπελιού; Όξω απού το μοναστήρι».Παίρνουσιν τα τα φλουριά και βγάνουν τονε όξω κι απόι κάνουνε καλόγερο το βοσκάκι. Μπρός οπίσω = αμέσως, βουρίδι = κάθυγρο
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ήτονε ένας καραβοκύρης κι είχενε στο σπίτι ντου απόξω τον άγιο Νικόλα. Κάθα που ’θελα να πάη στο ταξείδι, ήμπαινε στον άγιο Νικόλα, ήκανε το σταυρό ντου κι επροσκύνανε. Μια φορά εκειά που ’σανε μεσοπέλαγα τσ’ ήπιασε μια φουρτούνα που εσυχωρεθήκανε. Γλακούνε οι ναύτες απάνω κάτω μαζώνουνε τα πανιά, ανεμαζώνουνε τα σκοινιά κι ότι άλλο ήτονε στη μέση. Εκειά που ’νεμαζώνανε τα σκοινιά δε γατέχω πως το κάμανε και μπερδένει ένα σκοινί στα πόδια του καραβοκύρη, φούντα τονε στη θάλασσα. Κι εδά! Δεν επρόφταξε μόνο να πη: «Άγιε Νικόλα, βούηθα μου!» και τα ’χασε. Πάει αργά η γυναίκα ντου να θέση στο γιατάκι τζης και βρίσκει τονε μέσα στα ρούχα ολόγρο κι ετουρτούριζε. «Μπρε πώς ευρέθηκες επαδά;».Δεν εκάτεχε μουδ’ αυτός να πη. (φούντα τονε = να τονε μέσα, έπεσε).
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ’τονε σκλαβάκι σ’ ενούς Τούρκου το σπίτι ένα χριστιανάκι. Μιαν αργατινή, το σπερνό τ’ αγιού Νικήτα εβάστανε το μπρίκι στη χέρα ντου κι ήγερνε του Τούρκου κι επλύνουντονέ. Το κοπέλι ενεστέναξε βαθειά και το ’κουσε ο Τούρκος και λέει του: - Ίντά ’χεις μωρέ κι ανεστενάζεις; - Ίντα να μην έχω, αφεντικό; Απόψε γίνεται κι εμάς στο σπίτι μας μεγάλο πανηγύρι που εορτάζει ο πατέρας μου του Άγιο Νικήτα. Τότεσά του λέει ο Τούρκος: - «Αν έχη χάρη ο σταυρός και δόξα ο Νικήτας απόψε δα βρεθής κι εσύ στο σπίτι του κυρού σου». Και μιαν κοπανιά χάνεται από τα μάθια ντου ομπρός και βρίσκεται στο σπίτι του κυρού ντου με το μπρίκι στη χέρα. («Αν έχη χάρη ο σταυρός και δόξα ο Νικήτας απόψε δα βρεθής κι εσύ στο σπίτι του κυρού σου» = Σε άλλη παραλλαγή λέει πως το ίδιο το παιδί αναστενάζοντας είπε το: Αν έχη χάρη ο σταυρός κλπ).
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά πήγεν ένας Τούρκος μ’ ένα Τουρκάκι στον άγιο Νικόλα το Κουρταλιώτη. Το Τουρκάκι είδε τα τασίματα και τα περιεργάζεντον και χωρίς να το δη ο Τούρκος παίρνει ένα το χώνει στον κόρφο ντου και φεύγουνε. Δεν είχανε ποπεράσει στην άλλη μπάντα και κατεβαίνουνε τρεις κοράκοι να τους βγάλουν τα μάθια τωνε. Ο Τούρκος το κατάλαβε και του λέει: - Σκύλε, κι ίντα ’καμες; - Δεν έκαμα τίποτε, μόνο πως ευρήκα αυτό το τάσιμο. Και βγάνει και του το δείχνει. Το γυρίζει αμέσως ν’ αφήση το τάσιμο στην εκκλησία, αλλά και πάλι δε μπόρεσε να φύγη παρά κι έκαμε τάσιμο στον άγιο.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ήτονε κι ο άγιος Νικόλαος. Ο ευλοημένος δεν εμπόριενε ν’ ακούη τον Άρειο και σκώνει τη χέρα ντου και του παίζει ένα μπάτσο. Στην Πρώτη Σύνοδο ήτονε κι ο Μέγας Κωσταντίνος κι ήτονε νόμος τότεσά να κόβγουν τη χέρα εκείνου γιά απού ’θελα να μπατσελίση άλλο μπροστά στο βασιλιά. Πιάνουνε ντελόγο τον άγιο Νικόλαο και του βγάνουνε τα ιερατικά ντου και τόνε βάνουνε φυλακή, για να σκωθούνε την ταχινή να του κόψουν τη χέρα ντου. Τη νύχτα κατεβαίνει η Παναγία με το Χριστό κι η Παναγία του ’δωκε τα σταυρωτά που φορεί κι ο Χριστός ένα χρυσό ευαγγέλιο στη χέρα απού ’θελα κόψουνε. Σκώνεται την ταχινή ο Κωσταντίνος και τόνε βρίσκει με το χρυσό ευαγγέλιο στη χέρα και τώσε λέει: «Ποιος μπορεί δα να κόψη τέθοια χέρα;». Μα για να γενή και ότι ’γραφει ο νόμος εκάμανε πηλένιο τον άγιο Νικόλαο και κόψανε τη χέρα ντου απάνω στον πηλό.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μιαν κοπανιά ένας βοσκός ήταξε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη έναν τράγο. Και τούτως ο τράγος εβγήκε περίσσα καλός κι επαραβόλιαζε τα όζα και δεν τα άφηνε ν’ αγγίξουν στα σπαρμίνα. Ο Βοσκός ελυπούντονε να τόνε πάη στον Άη Γιώργη και λέει μιαν ημέρα του παιδιού ντου. Έλα, μωρέ παιδί μου, να πάμε τούντονε τον άλλον τράγο, στον άγιο. Ντα και τουτοσά είναι καλός, σαν και τον άλλο. Να κρατήσωμε τον άλλο απού παραβολιάζει τα όζα. Παίρνουν κιόλας κιόλας τον άλλον τράγο και πάνε τονε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη. Την ταχινή κάμανε τη λειτουργία. Σαν επόλυσεν η εκκλησία εβγήκανε όξω κι ακούει κι ο βοσκός το κουδούνι των όζω ντου. «Μωρέ! Κουδούνι όζω γρικώ κι ίδια πως είναι το κουδούνι των όζω μας» Ξαναγούνε κιόλας και θωρούνε τον τράγο κι ήφερνε τα όζα. Φέρνει τα και μαντρίζει τα όλα στην αυλή τσ’ εκκλησίας. Ο βοσκός χτυπά τότεσά τη βέργα ντου στην αυλή τσ’ εκκλησάς κι λέει : «Σαν είσαι θαυματουργός να βγάλης επαδέ νερό.». Και βγάνει κιόλας νερό ανεβάλλουσα. Αφήνει τότεσα ο βοσκός τον τασιμάρικο τράγο και παίρνει τα όζα ντου και γιαγέρνει οπίσω. “Ά Γιώργη τον Απανωσήφη” = κοινόβιο μοναστήρι στον Ν. Ηρακλείου ο Άγιος Γιώργιος ο Απανωσήφης, “επαραβόλιαζε” = τα πήγαινε στην άκρη στο χωριό κι βόσκουνταν, “Αναβάλλουσα” = Πήδαξ,
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά και έναν καιρό, στο βάχτι των παπούδολαλάδω μας ήπιασε πείνα στο Μεραμπέλλο. Τον καιρό κείονα δεν ήρχουντανε καράβια να φέρνουνε καρπό. Έκουσαν το δύο Τούρκοι απού τα Πεδιαδίτικα κι εσυμφωνήσανε να πάνε να πουλήσουνε καρπό στο Μεραμπέλλο. Εκείνα δεν εγατέχανε το δρόμο, μα εξεκινήσανε απού τη χώρα κι ηρχούντανε. Όντον επερνούσανε στον Πατούχα τσ’ Αρολίθους θωρούνε έναν ψαρόκαβαλλάρη κι ηρχούντονε από πέρα. Αυτοί εκοντοστάθήκανε να τονε ρωτήξουνε από πού πάει ο δρόμος. Κι εκέινος πάλι τσι ρώτηξε : «Μπρέ που πάτε, κουμπάροι; Μπρέ, έτσε κι έτσε κι εμάθαμε πως το Μεραμπέλλο έχουνε έλλειψη από καρπό κι εφορτώσαμε τα χτήματα μας να πάμε να πουλήσωμε, μα δε γατέχομε το δρόμο. Ακλουθάτε μου μένα κι εγώ δά σασε πάω σ’ έναν τόπο να καλοπουλήσετε». Παίρνει τοις ο ψαροκαβαλλάρης κι επηαίνανε κι επηαίνανε και πάει τσι από τη Μιλατό και περνούνε το Φραθιά, κι εκείη στον Κάτω Φραθιά εχάθηκεν από μπρός τους. «Μωρέ κι ίντα δα γενούμε δα; Ίντα γινήκεν αυτός ο άνθρωπος;» Γυρευγούνε απάνω, γυρεύγουνε κάτω, μούδ’ εκούστηκε. Βάνουνε κι αυτοί το διαδρόμι ομπρός τους και τσι βγάνει στο μοναστήρι στα «Ξερά Ξύλα». Ήτονε κι αργά. «Ντά που δα πάμε; Επαδέ δα πομείνωμε;» Πάνε στο μοναστήρι και ξεφορτώνουνε. Οι καλογέροι τσι ποδεχτήκανε και βάνουσι ντους και τρώνε και πίνουνε, βάνουν και των οζώ ντους αγέρα κι απόι εκάτσανε στη κουβέντα. Λένε αυτοί των καλογέρω όλη την ιστορία, πως επάντηξεν ο ψαροκαβαλλάρης, και πως τον εχάσανε απού το δρόμο. Κι ο γούμενος τώσε λέει : «Και θέλετε να τόνε δήτε; Πώς δε θέλουμε!» Παίρνει ο γούμενος το κλειδί και πάει κι ανοίγει την εκκλησά και τώσε δείχνει την εικόνα του άγι’ωργιού και τώσε λέει : «Μπά να ‘ναι τούτοσέ; Βαλάχι μπιλαχί κι ο ίδιος είναι». Αυτοί σαν είδανε, πως ήσανε όλην την ώρα με τον Ά Γιώργη, εφύγανε κι εφήκανε τον καρπό στο μοναστήρι και δεν πήρανε παράδες από τη χαρά ντους. «Βάχτι» = εποχή, «Μεραμπέλλο» = επαρχία Ν. Λασιθίου Κρήτης, «Χώρα» = Ηράκλειο, , «Αρόλοθους» = Τοπωνύμιο κοντά στη Χέρσον. «Μιλατό» = χωριό επ. Μεραμβέλλων «Φραθιά» = μετόχι επ. Μεραμβέλλων, «Ξερά Ξύλα» = κοινόβιο μοναστήρι στην Επ. Μεραμβέλλο
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Σαν εμ’ηνυσεν ο Άγαρος στο Χριστό να πάη στον τόπο ντου και δεν επήγε, ήπεψε δυό τρεις ζγουράφους να κάμουνε τη ζγουραφιά ντου, να του την πάνε. Πάνε οι ζγουράφοι κι αρχίζουνε να ζγουραφίζουνε. Να τόνε ξανάξουνε να τώσε φανή κόκκινος, να τόνι ζγουραφίσουνε. Να γυρίσουνε να τόνε ξαναδούνε να τώσε φανή κίτρινος. Κάθα φορά απού ΄θελα να γυρίσουνε να τόνε δούνε τως εφαίνουντονέ να αλλιώτικος και δεν εμπορούσανε να τόνε ζγουραφίσουνε. Τότεσα τώσε λέει: Δότε μου, έναν άσπρο πανί»! Δίδουσιν του το πανί και σφουγγίζεται και πομένει η ζγουραφιά ντου απάνω στο πανί. Δίδει τους το και παίρνουν το πανί το πάνε στον Άγαρο κι από κειά βγήκανε οι εικόνες του Χριστού.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Οντόν ήτονε αβαρεμένη η Παναγία ήπλεκε την αγία ζώνη και την εζώστηκε σαν εγέννησε. Κι οντόν επόθανε η Παναγία επήγανε όλοι οι Αποστόλοι, μόνο ο Θωμάς δεν ήτυχε στον θάνατό τζης. Σαν την ήπηρε τ’ ανέφαλο και την επήγαινε στον ουρανό τση πάντηξεν ο Θωμάς στο δρόμο κι ήρχιξε και την εμάλωνε και τση ’κανε παράπονα. – «Γιάντα δε μου μήνας κι εμένα να ’ρθω στη θανή σου; Δεν ήτυχα στη θανή του γυιού σου, να μην τύχω και στην εδική σου; Σαν είδε τα παράπονα ντου για να τόνε μερώση βγάνει την αγία ζώνη τζης και του την ήδωκε κι από τότεσά επόμεινεν η γι αγία ζώνη στον κόσμο. Κι οντόν ήτονε η πανόγλα στην Κρήτη την εφέρανε και εκόπηκε ντελόγο το θανατικό.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Οντόν εγίνηκεν η Πρώτη Σύνοδο ήτονε να πάη κι ο άγιος Σπυρίδωνας. Οι άλλοι δεσποτάδες δεν τον εθέλανε ν’ ακλουθά, γιατί ήτονε αγράμματος κι εφοβούντανε να μην πη κιαμιά κουβέντα αταίριαστη να τσι χαντακώση. Μα αυτός δεν επόμενε. Παίρνει το δούλο ντου, ένα γάιδαρο κι ένα μουλάρι. Αργά εβραδιαστήκανε σ’ ένα χωριό κι εξομείνανε. Την ταχινή σκώθηκε ο άγιος Σπυρίδωνας κι επήε στην εκκλησά να λειτρουήση. Οι άλλοι δεσποτάδες ήσανε σκωμένοι πλια μπρος κι εσφάξανε τσι γαϊδάρους του και του πήρανε και τσι ψαλτάδες να μην έχη να του συλλειτρουήσουνε. Μα ο άγιος Σπυρίδωνας την ήκαμε τη λειτρουγιά ντου, εκατεβήκανε άγγελοι και του συλλειτρουήσανε. Σαν ετελείωσε τη λειτρουγιά εσκώθηκε να πηαίνη. Πάει στο στάβλο, έλα και να δης! Σφαμένα τα οζά ντου. Λέει του δούλου ντου: - «Βάλε του γαϊδάρου την κεφαλή στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο». Κάνει το ο δούλος και ζωντανεύγουν τα οζά. Παίρνει ο άγιος ένα αφτομένο καρβουνάκι και το βάνει στη μέση ντου, καβαλικεύγουνε και μισεύγουνε. Στο δρόμο φτάξανε και τσ’ άλλους δεσποτάδες. Ωστό να τόνε δούνε αυτοί με την κεφαλή του γαϊδάρου στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο, λένε: «Μωρέ πλια καλός είναι τούτος από μας». Πάνε το βράδυ σ’ έναν έρημον τόπο, ξανοίγουνε ν’ άψουνε φωθιά, δε μπορούνε. Σπίρτα δεν είχανε. Τότεσά τώσε λέει ο άγιος Σπυρίδωνας: «Επαέ στη ζώνη μου κρατώ εγώ έναν καρβουνάκι, μόνο πάρετέ το ν’ άψετε τη φωθιά». Θωρούν τονε και βγάνει από τη ζώνη ντου τ’ αφτομένο κάρβουνο. Από τότεσάς κι οπίσω δεν του ξαναμιλήσανε, γιατί είπανε «Πλια καλός είναι αυτός από μας». Πάνε στη σύνοδο κι είχενε ο Άρειος έναν έλληνα κι εμίλιενε, απού δεν εμπόριενε κιανείς να του δώση απόκριση και λέει του ο άγιος Σπυρίδωνας: «Ανέν τα λες αλήθεια όσα λες ν’ ανοίξη το στόμα σου να τρέχη κι άθρωπος να μην μπορή να σου μιλήση, αλλιώς και τα λες ψόματα να βουβαθής» και βουβαίνεται ντελόγο. Ύστερα τως ήγραψε σ’ ένα χαρτάκι και τους ήλεγε να παρακαλέσουνε να ξαναμιλήση και να γενή κι αυτός ορθόδοξος. Κι ετσά το κάμανε κιόλας. Εμίλησεν ο άθρωπος και γίνηκεν ορθόδοξος. Οντόν εγίνουντονέ πάλι η συζήτηση για την αγία Τριάδα, εκείνος ο ευλοημένος δεν εκάτεχε να μιλήση και πιάνει ένα γαστρί και τώσε λέει: «Εκειονέ το γαστρί δεν είναι ένα; Ξανοίξετε δα πως είναι από τρία πράματα γενομένο» και σφίγγει το γαστρί και πάει κάτω το νερό, απάνω η φωθιά και πομένει και στα χέρια ντου το χώμα. «Ετσά ’ναι κι η – γι - αγία Τριάδα, είναι τρία πρόσωπα μα μια θεότητα.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μιαν κοπανιά επήγε στον άγιο Σπυρίδωνα μια χήρα γυναίκα και του ’πενε, πως δεν είχενε λεφτά να πάρη κριθάρι. Ο άγιος Σπυρίδωνας ήτονε φτωχός και δεν είχενε να τήνε βοηθήση και στενοχωρέθηκε πολύ. Κεινιά την ώρα θωρεί έναν όφη κι εσύρνουντονέ ομπρός του και πιάνει τονε και γίνεται ντελόγο χρυσός και λέει τσης: «Πάρε κειονέ τον όφη, κι άμε τονε αμανέτι στον Οβραίο απού πουλεί το κριθάρι να σου δώση να πας των παιδιώ σου, ίσαμε να βρης τσι παράδες να του τσι πας. Παίρνει η γυναίκα τον όφη και πάει τονε αμανέτι στον Οβραίο και παίρνει το κριθάρι. Σαν ήβρηκε τα λεφτά παίρνει και του τα πάει και ζητά του τ’ αμανέτι. Κι εκείνος ο αφιλότιμος τήνε παίρνει από πίσω. «Όξω μωρή και δε μου ’δωκες εμένα αμανέτι». Μισεύγει η νοικοκερά και δεν ήτονε ποπορισμένη στην πόρτα τζης κι ακούει ο Οβραίος κι εχτύπανε κι εχτύπανε η κασέλα να σπάση, απού ’χενε τον όφη. Να τ’ ακούση αυτός εφοβήθηκε και φωνιάζει τση γυναίκας και γιαγέρνει και τση δίδει τον όφη. Πάει τονε αυτή και δίδει τονε στον άγιο Σπυρίδωνα κι εκείνος πάλι τον ήφηκε κι ήφυγε.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ήτονε ένας άθρωπος περίσσα αμαρτωλός, πόρνος, κλέφτης, ψεύτης, όλα τα κακά τα ’χενε. Έναν καλό είχενε μόνο πως ήλεγε τσι χαιρετισμούς τσι Παναγίας, όπου ’θελα πάει κι όπου ’θελα σταθή. Ακόμη κι ότινα ’θελα πάει στο πορνιλίκι ήλεγε πρώτας τσι χαιρετισμούς κι απόι πήγαινε. Οντόν επόθανε λέει ο χριστός: «Αυτός δεν είναι δικός μας, είναι για την κόλαση». Σηκώνεται απάνω η Παναγία και λέει: «Όχι, αυτός δε μπορεί να πάη στην κόλαση, γιατί είναι δικός μου. Τσι χαιρετισμούς μου τσι ’λεγε όπου ’θελα πάη κι όπου ’θελα σταθή». - Μα δε γίνεται αυτό. Δεν μπορεί να σωθή κλέφτης, ψεύτης και πόρνος. - Μα τότεσά θα πάω κι εγώ μαζί ντου. – Ε, να πας! Τση λέει ο χριστός. - Μ’ ανέν πάω θα πάρω και τα εννιά τάγματα των αγγέλων μαζί μου, γιατί είναι δικά μου. Κι ετσά εσυβάστηκεν ο χριστός κι εσώθηκε ο πόρνος.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Ο Θεός επροσκάλεσε το Γαβριήλ και του ’πε: «Να πας να πης στη Μαρία στη Ναζαρέτ πως θα γεννήση το Μεσσία. Ο Γαβριήλ επήγε και τσ’ είπε: «Θα γαστρωθής να κάμης το χριστό». Αυτή εφοβήθηκε και του λέει: «Να μη μ’ απατήσης σαν την Εύα; Πώς θα γεννήσω παιδί απού δε γατέχω άντρα; - «Εκειά που θέλει ο Θεός νικάται η φύση». Και τότεσα η Μαρία εδέχτηκε τον ασπασμό. Ο άγγελος απού τη χαρά ντου εχτύπησε με τη φτερούγα ντου μιαν κολόνα απού ’τονε απόξω από το σπίτι τζης και την ήκοψε σε δυο κομμάτια. Και ακόμη και ως εδά κοίτεται η κολόνα κομμένη εκειά ποπόξω.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στη Μεγάλη Βιάννο έχουνε μιαν εκκλησά θαματουργή, την αγία Μαρίνα. Τον καιρό τση Τουρκιάς ήπεψε ένας αγάς κάμποσους Τούρκους να τήνε ξεθρονιάσουνε. Πάνε να μπούνε μέσα στην εκκλησά κι ακούνε μια φωνή από το ιερό και τους εφώνιαζε: «Όξω! Όξω!» και θωρούνε και μια χέρα και τσι ’πόβγανε. Δίδουνε αυτοί όξω ξετρουμισμένοι και πάνε και το λένε στον αγά. Τούτονέ και τούτονέ, αγά μου, και δε μπαίνομε εμείς μέσα. Βάνει τσις ομπρός του ο αγάς και τσι γιαγέρνει τα μπρος οπίσω. «Να πάτε ντελόγο να την ξεθρονιάσετε, γιατί δα σάσε κουτσοκεφαλίσω. Ξαναγιαγέρνουνε στην εκκλησά οι μπαρμάδες. Κι ακούνε πλια άγρια τη φωνή: «Να πάτε να πήτε κειουνουγιά που σας ήπεψε να ’ρθη αμοναχός του να ξεθρονιάση την εκκλησά». Γιαγέρνουνε πάλι στον αγά και λέσιν του το. Μανίζει ο αγάς και καβαλκεύγει τη φοράδα ντου και πάει στην εκκλησά. Φτάνει στην πόρτα και ω του θαύματος! Κόβγουνται τα χέρια ντου και τα πόδια ντου και πέφτουνε κάτω. Άλλα κομμάθια τον εμαζώξανε κι επήγανε και τον εθάψανε.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Οντόν επρωτοχτίστηκε το πρώτο μοναστήρι τ’ αγί - Ωργιού, επέψανε έναν καΐκι από ’ναν άλλον τόπο να φέρει πελέκια. Όλος ο κόσμος απού ’χενε πελέκια επήγαινε και τα ’διδε για να μπούνε στην εκκλησιά. Είχε και μια χήρα έναν πελέκι και πήρε να το πάη να το βάλη στο καΐκι και τούτως το καΐκι ήτονε γεμισμένο και ξεκινημένο να πηαίνη. Η χήρα να δη πως εμίσεψε το καΐκι και δεν επήρε το πελέκι τζης επόμεινε ψημένη. Ο πόθος τσης ήτονε τοσοσά μεγάλος, απού τον είδε ο θεός και για να την ευχαριστήση ήκαμε το θαύμα ντου. Μιαν κοπανιά θωρούνε το πελέκι κι εξεκίνησε και πέφτει στη θάλασσα κι εκλούθανε του καϊκιού ξοπίσω κι επήγε κι αυτό εκειά που ξεφορτώσανε και τ’ άλλα. (Πελέκια = Πέτρες πελεκημένες που τις βάζουν κατώφλια, ανώφλια ή παραστάτες της πόρτας, των παραθύρων, κτλ
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Οι Τούρκοι οντον είχανε πολλά λεφτά τα χώνανε μέσα στη γη. Για να μην τα βρή κανείς τα χώνανε μέσα στη γή. Εσφάζανε άνθρωπο και τα στοιχειώνανε και του παραγγέρνουνε :Δε θα τ’ αφήση να τα πάρη κανείς ά δεν κάμη ετούτονε κι νονε. Δα τα βλέπτης το σούρδο καιρό. Όποιο ήθελα νειρέψη να τα βρή ήθελα τον ματώση. Ήθελα κόψει το δαχτύλι ντου να στάξη αίμα κι απόι τα΄’δενεν στο λαιμό ενούς οζού και τα βγανε. Ότυνα νειρέψουνε κανένα να πα λογάρη δεν πρέπει να τα μολοήση, γιατί γίνουνται κάρβουνα.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η γρά Μάμαινα ηρχούντονε μια φορά με τη θυγατέρα τζης της Ερήνη από τσ’ Αγόρους. Στο δρόμο ενυχθιαστήκανε κι εφοβούντανε να μην τώσε παντήξη κανείς νιζάμης. (ετοτέσα ήσανε νιζάμηδες). Όντον επερνούσανε στη Χελιδονιά θωρούνε μέσα από τσι λυγιές μιαν κεφαλή κι εψήλωνε κι εψήλωνε. Αυτές εθαρρούσανε, πως ήτονε νιζάμης και σφίγγουνε απάνω κι εγλακούσανε κι εγλακούσανε κι εβγήκεν η γλώσσα ντως μια οργνιά, ίσαμ’ απού ξεπροβάλανε στο Καμάρι. Εκειά ρωτούνε η μια την άλλη: «Στσι λυγιές ήτονε, μωρή;» Κι ακούνε μια φωνή απού την κορφή απού τον πρίνο και τώσε λέει: «Αλλού τονε». Τότεσα το καταλάβανε, πως ήτονε φάντασμα κι ώστο να ‘ρθούνε στο χωριό εξεγλωσσιστήκανε. [Αγορούς= τοπωνύμιο όπου έχουν περιουσίες, νιζάμης= τούρκος στρατιώτης]
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ήπεσε θανατικό πανόγλα σ' έναν τόπο, απού δεν επροφτάνανε να θάφτουνε. Μια γυναίκα, χήρα γυναίκα, παίρνει τη θυγατέρα τζης και μισεύγει. Να πηαίνω θέλω 'γώ ίσαμε να περάση το θανατικό κι απόι δα νάρθω. Μισσεύγει κι ήλειπεν είκοσι χρόνους, Στσ' είκοσ΄απάνω λέει: Να γυρίσω θέλω γω στο σπίτι μου , να δω ίντα γίνεται. Γιαγέρνει στο χωριό τζης, ερημιά μιγάλη. Πάει στο σπίτι τζης. Θωρείν στην παρασθιά τζης τον άθο σωρεμένο. Μωρέ, αφτή κοντό η φωθιά μου ακόμη; - Αφτεί!. Ακούει μια φωνή και πέφτει ντελόγο και ποθαίνει. Ήτονε η πανόγλα που την ενίμενε είκοσι χρόνους για να μην αφήση κανένα από το χωριό.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Η πανόγλα είναι μια μακρά μακρά γυναίκα με σιδερένια παπούτσα και βγαίνει φωθιά απού τη μούρη. [πανόγλα= πανούκλα].
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όντον ήτονε βασιλιάς ο Δαυΐδ είχενε μιαν κοπανιά πόλεμο με τσ’ οχτρούς του. Ο στρατός του ήτονε λίγος κι εφοβούντονε πως ήθελα να νικηθή. Ο Θεός που τον εγάπανε πέμπει έναν άγγελο και του λέει: «Ο Θεός δα σου πέψη στρατό, μα γιάε, μην πα σου διόξη και τόνε μετρήσης». Την άλλη μέρα κιόλας σηκώνεται ο Δαυΐδ και βρίσκει τσι κάμπους γεμάτους στρατό. Δεν ήκανε δα ν’ ακούση τη διαταγή του Θεού, μόνο πιάνει και τσι μετρά. Κατεβαίνει κι ο άγγελος την άλλη βραδειά με το σπαθί και τσι σφάζει όλους. Σηκώνεται την ταχινή ο Δαυΐδ και τσι βρίσκει όλους ψαθούρι χάμαι. Το σπαθί ντου ο άγγελος, το σφούγγιξε σ’ έναν πανί και τον πέταξεν εκειά χαμαί. Ο Δαυΐδ σαν είδε το μεγάλο κακό απού ‘παθεν ήβαλε και τσι θάψανε, έχτισανε και μιαν κολόνα κι εβάλανε μέσα το ματοβουρωμένο πανί που σφούγγιξεν ο άγγελος το σπαθί ντου. Μετά τσι χρόνοις άλλος βασιλιάς είδε την κολόνα και λέει: «Μώρε , γιάντα την έχουνε τούτηνιε την κολόνα χτισμένη, μπα νάχη λογάρι;» Πιάνει και χαλά τη κι από κειά κι οπίσω φάνηκεν η πανόγλα. Εβγήκεν από το ματωμένο πανί, για κειόνα τη λένε και πανούκλα.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Όντον ήρθεν ο γέρο Ανεστάσης απού την Ανατολή μας ήλεγε πως ήτονε μια φορά ένας χιώτης τη επωρίενε καθ’ αργά στον ύπνο ντου ένα και του ‘λεγε : << Σηκώσου να πάς στην Αλεξάντρα κι εκειά δα βρής το κισιμέτι σου>>. Ετουτονά εγινούντονε δα καθ’αργά. Μια οπού τσι πολλές λέει : ‘’Να πάω θέλω ‘γώ να δώ ίντα δα βρώ’’. Πιάνει και βάνει το δρόμο ομπρός του και πάει. Φτάνει στην Αλεξάντρα. Μιαν ημέρα βγήκαν όξω απού την Αλεξάντρα και βρίσκεται σ’έναν αμπέλι. Κόβγει ένα καμπανό σταφύλι και τόνε τρώει κι αποί θέτει στη μάνα από κάτω και κοιμάται. Θωρεί πάλι στον ύπνο ντου κειονά τον ίδιο άθρωπο και του λέει : <<Αυτονοσά ο καμπανός απού ‘φάες ήτονε το κισιμέτι σου>>. Ξυπνά αυτός ντελόγο ψυγομαραμέννος. <Μωρέ, για όνομα του θεού ίντα ‘παθα, να κάμω τοσανά έξοδα να ρθώ, για έναν καμπανό σταφύλι! Σκώνεται και γιαγέρνει στην πολιτεία να μπή σε κανένα καράβι να γιαγείρη στον τόπον ντου. Στο δρόμο που πήγαινε του παντήχνει ένας άνθρωπος κι επήγαινε κι αυτός στην πολιτεία. Θωρεί τονε κλιτό και παραπονεμένο και στένει του κουβέντα. –Μπρέ, ίντα καλή δουλειά, κουμπάρε, ιντά ‘χεις κι είσαι κλιτός ; -Ίντα να σου λέω, κουμπάρε, ετουτονέ κι ετουτονέ το όνειρο θώρουνα καθ’ αργά, κι ήρθα στην Αλεξάντρα να βρώ το κισμέτι μου. Και σήμερο εβγήκα όξω απού την πολιτεία κι ήφαγα έναν καμπανό σταφύλι, κι εκοιμήθηκα από κάτω στη μάνα κι ήρθε πάλιν ο ίδιος άνθρωπος στ’όνειρο μου και μού ‘πεν : Αυτονοσά ο καμπανός είναι το κισμέτι σου. Εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος κι ήκαμα ο κακομοίρης τόσα έξοδα να ‘ρθώ. –Μπρέ κουμπάρε, τρέλλα ήκαμες κιόλας να ‘ρθής τοσονάν κόσμο για έναν καμπανό σταφύλι. Ντα ‘γώ θωρώ κάθ’αργά στον ύπνο μου ένα και μου λέει : <Να πάς στη Χιό, στου τάδε το σπίτι, στην αυλή, να σκάψης και να βρής έναν πιθάρι φλουριά και δεν πάω, κι εσύ να ‘ρθής , να πιστέψης στο όνειρο, και να ρθής! Ακούει αυτός και δε μιλεί. Η αυλή, απού του λεγε ήτονε ειδική ντου. Σκώνεται και γιαγέρνει στο σπίτι ντου, σκάφτει στην αυλή και βρίσκει έναν πιθάρι φλουριά. Μαθαίνει το ο Σουλτάνος και πέμπει και παίρνουσιν του τα, κι αποί τόνε βγάνει απάνω στο πιθάρι και του λέει :’’ Όσον τόπο θωρείς από παέ σου τονέ χαρίζω.’’ Κι εχάρισεν του όσον τόπον εθώριε. (Καμπανό=ένα τσαμπί σταφύλι που έχει έναν μίσχο και δεν έχει άλλα τζαμπιά από τον ίδιο μίσχο. Θέτει στη μάνα= το κάθε φυτό τα’αμπέλι.)
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στο μέγα, μώλος,κ στου Ταπιώτη είναι ένας αράπης κι έχει φλουριά τρείς αναπλιές και τα βγάνει κάθα ντίς και ντάι και τα λιάζει στο φεγγάρι. Μιαν κοπανιά ένας βοσκός επαράμινε τα οζά ντου στον Ανάβλοχο στο Βρυσίδι από πάνω, και θωρεί στου Ταπιώτη κι ελαμπύριζε απού ‘φεγγεν ο κόσμος γύρου γύρου. ‘’Μωρέ υντά ‘ναι που λαμπυρίζει εκέ πέρα και φέγγει όλος ο κόσμος! Να πάω θέλω ‘γω να δώ’’ Σηκώνεται και πάει στου Ταπιώτη και βρίσκει ‘ναν αράπη κι ήλιαζε τρείς αναπλιές φλουριά. Ο αράπης ωστό να τόνε δή του φωνιάζει Οπίσω! Οπίσω! Να κετονέ το μαστραπά να πα να μου φέρης νερό απού το Βρυσίδι.Στραβέ, πάτησε απάνω στα φλουριά.Ανίν επάθιενε όσα ‘θελα πατήση ήθελα του πομείνουνε, μόνο παίρνει το μαστραπά να πάη να γεμίση κι ωστό να γιαγείρη μου δ΄εκούστηκεν αράπης μουδ’ εκουστήκανε φλουριά. Επόμεινεν του μόνον ο μαστραπάς κι ήτονε χρυσός. (μώλος= πέτρα συμπαγής, Ταπιώτη= τοπωνύμιο, ντάι= απο τακρου εις τακρον, Ανάβλοχο= βουνό Β.Δ Λατσίδας)
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια φορά ήτονε έναν αντρόυνο κι είχενε πολλούς παράδες κι εποφασίσανε να πά τα χώσουνε όξω στην οξοχή από κάτω από ‘ναν πρίνο. Ακούει η γειτόνισσα τα’ αντρόυνο και λέει : ‘’Να ‘ρθής, μωρέ, να πα χώσουμε- τα λεφτά μας στον τάδε πρίνο’’ Σηκώνεται η γειτόνισσα και πάει και βγαίνει στην κορφή τον πρίνο και του ‘νίμινε να΄ρθούνε. Μετά κάμποσην ώρα θωρεί τα’ αντρόυνο κι ήρχουντονέ κι εβαστούσανε τα λεφτά ντους. Ξανοίγει τους αυτή και πάνε και σκάφτουνε από κάτω στον πρίνο και χώνουν τα λεφτά ντους κι αποί λένε : ‘’Ετούτανε τα λεφτά να μη βρεθούνε, α δε σφαγούνε εννιά αδέρφια από πάνω’’. Αφήνει τους αυτή και μησ’ φεύγουνε κι απόι πάει και θέτει μιάν κλωσσού και βγάνει εννιά πουλιά και παίρνει τα και πάει και τα σφάζει από πάνω από τα λεφτά κι ανοίγει ύστερα και παίρνει τα.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Εκεί στον άγιο Βασίλη από κάτω ήτονε το σπίτι του γέρο – Πίκουλα. Μιαν κοπανιά η Πικουλίνα ελεύκαινε λιναρένια όργατα και τα ξέχασεν απόξω στο πεζούλι. Τη νύχτα το θυμήθηκε και λέει: «Μωρέ εξέχασα τα όργατα απόξω, ας σκωθώ να τα βάλω μέσα να μην πιράση κανείς να μου τα πάρη.» Σηκώνεται και θωρεί τσ’ ανεράιδες κι είχενε κάθε μια ένα μόνο στο λαιμό τζης κι εχορεύγανε. Είχενε ακόμη ένα, μόνο χάμαι, παίρνει το κι αυτή, βάνει το στο λαιμό τζης και πιάνει στην ομπρός μέρος στο χορό. Αυτές να τήνε δούνε αρχίζουν το τραγούδι: «Σ’ όσους το πας κιαν επήγα, τέθοιο διάολο δεν είδα.» Ωστόσο ήκραξεν ο μαύρος κούκος κι αφήνουνε χάμαι τα όργατα και φεύγουνε. [άγιο Βασίλη= τοπωνύμιο στο Ν.Δ. της Λατσίδας, κοπάνια= κάποτε, όργατα= νήματα, ένα μονό= μιαν κούτσα]
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μιαν κοπανιά βάλανε στοίχημα δυο γειτόνισσες. Η μια ήλεγε: «Εγώ, πάω νύχτα μεσάνυχτα στην Παναγία την Κεραγωνιώτισσα. – Δεν το πιστεύγω, γιατί φαντάσει – Πόσο ν’ το στοίχημα σου; - Πάω – Δεν πας – Πάω – Δεν πας. Εβάλανε στοίχημα και σκώνεται αυτή και πάει. Βρίσκει στην αυλή τσ’ εκκλησάς νεράιδες εγδυμνές κι εχορεύγανε. Ώστο να τσι δη αυτή, γδύνεται και πιάνει στην ομπρός μερά. Οι νεράϊδες ερχίξανε ντελόγο κι ετραγουδούσανε: «Σ’ όσους τόπους κιάν επήγα τέθοιο πειρασμό δεν είδα νάχη, απάνω τσ’ άρχιδους και κάτω τσι μουστάκες.» Λέει τως τη αυτή: «Να σάσε πω κι εγώ έναν τραγουδάκι – Να μας το πης , να μας το πης! Κι αρχίζει κι αυτή. «Δώδεκα ‘ν οι – γι – Απόστολοι, στο χορό κρατούνε όλοι. Δώδεκά ‘ναι με το μέτρος σύρνει το χορό ο Πέτρος». Ωστό να τ’ ακούσουνε αυτές, δίδουνε στον ποταμό κι επορδοκλάνανε κι εχαθήκανε από μπρος τσης. Γιαγέρνει κι αυτή στο χωριό κι επήρε το στοίχημα από τη γειτόνισσα. [Παναγία Κεραγωνιώτισσα= εξωμονάστηρο έξω από τη Λατσίδα, δίωλα σε ποταμό, σε σύσσυμιο και χαμηλό μερός, φαντάσσει= έχει φαντάσματα,
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Μια μαμή πήγε μια φορά στον ποταμό να πλύνη τα κωλόπανα ‘νούς κοπελιού. Εκειά που ‘πλυνε επήδανε ένας αφορδακός αγαστρωμένος στην πλύστρα απάνω. Να τόνε κατεβάση, κι αυτός να πηδήξη, να ξαναβγή. «Πήνε, κακομοίρη, και να κατεχα που ‘σαι, την άλλη μέρα που θα γεννήσης να ρθώ να σου πιάσω τ’ αφορδάκακκα.» Πλύνει η μαμή τα κωλόπανα, πάει στο σπίτι τζης. Μετά τσι μέρες, «τάκα τάκα» στην πόρτα. Ανοίγει και θωρεί ένα νέραϊδο ομπρός τσης. «Να ρθής, κεραμαμή, να πα πιάσης το κοπέλι κείνησα που το ‘ταξες οπροθές.» Χαζιρεύγεται η μαμή κι εκλούθανε του νέραϊδου. Επήαινανε επηαίνανε και φτάνουνε σ’ ένα σπήλιο. Μπαίνει η μαμή μέσα βρίσκει τη νεράιδα κι εκοιλιοπόνανε. Γύρου, γύρου εκάθουντανε άλλες νεράιδες. Η γεννήτρια εφώναζε: «Κακόν το παθα.» Κι οι άλλες απαντούσανε: «Κακόν το παθε κεινιά που αφήνει τα φινόκαλα από πίσω από την πόρτα το Σάββατον αργά.» Η νεράιδα τση λέει: «Κεραμαμή, αν είν’ ασυρνικό χαρά σε σένα, μ’ αν είναι θηλυκό δα σε φάη ο νέραϊδος.» Γεννά η γυναίκα, κάνει θηλυκό. Πιάνει η μαμή μάνι μάνι έναν κομμάτι κερί και του κάνει έναν κοκονιό και του το βάνει. Ακούει τσι νεράιδες και λένε: «Ποιο κοπέλι δα πα σφάξωμε να λούσωμι το κοπέλι; Να πάμι να σφάξωμε του τάδε το παιδί – Παναγία μου, απού ΄ναι του ανιψού μου: λέει η μαμή. – Να! Πα σφάξωμε το τάδε. – Παναγία μου, απού ‘ναι τ’ αξαδέρφου μου!» «Σώπα, κακορίζικη, γιατί δα σφάξουνε σένα!» τους λέει η γεννήτρα. Πάνε, φέρνουνε, αίμα και λούνουν το κοπέλι κι απόι, βουτούσανε όλες τα δαχτύλια ντως στο αίμα κι εβάφανε τα μάθια ντως. Βουτά κι η μαμή το δαχτύλι τζης στο αίμα και βάφει το να τζης μάτι. Γεμίζει ο νέραϊδος τση κεραμαμής την ποδιά κρομμυδόφυλλα και μισεύγει. Οντόν εμίσσευγε τση παράγγειλεν η νεράιδα: «Ο νεράϊδος δα ρθη τρεις βραδειές να σου χτυπά, μα να μην πα τ’ ανοίξης! Μισσεύγει η μαμή και πάει στο σπίτι τζης. Αργά πάει ο νέραϊδος ‘ς τση χτύπανε: «Έ, μαμή, κεραμαμή, κερένιον ήτον το βλιοβλιό κι ήλυσε μέσα στο θερμό. Άνοιξέ μου να σου πω.» Άχνα και μιλιά η μαμή. Τρεις βραδειές ύστερα δεν εξαναπήγε. Μετά τσι μέρες πάει η μαμή στην εκκλησά και θωρεί όλες τσι νεράιδες απού ‘σανε στη γέννα κι εμπαίνανε στην εκκλησά. Η μαμή πήγε και τσι χαιρέτηξε: «Και που μάσε γνωρίζεις; - Ντα δε σας είδα στην τάδε γέννα; - Και, πως μάσε θωρείς; - Έ, τότε σα που εβάφετε σεις τα μάθια σας με το αίμα ήβαιζα κι εγώ το ένα μου μάτι και με κειο να σήσε θωρώ. – Και ποιο ‘ναι κειονά το μάτι; - Τούτονε.» Και δείχνει τως το μάτι απού ‘βαψε και τση κάνουνε μια με τα νύχια ντως και τση βγάνουνε το μάτι κειονά. [βλιοβλιό = πέος,κειόνα= το λέω και στην Ιεράπετρα, αλλά αντί για αφορδακό λένε χελώνα]
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
Στο Βαθύ ρυάκι, στου Μανώλαρου την κεραθιά, στο τριόδι φαντάσει. Μιαν κοπανιά ηρχουντανέ από το μύλο νύχτα ο Καντζούλιος ο Νικόλης κι οντόν επέρνανε στο τριόδι, στον Μανώλαρου την κεραθιά θωρεί στη μέση μέση στο δρόμο κι είχανε χορό στελιωμένο οι νεράιδες. Πώς να περάση δα; Αφήνει το γάιδαρό ντου και πιάνει κι αυτός στο χορό για να μην τόνε σβολώσουνε. Εχορεύγανε και κράζει ο χυχλίδης πετεινός. Ρωτούνε η μια την άλλη: Ήκραξεν ο μαύρος κούκος; - Όχι! Ο χοχλίδης ήτονε. Χορεύγουνε αυτές πάλι. Σε κάμποσην ώρα κράζει και ο μαύρος πετεινός. Ώστο να τον ακούσουνε αυτές φωνιάζουνε: Ήκραξεν ο μαύρος κούκος, ήκραξεν ο μαύρος κούκος και μισεύγουνε ντελόγο και παίρνει κι ο Καντζούλιος το γάιδαρό ντου και πάει στο σπίτι ντου.
Χρονολόγηση
1938
Τύπος τεκμηρίου
Λαϊκή Παράδοση
Δημιουργός
Λιουδάκη, Μαρία
Τόπος
Λατσίδα
Φορέας
Ακαδημία Αθηνών
×
×